|
Στίχοι: Νιόβη Ιωάννου
Μουσική: Αμελοποίητα
Όταν σταμάτησε να θυμάται άρχισε να πλέκει κυπαρίσσια λευκά
τα φύτευε αντικριστά στο μεγάλο σαλόνι
κι όταν τελείωνε καθόταν στην άκρη του παλιού καναπέ
και τα χάζευε
θεός σχωρέσ’ τους και τους ζωντανούς μονολογούσε
είπαν πως κάποτε θα ‘ρθουν
πού να ναι το σπίτι μου…
πού να ναι το σπίτι μου…
ύστερα έκλεινε με τρόμο τα παράθυρα σκάλιζε με αγωνία το χώμα έβρισκε ένα κλειδί
το άφηνε κάτω απ’ το χαλάκι της εξώπορτας
για λίγο
μετά το έθαβε πάλι βιαστικά,
καθόταν αμίλητη και περίμενε
την άνοιξη χιλιάδες κυπαρίσσια έβγαιναν απ’ το βάθος του καθρέφτη, τρυπούσαν το ξύλινο ταβάνι, πόντο πόντο έφταναν ως τον ουρανό, έπαιρναν τη θέση τους γύρω από το μεγάλο τραπέζι, εκείνη χαιρόταν κι άπλωνε το χέρι της ν’ αγγίξει μια φέτα ψωμί, η πολυθρόνα της άδεια φτερούγιζε, ολόλευκα κυπαρισσόμηλα κυλούσαν στο πάτωμα, γελούσε κι έτρεχε να τα φτάσει…
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Δημοφιλία: - Αναγνώσεις: 251 Σχόλια: 0 Αφιερώσεις: 0
| | | | | | |
|