Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
132073 Τραγούδια, 269792 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Η αλλαγή μιας εποχής      
 
Στίχοι:  
Θάνος Γιαννούδης
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Θ’ αργοπεθαίνεις στο κρεβάτι με καρκίνο,
γενιές χαμένες θα περνάνε στην τι-βι,
σιγοσκεπτόμενος τον όλεθρον εκείνο
που δεν μπορεί παρά μια μέρα να συμβεί.
Και να! Στην άκρη μιας θεόρατης χοάνης
ξαναγεννιούνται η σπηλιά κι ο Ιωάννης-

Όλα θ’ αρχίσουνε μια νύχτα δίχως άστρα,
καθώς πασχίζει σου η ψυχή να κοιμηθεί
και μια φωνή από το σύμπαν ξελογιάστρα
για νέα ποιήματα κι αγάπες σε ωθεί.
Μόνο που τώρα πια –το ξέρεις- σαν ξυπνήσεις
θα `χουν αλλάξει χρώμα όλες οι αναμνήσεις.

Ιστοί κρεμάνε τις καινούριες μας σημαίες
στου επερχόμενου πρωινού την αντηλιά,
συμβιβασμένες στη Σαρία Δουλτσινέες
τους Δον Κιχώτες τους γεμίζουνε φιλιά,
καθώς η νέα των καιρών σιμώνει πράξη
-άνοιξ’ η κάνουλα, το τέλος ποιος θα φράξει.

Τα κούφια πέναλτι, τα κόρνερ, οι καντήλες:
ξανά τ’ αγόρια στην αυλή φιλονικούν
κι απ’ το τειχάκι τα κορίτσια με μαντίλες
συζύγους ψάχνουν και παιδιά να γεννηθούν.
Όσο κι αν έχασε το νόημα η λέξη,
η φύση πάντα το γενναίο θα διαλέξει.

Αυτή που ξέραμε για Δύση θα πεθάνει
κι όλη τη γη μας πια ο Εγκέλαδος κινεί.
Άκου στην άκρη του καιρού μας το τρυπάνι
να προφητεύει απ’ του πύργου το χωνί
σαν γιατρικό στη νέα αρρώστια, σαν σιρόπι:
Ήρθε να μείνει ο Μωάμεθ στην Ευρώπη!

Μα ξάφνου ανοίγει ο ουρανός σαν με μαχαίρι,
οι δορυφόροι πέφτουν σάπιοι καταγής
κι ευθύς προβάλλει φωτοδότης τ’ Άγιο Χέρι
-έτσι έχεις τέλος μας γραφτεί; Γιατί αργείς;
Χρόνια μονάχοι μας ξεχάσαμ’ αν υπάρχεις
κι έγιν’ ο φόβος της καρδιάς μας πλανητάρχης.

Πού `σουν, Χριστέ μου, όταν τα όνειρα πεθαίναν;
Πού `σουν ο κόσμος σαν γινόταν Σατανάς,
μ’ ένα μερίδιο θανάτου στον καθέναν,
στη γη να σβήνεις και γι’ αστέρια να πονάς;
Γιατί μας ξέχασες και πια δεν έχει πίσω;
Μες στο μηδέν μπροστά ποια πίστη να κρατήσω;

"Ήμουν εκεί –μας απαντά- κοντά στο χάσμα
που άνοιξε στ’ άρμενα και φύγαν οι ψυχές
απ’ τη Μεγάλη Κιβωτό –το κάθε πλάσμα
να πλέει μονάχο του χωρίς σκοπό και χθες.
Δυο ξυλαράκια για σχεδίες και κανόε,
μακριά απ’ τον κόσμο που μας έταξεν ο Νώε.

Ήμουν στο μέσον της ημέρας στο λιοπύρι
ενός ατέλειωτου θαρρείς καλοκαιριού,
στο θερισμό, στων σταφυλιών το πατητήρι,
στις πρώτες μπόρες στο Σεπτέμβρη του χωριού.
σ’ έναν καιρό που ολοένα θα κινείται
όσο γυρνάνε προς τον ήλιο οι πλανήται.

Ήμουν μπροστά στα μάτια που `χατε σφαλίσει
σαν το σκοτάδι σάς ψιθύριζε στ’ αυτί,
ήμουν εκεί που είχ’ εκλείψει η κάθε λύση
κι – ακόμα- εκεί που περπατούσατε σκυφτοί,
όταν δεν είχατε τη φλόγα περισώσει
και ψάχνατ’ έναν Μουχαμέτη να σάς σώσει..."

Μίση, λαγνείες, πόθοι, όνειρα, κραιπάλες,
πάθη κι αγάπες που έχουν σβήσει τώρα πια,
καθώς τα χέρια Του που υψώθηκαν σαν σκάλες
-χωρίς να φαίνοντ’ οι πληγές απ’ τα καρφιά-
ανοίγουν διάπλατα τις πύλες του Αβάτου
και στέκει ο άνθρωπος –πρώτη φορά- κοντά Του...




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 219
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 27-02-2019


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο