Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
131932 Τραγούδια, 269731 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Της κουμπάρας που `γινε νύφη      
 
Στίχοι:  
Παραδοσιακό
Μουσική:  
Παραδοσιακό

Περιοχή:  
Αταξινόμητα

Έχω και μήνες και καιρούς τον αγαπώ δεν είδα,
τώρα τον βλέπω κι έρχεται κάτω `σ’ ανήλιο κάμπο,
άνθη τον τριγυρίζουνε και μόσχοι τον μυρίζουν,
και τα σγουρά του τα μαλλιά το νου μου συνεπήραν.
"Πού ήσουν, λεβέντη μ’ όμορφε και πολυαγαπημένε;
Καλή σου ημέρα, πέρδικα, χρυσής αυγής τρυγόνα.
Κόρη, κλειδιά σ’ αγόρασα κι αντίκλειδα σ’ αφήνω,
κλείδωσε την καρδούλα σου κι απόμενε τους πόνους.
Ο κύρης μου κι η μάνα μου μου `τοίμασαν το γάμο,
κι" α δεν περηφανεύεσαι έλα να μπεις κουμπάρα.
Πάω να το πω της μάνας μου κι ότι μου ειπεί θα κάμω."

Κινάει και πάει στη μάνα της σαν μήλο μαραμένο.
"Μάνα μου, με καλέσανε να πάω να στεφανώσω
το νιον οπού καρτέραγες άντρα για να τον πάρω.
Και πώς το λες, παιδάκι μου, να πας να στεφανώσεις;
Έχεις ποδάρια να σταθείς και μάτια ν’ αντρανίσεις;
έχεις και γοργοδάχτυλα ν’ αλλάξεις δαχτυλίδια,
και χέρια γοργογύριστα να στεφανογυρίσεις;
Έχω ποδάρια να σταθώ και μάτια ν’ αντρανίσω,
έχω και γοργοδάχτυλα ν’ αλλάξω δαχτυλίδια,
και χέρια γοργογύριστα να στεφανογυρίσω.
Μάνα μου, τ’ αποφάσιοα, θα πάω να στεφανώσω,
και θε να κάμω υπομονή, γερή καρδιά θα δείξω.
Σύρε, παιδί μου, στο καλό και στην καλή την ώρα,
και να γιομίσει, η στράτα σου τριαντάφυλλα και ρόδα."

Έκατσε κι εστολίστηκε τρεις μέρες και τρεις νύχτες.
Βάζει τον ουρανό μαντί, τη θάλασσα μαγνάδι,
τον ήλιο βάζει πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος
και του κοράκου το φτερό βάζει καμαροφρύδι,
την όχεντρα την πλουμιστή κορδέλλα στα μαλλιά της,
τον άμμο τον αμέτρητο ρίχνει μαργαριτάρι.
Κάνει στεφάνια ολόχρυσα, λαμπάδες άσημένιες
και δαχτυλίδι πυργωτό της νύφης να χαρίσει.
Παίρνει και πάει στην εκκλησιά ν’ αρραβωστεφανώσει.
Βάγιες την πάνε από μπρος και βάγιες από πίσω
και βάγιες απ’ τα δυο πλευρά να μη την πιάσει ο ήλιος.
Στο δρόμον όπου πήγαινε τα μονοπάτια ανθούσαν.
Κι ωσάν την είδε η εκκλησιά απ’ άκρη σ’ άκρη σείστη.
Παπάς την είδε κι έσφαλε, διάκος κι αποξεχάστη,
τα ψαλτικά τους έχασαν ψάλτες και καλανάρχοι.
Ωσάν την είδε ο νιόγαμπρος έπεσε κι ελιγώθη.
"Παπά, για ματασήμανε, παπά, για ματαψάλλε,
και γύρισε τα στέφανα και βάλ’ τα στην κουμπάρα."
Κι η νύφη απολογήθηκε με το καμένο χείλι,
"Σύρε να πάμε, μάνα μου, και στ’ όνειρό μου το είδα,
χρυσόν αϊτόν εβάσταγα κι άλλη μου τόν επήρε.
Τα ρούχα μου στην εκκλησιά, κι εγώ στο μοναστήρι,
κι όσο τον χάρηκα κι εγώ να τον χαρεί κι εκείνη."

Την ξαγναντεύει η μάνα της απ’ ώριον παραθύρι.
"Καλώς τη θυγατέρα μου, τη φωτογεννημένη,
κουμπάρα την εστόλιζα και νύφη κατεβαίνει."








 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: 100%  (2 ψήφοι)
      Αναγνώσεις: 4420
      Σχόλια: 1
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 29-11-2005
   netriofron
05-09-2018 15:18
Τόπος προέλευσης η Καππαδοκία.
Το είδος είναι Ακριτικό, ή ότι επήλθε συμφυρμός αυτού προς τα Ακριτικά, γιατί ο ήρωας ,συνήθως ,είναι Ακρίτας.

[ http://www.myriobiblos.gr/afieromata/dimotiko/txt_paraloges_next.html ]


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο