Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
131938 Τραγούδια, 269732 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Της νύφης που κακοτύχησε      
 
Στίχοι:  
Παραδοσιακό
Μουσική:  
Παραδοσιακό

Περιοχή:  
Αταξινόμητα

Η κυρά `Ρήνη του Κριτού, του Δούκα η θυγατέρα,
χρόνους της γράφουν τα προικιά, χρόνους τα πανωπροίκια,
και τα κρυφά της μάνας της λογαριασμούς δεν έχουν.
Της δίνει κι ο πατέρας της καράβι αρματωμένο,
της δίνουν και τ’ αδέρφια της αμάξι φορτωμένο,
της δίνει κι η μανούλα της τάσι μαργαριτάρι,
χρυσό θρονί να κάθεται, μήλο χρυσό να παίζει,
και μούλα χρυσοκάπουλη να περπατεί καβάλα.

Μα ήρθε ο καιρός ο δίσεχτος, χρονιά κατακαημένη,
πήραν τα χρέγια τα προικιά, πήρε τα πλούτη η αρρώστια,
και μπήκε ο άντρας πιστικός κι η νύφη ξενοϋφαίνει.
Μια Κυριακή και μια Λαμπρή, μια πίσημον ημέρα,
την πήρε το παράπονο, πίκρα πολύ μεγάλη,
σταυρόδεσε τα χέρια της στ’ αϊταίρι της πηγαίνει.
"Θέλω να πάω στη μάνα μου, καλέ μ’ , στα γονικά μου.
Αρχόντισσα σ’ έφερα δω, φτωχή πού θα σε πάω;
Συνόριασέ μου τα βουνά, και πάγω μοναχή μου."

Ράχη σε ράχη ακούμπησε, λιθάρι σε λιθάρι,
και πήγε κι άπακούμπησε στης μάνας της την πόρτα.
Στο δρόμο νοπού πήγαινε, στα δάση οπού περνούσε,
παρακαλούσε το Θεό με πικραμένα χείλη.
"Θέ μου, να βρω τις δούλες μου και να μη με γνωρίσουν."
Κι ο Θιος τήνε συνάκουσε κι η Δέσποινα του κόσμου,
κι ηύρε τις δούλες του σπιτιού στη βρύση που λευκαίναν.
Ώρα καλή σας, λυγερές, ώρα καλή, κοπέλες.
Καλώς τη την ξενούλα μας, τι θέλεις, τι γυρεύεις;
Να πιω νερό γιατί διψώ, κι απέ σας συντυχαίνω.
Να πείτε της κυρούλας σας, δούλα της να με πάρει.
Ξένη μ’ , κοπέλες έχουμε, κοπέλες και κοπέλια,
και σένα τι σε θέλουμε, σαν τι δουλειά να κάνεις;
Ξέρω να υφαίνω στο βλατί, να υφαίνω στο βελούδο."
Χρυσά παπούτσια φόρεσε, πάει να ιδεί τη δούλα.
"Ποια ναι που υφαίνει στο βλατί, που υφαίνει στο βελούδο;
Κείνη που υφαίνει στο βλατί, που υφαίνει στο βελούδο,
είναι μακριά στην ξενιτιά, είναι μακριά στα ξένα.
Σύρτε να τήνε βάλετε στον αργαλειό της `Ρήνης,
για να ξυφάνει το χρυσό που είναι μισοφτιασμένο."

Την πήραν και τη βάλανε στον αργαλειό να υφάνει,
κι ώριο τραγούδι αρχίνησε, σαν να ήταν μοιρολόγι.
"Διασίδι, πολυδιάσιδο, καλού καιρού διασμένο,
διασίδι, όταν σε διάζουμουν ήρθαν οι συμπεθέροι,
διασίδι, όταν σ’ ετύλιγα ήρθαν μ’ αρραβωνιάσαν,
κι όταν σε μισοκόπισα ήρθαν για να με πάρουν,
κι η μοίρα μου το ηθέλησε να ρθω να σε ξυφάνω!"

Κυρά ψηλά ήταν τ’ άκουσε και της απολογήθη.
"Δούλα, πούθ’ είν’ ο τόπος σου, πούθ’ είν’ τα γονικά σου;
Η μάνα μου Γιαννιώτισσα κι ο κύρης μου απ’ την Πόλη,
κι εγώ είμαι η Ρήνη η λυγερή, η Ρήνη η μαυρομάτα."
Κ’ η μάνα της κατέβηκε και τη σφιχταγκαλιάζει.
Τις σκλάβες της εμίλησε, τις δούλες της φωνάζει.
"Βάλτε νερό και λούστε τη, σύρτε τη στο χαμάμι,
αλλάχτε τη, στολίστε τη την πρώτη τη στολή της,
και να βαρέσουν τα `ργανα και τα γλυκά παιχνίδια."




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 3286
      Σχόλια: 2
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 06-12-2005
   netriofron
05-09-2018 22:11

Χορός / Ρυθμός / Είδος : Παραλογή.
Οι Παραλογές είναι δημοτικά τραγούδια, πολύ όμορφα και με μεγάλη ποιητική δύναμη. Λέγονται και Μπαλάντες.
Είναι τραγούδια διηγηματικά, αφηγηματικά. Από την άποψη αυτή, συνδέονται περισσότερο με τα Ακριτικά και τα Ιστορικά και διαφέρουν από τα άλλα δημοτικά τραγούδια.
   Ανώνυμο σχόλιο
10-02-2006
To πιο cool παραδοσιακο!!!!


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο