Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
131932 Τραγούδια, 269732 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Του Μαυριανού και της αδερφής του      
 
Στίχοι:  
Παραδοσιακό
Μουσική:  
Παραδοσιακό

Περιοχή:  
Αταξινόμητα

Εδά τραπέζι νόμορφο, με καμουχά στρωμένο.
Ο βασιλιάς κι ο Μαυριανός κι ο Μικροκωσταντϊνος
αντάμα τρώγαν κι έπιναν στου πλάτανου τη ρίζα.
Κι αθιβολές δεν είχανε κι αθιβολές εφέραν
απάνω για τις όμορφες και για τις τιμημένες.
Εκεϊ έφερε κι ο Μαυριανός παίνεμα τς αδερφής του.
"Ωσάν το ρόδο τ’ ανοιχτό, το μανουσάκι τάσπρο,
έχω κι εγώ μιαν αδερφή, μ’ αλήθεια δεν πλανειέται."

Κι ο βασιλιάς σαν τ’ άκουσε γυρίζει και του λέει:
"Αν την πλανέσω, Μαυριανέ, τι στοίχημα θα χάσεις;
Αν την πλανέσεις, βασιλιά, πάρε μου το κεφάλι,
μα πάλι κι α δεν πλανεθεί τι είναι το στοίχημά σου;
Βάνω το βασιλίκι μου με τη χρυσή κορώνα.
Εννιά μουλάρια εφόρτωσε νασήμι και λογάρι,
της Αρετής τα προβοδά με τον επιστολάρη.

"Καλώς το νιο που τα φερε, να ζήσει οπού τα στέλνει,
ο Μαυριανός νά ναι καλά και θα τα ξαντιμέψει.
Ο ρήγας που σ’ αγάπησε ξαντίμεμα δε θέλει,
μόν’ τα στειλε για να σε ιδεί, δυο λόγια να σου κρίνει.
Άμε, χαιρέτα μού τονε, κι όποτε θέλει ας έρθει."
Άκουσε η κόρη τους σκοπούς, την πονηριά γνωρίζει,
τα χέρια της κάνει σταυρό στης βάγιας της πηγαίνει.
Εσύ είσαι βάγια η μάνα μου, εσύ είσαι κι η αδερφή μου,
εσύ πρωταξαδέρφη μου, τώρα να με τιμήσεις.
Έλα, βάγια μου, συ κυρά, κι εγώ βάγια δική σου,
έμπα, βάγια, στην κάμαρη, κι εγώ στο μαγερειό σου,
τα ρούχα μου τα νυφικά εσένα να τα δώσω,
την κλίνη μου τη νυφικιά εσένα να τη στρώσω,
κι ό,τι σου κάνει ο βασιλιάς όλα να τα πομείνεις,
το χάρισμα του βασιλιά δικό σου ν’ απομείνει.

Εγώ βάγια γεννήθηκα και βάγια θα πεθάνω,
και βάγια θα τον αρνηστώ τον κόσμο τον απάνω.
Σταυρό δένει τα χέρια της στη δούλα της πηγαίνει.
"Δούλα χρυσή, δούλα αργυρή, δούλα μ’ αγαπημένη,
για βγάλε συ τα ρούχα σου και βάλε τα δικά μου,
και σύρε νύχτα πλάγιασε στην ιδική μου κλίνη,
βραδύ θε να `ρθει ο βασιλιάς να κοιμηθείτε αντάμα.
Εγώ δούλα γεννήθηκα κι ό,τι μου πής θα κάμω,
δω μου κυρά τα ρούχα σου και πάρε τα δικά μου.

Παίρνει η κυρά τα ρούχα της και βάνει τα δικά της,
της δένει την πλεξούδα της με το μαργαριτάρι,
της βάνει και στο δάχτυλο νόμορφο δαχτυλίδι,
της στρώνει το κρεβάτι της με τα χρυσά σεντόνια,
και βάνει για προσκέφαλο τ’ άστρα με το φεγγάρι.
"Δούλα κι αν είσαι δούλα μου κι αν είμαι εγώ δίκη σου,
ότι σου κάμει ο βασιλιάς όλα να τα πομείνεις,
κι α σου μιλήσει μη μιλείς κι αν κρίνει μην του κρίνεις."

Ακόμη ο λόγος έστεκε κι ο βασιλιάς προβαίνει,
με σείσμα και με λύγισμα τη σκάλα νανεβαίνει,
κι από το χέρι την αρπά στην κάμερα τη βάνει.
Από βραδύς επαίζανε με γέλια με κανάκια,
και μέσα τα μεσάνυχτα και τις γλυκές αυγίτσες,
της παίρνει από το δάχτυλο τ’ ώριο το δαχτυλίδι,
κόβει και την πλεξούδα της με το μαργαριτάρι,
και παίρνει τα και βάνει τα σ’ ολόχρυσο μαντήλι.

Και την αυγή χαρούμενος στο φόρο κατεβαίνει.
"Γεια σας, χαρά σας, άρχοντες κι όλο ταρχοντολόγι.
Πού είν’ τονε αυτός ο Μαυριανός ο πολυπαινεσιάρης,
πόχει την τίμια ναδερφή, π’ αλήθεια δεν πλανιέται;
Εδώ είναι τα σημάδια μου, εδώ κι η απόφαση μου."
Επήρανε το Μαυριανό να παν να τον κρεμάσουν.
"Φέρτε την αδερφούλα μου για την απόφαση μου."
Μαντάτα πάνε κι έρχουνται `ς της Αρετής την πόρτα,
στο φόρο για να κατεβεί, τι ο Μαυριανός χαλιέται.
Εντύθηκε, στολίστηκε στο φόρο κατεβαίνει.

Χίλιοι κρατούν το φόρεμα, χίλιοι τον καμουχά της,
τριακόσιοι το μαγνάδι της, να μην την κάψει ο ήλιος.
"Γεια σας, χαρά σας, άρχοντες κι όλο τ’ αρχοντολόγι.
Αυτόνε με τα κόκκινα ποτέ μου δεν τον είδα.
Δε μ’ είδες, δε με γνώρισες, μια χιλιοπομπεμένη,
που ψες εβραδιαστήκαμε σ’ ένα προσκεφαλάδι;
Από βραδύς επαίζαμε με γέλια με κανάκια,
και μέσα τα μεσάνυχτα και τις γλυκιές αυγίτσες,
της κόβω την πλεξούδα της με το μαργαριτάρι,
της παίρνω από το δάχτυλο τ’ ώριο το δαχτυλίδι."
Σειέται λυγιέται η λυγερή, γεμίζει η γης λουλούδια.
"Ποιανής λείπει η πλεξούδα της με το μαργαριτάρι;"
Και πάλι ματασείστηκε, γεμίζει η γης ζαφείρια.
Για ιδέτε σεις οι άρχοντες κι όλο τ’ αρχοντολόγι,
λείπει το δαχτυλίδι μου και τα σγουρά μαλλιά μου,
ή λείπει από τα μάγουλα η ροδοκοκκινάδα;
ετότες να τον πνίξετε το Μαυριανό στη φούρκα,
κι εμέ τρίδιπλη βάλετε εις το λαιμό καδένα.
Μα σένα δε σου πρέπει πιο νά χεις το βασιλίκι.
Με τη δουλεύτρα μου έπεσες και δούλος μου λογάσαι,
και πάρε το μουλάρι μας να πάς να φέρεις ξύλα."







 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 3725
      Σχόλια: 2
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 29-11-2005
   netriofron
07-09-2018 21:39

Βυζαντινή Παραλογή ,που υπήρξε πηγή έμπνευσης για το έργο της Γαλάτειας Καζαντζάκης "Ο άρχοντας, ο Μαυριανός και η αδερφή του" (1919) και για τον Γιώργο Θεοτοκά και το θεατρικό του έργο "Παιχνίδι της τρέλας και της φρονιμάδας" (1944).


Χορός / Ρυθμός / Είδος : Παραλογή.
Οι Παραλογές είναι δημοτικά τραγούδια, πολύ όμορφα και με μεγάλη ποιητική δύναμη. Λέγονται και Μπαλάντες.
Είναι τραγούδια διηγηματικά, αφηγηματικά. Από την άποψη αυτή, συνδέονται περισσότερο με τα Ακριτικά και τα Ιστορικά και διαφέρουν από τα άλλα δημοτικά τραγούδια.



1971 = Λάκης Παππάς + Χορωδία : Μιχάλης Βιολάρης, Γιάννης Θωμόπουλος, και Μαρία Καρρά , , Διασκευή : Γιάννης Κακουλίδης , , Ενορχήστρωση : Γιώργος Κοτσώνης , ------------- Άλμπουμ ''Του Μαυριανού και της αδερφής του'' ----------- https://youtu.be/LXT4afcQgAU


ΠΗΓΗ = [ https://diskovolos58.blogspot.com/2018/05/1971.html ]
   longieth
09-07-2012 00:32
http://www.youtube.com/watch?v=LXT4afcQgAU&feature=related


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο