Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
131932 Τραγούδια, 269728 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Η προσευχή του αναιδούς      
 
Στίχοι:  
Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου
Μουσική:  
Αμελοποίητα


(Απόσπασμα)

Άνθρωποι του Θεού, ψίχουλα του Διαβόλου.
Μετά το χιόνι κατεβαίνουν τα σπουργίτια
Και χορταίνουνε.

Στην πλαγιά ενός ψηλού βουνού, πάντα πνιγμένου
στις ομίχλες, ανέβαινε σιγά σιγά ένας γεροντάκος κι
ο σκύλος του μαζί, μια μπρος, μια πίσω.
Στη σκάλα ενός παλιού σπιτιού ανέβαινε σιγά σιγά
μια πλύστρα με τους μπόγους της δεξιά κι αριστερά
και στον καθένα πάνω το σαπούνι.
Στο μπαλκονάκι της Ιουλιέτας ανέβαινε σιγά σιγά
ένας φαντάρος με τα κορδόνια στ’ άρβυλα λυτά και
φυλλαράκια στο γιακά του.
Κύριε, αν ήταν να προσευχηθώ,
Θ’ ανέβαινα ως την αυλή σου
Κρατώντας τον στην αγκαλιά μου ακόμη
Εκείνον που είχα αγαπήσει.
Βάρος δε θα ’τανε τ’ ωραίο σώμα
Αλλά ο σωπασμένος νους, ύπνος μιας βρύσης.
Κύριε, αν ήταν να προσευχηθώ,
Θα ζήταγα να μην ξεχάσω.
Τι κλίση που έχουν στην αθανασία
Ο κρύος αέρας, τα πατήματα στην άμμο…
Φρέσκα, θαρρείς, τα πάντα ξεκινούν
Για το σκοτάδι
Και μοναχά το χέρι ενός Εχθρού
Με γερνά και τη μνήμη μου παίρνει.
Ω, Κύριε,
Δε θα σου έλεγα τα μυστικά μου.
Δε θ’ άφηνα να μπεις μες στην κάμαρα.
Πίσω απ’ την πόρτα θα στοίβαζα τα έπιπλα
Κι ας ξέρω πως μονάχα η επιθυμία σου
Αρκεί να σπρώξει και να τα σωριάσει.
Πόσο αδύναμοι οι δικοί μου οι πόθοι, τι είμ’ εγώ
Που έτσι σπρώχνεις, που ζητάς να πάρεις…
Ω, Κύριε, δεν έχεις μεγαλείο,
Μα ένα μακρύ μακρύ χέρι.
Τόσο φτωχό σε κάνει η απληστία σου,
Που φθόνος, λέω, θα ’ταν κι η ενσάρκωσή σου
Κι όχι αγάπη.
Εξόν κι αν ήταν έρωτας. Γιατί λένε
Πως είσαι καλός
Κι η χάρη σου τα τελευταία δέντρα μεγαλώνει.
Γιατρεύεις τα πουλιά και τα κρατάς
Στη χούφτα σου όταν πετούνε.
Μήπως, λοιπόν, είσαι αθώος; Μήπως θέλεις να χαρείς;
Μήπως έχεις
Πολύ μεγάλη φαντασία για μένα;
Όμως, γιατί να σ’ το χαρίσω και τούτο
Το τελευταίο κουρέλι, την αλαζονεία μου,
Εσένα, που χωρίς ζέστη και κρύο
Αιώνια ζεις;
Κύριε, αν δε με ήθελες έτσι,
Γιατί ακούω απόψε το τριζόνι,
Επίμονο παρά ποτέ, να ψάλλει
Το Θόρυβο της ύπαρξής του;
Λέει πως είναι κάτω εκεί ένα σπιτάκι
Μονάχο κι όμως πλούσιο σαν μια πόλη.
Όσο σε χίλιους δρόμους περπατάς
Μες στους διαδρόμους του.
Τόσος είναι ο συνωστισμός της απουσίας,
Που ο αέρας γίνεται υφάδι και τον σέρνεις
Εδώ κι εκεί.
Λέει, δε γίνεται αυτή τη γάζα να τραβήξεις
Χωρίς γυμνός να μείνει ο διπλανός σου.
Αν κι είναι μίλια μακριά, ανασαίνει
Σαν τριαντάφυλλο.
Γιατί η αναπνοή του ακούραστη εκεί μένει
Που έζησε.
Αν ήταν, Κύριε, να προσευχηθώ,
Θα ’σκιζα εκείνο το πανί, κείνη τη γάζα,
Να ξαναδώ όχι το ρόδο, μα το πρόσωπο,
Τα χείλη, τα μάτια, τη φωνή.
Μια μια θα ξήλωνα τις κλωστές
Από τα μάγουλα, το λαιμό, το στήθος,
Όπως ο κηπουρός που ανοίγει αυλάκια
Και σωστά μοιράζει το νερό.
Αχ, Κύριε, δεν έχεις δίκιο
Που την ψυχή κυνηγάς, έναν αέρα.
Εύθυμη, μυρωδάτη είν’ η ψυχή
Σαν τη φτερνούλα ενός μωρού, που του κάνουν
Χαρές τα μεγαλύτερά του αδέλφια.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 95
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   cactus @ 27-07-2021


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο