|
Στίχοι: Παραδοσιακό
Μουσική: Παραδοσιακό
Περιοχή: Κρήτη
Κάθε ταχύ, κάθε πρωί π’ ανοίγει το λουλούδι,
αφουκραστήτε μου να πω πρικύ γλυκύ τραγούδι.
Τραγούδι να το μάθετε, τραγούδι να το λέτε
κι αυτό το βεζιρόπουλο να κάθεστε να κλαίτε.
Που ’τονε νέος κι όμορφος κι είχε και αντριωσύνη,
το ντέρτι απού ’γράντισε δεν είχε γιατρωσύνη.
Μπαμπάς του συλλογιάστηκε το πώς να το γιατρέψη
κι οι ντοτοράδες τού ’πανε εις τη Φραγκιά ’ς το πέψη.
Κερήμ μπέης ως το ’κουσε πολλά του βαροφάνη,
φαρμάκι ζήτηξε να πιη στο Κάστρο να ’ποθάνη.
Και ο μπαμπάς του τού ’πενε, Κερήμη μου παιδί μου,
συβάσου, άμε στη Φραγκιά, αν θέλεις την ευκή μου.
Κείνος κλιτά του μίλησε κείνος κλιτά του λέει,
δεν βγαίνει από το λόγο του και την ευκή του θέλει.
’Ποχαιρετά τον κύρη του κι έτσ’ άγρια που κλαίει
τάξε και πως το κάτεχε πως δεν ξαναγιαγέρνει.
─Άμε, υγιέ μου, στο καλό και την ευκή μου νάχης,
να βρης γιατρό να γιατρευτής και πάλι να ξανάρθης.
’Ποχαιρετά τη μάνα του και σκύφτει και φιλεί τη,
και ήκλαιγε γονατιστός, ζητούσε την ευκή της.
─Άμε, παιδί μου, στο καλό και γιαρτιμτζή σου είναι,
εκείνος που μας γέννησε του κόσμου αφέντης είναι.
─Άμενε, γιε μου, στο καλό και την ευκή μου νάχης,
με γιατρικά αθάνατα γιατρέψου, πάλι νάρθης,
’Ποχαιρετά τ’ αδέλφια του, δεξά ζερβά ξανοίγει
κι όλοι ντουά του κάνανε για να ξαναγιαγύρη.
Απήτις ’ποχαιρέτησε και μπήκαν στο καράβι
και με τον ντάντα τον καλό που ήταν παλληκάρι.
Δευτέρα ’μέρα βγήκανε εις τση Φραγκιάς τα μέρη,
που στέκαν τα Φραγκόπουλα με κρίνα εις το χέρι.
Τους αποδέχτηκαν καλά, με ρόδα και με κρίνα,
’ντρανίζοντας το μπόι του που ήτον σαν ασπίδα.
Απήτις τον εσκίσανε, ήκαμε καερέτι
και το κορμί του ’λάφρωσε και ύγιανε το ντέρτι.
─Γράψε γραφή και πέψε τη εις του Πασά μπαμπά μου,
έκεια που θα με βάλουνε να ’ναι κοντά στσ’ αμπλάς μου.
─Κερήμ μπέη μου, μάθια μου, και κάμε καερέτι,
να γιάνης και να πάμενε πάλι στο βιλαέτι.
Κερήμ μπέη μου, μάθια μου, παρηγοριά, καρδιά σου
να γιάνη και να πάμενε εις του Πασά μπαμπά σου.
─Πώς μου το λες να νταγιαντώ και πώς να νταγιαντήσω.
απού ’ναι ο πόνος μου πολύς, εδά θα ξεψυχήσω.
Και όντες εξεψύχενε στου ντάντα ντου το χέρι,
ετότες ανεζήτηξε τη μάννα του την ξένη.
Και όντες εξεψύχενε στου ντάντα την ποδιά του,
ετότες ενεζήτηξε και τον Πασά μπαμπά του.
Και όντες εξεψύχενε στου ντάντα του τα χέρια
είπε, αδέρφια μου γλυκιά, και ’πόθανα στα ξένα.
Κλαίει τονε κι ο ντάντας του, βγάνει τα δυο του μάθια,
δέρνεται και σκοτώνεται και γίνεται κομμάθια.
Κλαίν’ τονε τα Φραγκόπουλα, άχι την ομορφιά του,
άχι τσ’ αντρειωσύνες του, κρίμας τα γιατρικά του.
Ως ήτο βεζιρόπουλο ήκανε καερέτι,
ως ήτο πασαδόπουλο ήκανε βασιέτι
Τάβλα κασέλα κάμανε και μέσα μολυβένια
και βάλαν τον Κερήμ μπεη, που πόθανε στα ξένα.
Φραγκόπουλα του ακλουθούν και πάνε στο λιμάνι
και τον αποχαιρέτηξαν όλοι μικροί μεγάλοι.
Και στα Χανιά το βγάλανε το θλιβερό φερμάνι,
εκειά που τ’ αναγνώσανε ήτονε στο ντιβάνι.
Εκείνος που τ’ ανέγνωθε ήτονε Μπας Κιατίπης
και τρέχανε τα μάθια ντου σαν το νερό τση βρύσης.
─Άχι και πώς θα του το πω τ’ αφέντη του Πασά μας,
για να του πέσουμε ριτζά να βρίχνεται κοντά μας.
Χασάν Πασάς ως τ’ άκουσε ήπεσε λιγωμένος
και τον εξελιγώνανε τον πολυπρικαμένο.
Βελή Πασάς ως τ’ άκουσε επήγε στο λιμάνι,
πάει να δώση τον μουζδέ, δεν έχει μπλιο τακάτι.
Ο κύρης του ως τ’ άκουσε ήπεσε λιγωμένος
κιατίπηδες θαρούσανε πως ήταν ποθαμένος.
Η μάννα του ως τ’ άκουσε ήπεσε λιγωμένη
και την εξελιγώνανε την πολυπρικαμένη.
Η αδελφή του ως τ’ άκουσε ήκλαιγε σαν κοπέλλι
πως, ο αδερφός μου πόθανε, τον κόσμο μπλιο δε θέλει.
Την Κυριακή την ταχινή ήφταξε το βαπόρι,
κάνουν πως το χαρήκανε μα κείνοι κλαίγαν όλοι.
Ζαμπίτηδες του ακλουθούν και πάνε στο λιμάνι
να βγάλουν τον Κερήμ μπεη με το πολύ αλάι.
─Άχι νεκρό σε φέρανε, αδέρφι μου κοντά μας
και δε θωρείς και δε γροικάς τα παραδέρματά μας.
Άχι νεκρός το πάτησες του Κάστρου το λιμάνι
και δε ρωτάς για τη Βαλδέ τη μάννα σου τι κάνει.
Όντεν εξεκαρφώσανε την τάβλινη κασέλα,
Ρωμιοί και Τούρκοι κλαίγασι εκείνη την ημέρα.
Και όντε τον εβάλανε πάνω στο τενεχίρι,
ήλαμπε το κορμάκι του ως λάμπει το ζαφείρι.
Κι απήτις τον επλύνανε και τον εσαβανώναν
εις το Βεζίρ τον πήγανε και ’κει τον προσκυνούσαν.
Νύχτα και μέρα στα τζαμιά εκάνανε μπαντέτι
πέντε ημέρες βάσταξε ετούτο το αντέτι.
Πέντε ημέρες κάνανε και οι Ρωμιοί ακόμα,
στο μοναστήρι το ντουά ν’ αγιάσ’ αυτό το χώμα.
Την Πέμπτη μέρα Παρασκή εις το Βεζίρι τρέχουν,
μικροί μεγάλοι ακλουθούν τον τζέναζε προστρέχουν.
Εκειά κοντά ακλούθανε και ο Σαΐτ ο Μπέης,
σα πεθερός απού ’τανε, κρυφά, κρυφά τον κλαίει.
Την Κυριακή την ταχινή ήφταξε το καράβι,
Κερήμ μπεης κατέβηκε την Παρασκή στον Άδη.
ﺊ
Η θρηνητική ρίμα του Κερίμ Μπέη είναι ένα γνήσιο τουρκοκρητικό στιχούργημα, αδημοσίευτο στις γνωστές συλλογές δημοτικών τραγουδιών, γραμμένο, ίσως, κατά παραγγελία, σαν ειδησεογραφικό κείμενο, ή κυβερνητικό ανακονωθέν από Ηρακλειώτη ριμαδόρο. Η γλώσσα του ποιήματος, με τις πολλές και αυθεντικές τούρκικες λέξεις επιβεβαιώνει την τουρκοκρητική προέλευση. Το ίδιο πράγμα επιβεβαιώνει και η θεματική του έργου και η αναφορά του σε πρόσωπα και γεγονότα της κρητικής κοινωνίας. Ο Σταυρινίδης, που το πρωτοδημοσίευσε και το σχολίασε, παραθέτει πλήθος ιστορικών στοιχείων, σχετικών με τον θαυμαστό στην τουρκοκρητική κοινότητα Κερίμ Μπέη, έναν από τους πολλούς γιούς του μεγιστάνα της Κρήτης, του Μουσταφά Πασά Γκιριτλή, ο οποίος έμεινε στη διοίκηση της Κρήτη από το 1822 ως το 1851.
Ο Κερίμ πέθανε στο Παρίσι μεταξύ 1846 1851, ύστερα από σοβαρή ασθένεια και νοσηλεία «στη Φραγκιά», όπως αναφέρεται και στους στίχους της ρίμας. Ήταν γιος της πανέμορφης Χριστιανής, Ελένης Βολανοπούλας, της επίσημης και πρώτης κυρίας (Ντουντού Χανούμ), ανάμεσα στις πέντε συζύγους, που είχε στο χαρεμλίκι του ο Μουσταφάς.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Δημοφιλία: 100% (1 ψήφοι) Αναγνώσεις: 3406 Σχόλια: 1 Αφιερώσεις: 0
| | | | | | |
|