Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
131930 Τραγούδια, 269728 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Το Τραούιν του Διγενή      
 
Στίχοι:  
Παραδοσιακό
Μουσική:  
Παραδοσιακό


Ο Χάρος μαύρα σκλαβούνια φόρισεν, μαύρα καβαλλιτζεύκει,

μαύρον σπαθίν εζώστιτζεν, τζιαί πα στο παναύριν.

Στην νάρκαν του παναυρκού ήυρεν τους χαροκόπους,

στην μέσην του παναυρκού ήυρεν τους τρων τζιαί πίννουν.

- Καλώς ήρτεν ο Χάροντας, να φα, να πκιέ μετά μας,

να φάη άγριν του λαού, να φα οφτόν περτίτζιν,

να φα αρκοτζεράμιον που τρων αντρειωμένοι

να πκιή γλυκόποτον κρασίν, που πίννουν φουμισμένοι,

που πίννουσιν οι άρωστοι τζιαί βρέθουνται γιαμμένοι.

- Εν ήρτα εγιώ ο Χάροντας να φα, να πκιώ μετά σας,

μον ήρτα εγιώ ο Χάροντας τον κάλλιον σας να πάρω.

- Τζιαί πκιός ένι ο κάλλιος μας, απού’ ρτες, για να πάρης;

- Τζείνος ο χονρτοδάκτυλος, τζείνος ο ναρκοδόντας,

τζείνον το παλληκάριν σας πόνι στο παναθύριν.

Που του αγροικά ο Διενής, τάραξεν ο θυμός του :

- Για μεν το λέεις Χάροντα, για εμέναν συναφέρνεις;

Κλωτσιάν των τάβλων έδωκεν τζιαί το σπαθίν εζώθη.

Σιερκές, σιερκές επκιάσασιν τζιαί στην παλιώστραν πάσιν,

τζ’ εδώκαν τζ’ επαλιώννασιν τρεις νύκτες, τρεις ημέρες.

Τζει πόπκιανεν ο Χάροντας, τα γαίματα πυτούσαν,

τζει πόπκιανεν ο Διενής, τα κόκκαλα ελυούσαν,

στα τρια τα μερόνυκτα, ο Διενής νικά τον.

Τζ’ αντά `νωσεν ο Χάροντας, πως εν’ να τον νιτζήση

επολοήθην τζ’ είπεν του, του Διενή τζιαί λέει:

- Αλαβροπκιάσμε Διενή, για να σ’ αλαβροπκιάσω,

- Τζιαί χάμνα, χάμνα, Διενή, για να μεταπκιαστούμεν.

Τζιαί χάμνησεν ό Διενής, τζιαί σφιχτοπκιάννει ο Χάρος,

μαύρος ατός εγίνητζεν, στους ουρανούς τζ’ εφκέην,

τζ’ άννοιξεν τες αλάτες του, τζιαί τον Θεό δοξάζει :

- Δαξάζω σε κάλε Θεέ, πούσαι στα ψηλωμένα,

καμιά βουλή εν γένεται δίχα σου εσέναν.

- Έλα Θεγέ μου έπαρτον τούτον που μ’ αντιστάθην

αντρειωρκές που του’ δωκες, τζιαί πως να σου τον φέρω;

- Εν τζ’ έπεψα σε Χάροντα, παλλιώματα να κάμεις.

Σγάψε τον με το νύσσιν σου να φκάλεις την ψυσσιήν του.

Τζιαί πκιάσε, πκιάσε Χάροντα τζιαί τούτην την θεότην,

του Διενή την έπαρε τζ’ έρκεται ταπισόν σου.

Τζιαί πκιάννει, πκιάννει ο Χάροντας τζιαί τζείνην την θεότην,

του Διενή την έδειξεν, τζιαί ππέφτει στο κρεβάτιν.

Ο Διενής ψυχομασσιεί σε σίερα παλάθκια,

σε σίερα παπλώματα, σε σίερα κρεβάθκια.

Π’ αππέξω τριγυρκάσαν τον τρακόσσια παλληκάρκα,

θέλουν να μπούσιν να τον δούν τζ’ ακόμ’ ακροφοούνται.

Τζ’ έναν κοντόν, κοντούτσικον, τζιαί χαμηλοβρακάτον,

στέκεται, νεπουγκώνεται, τζιαί μπαίννει τζ’ αρωτά τον :

- Αππεξωθκιόν σου στέκουνται τρακόσσιοι δκυο νομάτοι,

θέλουν να μπούσιν να σε δούν, μ’ ακόμα κροφοούνται!

Που τ’ αγροικά ο Διενής, παίρνει τα τζ’ εσηκώθην.

- Πε τους να μπούσιν να με δουν, πε τους να μεν φοούνται.

Στήννει τους τάβλαν αρκυρήν, καντίλαν τζιαί τζερνά τους.

- Τρώτε τζιαί πίννετ’ άρκοντες τζιαί εγιώ να σας ξηούμαι

Τζιαί πε μας, πε μας, Διενή για τες παλληκαρκές σου,

πάνω στες παιδκιωσύνες σού, τζιαί τες αντρειωρκές σου.

- Έτυχεν να γυρίσετε της Αραπκιάς τους τόπους

πουν το αγκάθθιν πιθαμήν τζιαί το τριόλιν δόλιν;

Κάτω στες άκρες των ακρών, στον ακροκαλαμιώναν,

τζεί μέσα εν που γύριζα, τζιαί νύνταν τζιαί ήμεραν

είχα τζιαί την καλίτσαν μου πίσω μου πας τον μαύρον,

τζιαί εφέγγαν μου τα κάλλη της την νύκταν να γυρίζω

τζιαί πάνω στα γλυκοξήφωτα, που πα να ξημερώση,

ετσά το χάραμαν του φου, το γέννημαν του ήλιου

εσσιάστησαν τ’ αμμάθκια μου έναν μεάλον φίδιν,

τζιαί μια κούφη εφάνητζεν με πέντε τζεφαλάες

εξήντα γύρους έκαμνεν, βτομήτα δκυο καμάρες

τζ’ ακόμα δκυο τζυκλίσματα τον έλενον να φάη.

Με του Θεού την δύναμιν, με του Θεού την χάριν

μπέννω τζιαί σαϊττεύκο την, στην μεσατζήν καμάρα.

Που το φαρμάτζιν της κουφής εδίψασεν ο μαύρος,

τζιαί στον Αφρίτην ποταμόν πάω να τον ποτίσω.

πάω τζ’ ηύρα τον Σαρατζήνον τζ’ εθώρεν τον Αφρίτην

σαν το βουνόν εκάθετουν, σαν τ’ όρος ετζοιμάτουν,

τζιαί πάνω στην ραχούλλαν του σσύλλος λαόν εβούραν,

πάνω στην τζεφαλλούλλαν του περτίτζια κακκαρίζαν,

τζιαί μέσα στα ρουθούνια του αππάρκα ξησταβλίζαν.

Που τον θωρεί ο Διενής, γιόν να τον κροφοήθην,

τζιαί στέκει θκιαλοΐζεται πως να τον σσαιρετίση.

- Ατ ’ ας τον σσαιρετίσωμεν γιον πρέπει, γιον ταιρκάζει.

Τζιαί γεία σου, γεία, Σαρατζηνέ, γλεπάτουρε του τόπου,

νάκκον νέρον ερκάστηκα, τον μαύρον να ποτίσω.

Τούτος νερόν εζήτισεν, τζείνος σπαθίν εταύραν.

Ο Διενής ο γλήορος άρπαξεν το ραφτίν του,

τζιαί μιαν ξυλιάν του έδωκεν, τζιαί μιαν ξυλίαν του βκάλει

τσακκίζει τ’ οκτώ κόκκαλους, τζιαί εξήτα δκυο παίες,

ξέβην ο νάχος της ραβκιάς εξήντα πέντε μίλια.

Άρκοντες εν που τρώασιν, μες του ρηός τα σπίθκια,

τζιαί την ξυλιάν ακούσασιν τζ’ ούλλοι μπρουμουττιστήκαν.

Νάτον τζιαί τον γεροπαππούν που τζει χαμαί τζιαί ρέσσει.

- Τρώτε τζιαί πίννετ’ άρκοντες, τίποτε μεν φοάστε,

τζ’ ένι ξυλιά του Διενή, τζ’ αλί τον που την έφαν,

τζιαί που την έφαν τζ’ έζησεν καλόν το παλλικάριν.

Νάτον τζιαί τον Σαρατζηνόν τζ’ έρκετουν κοντζυστώντα,

τζιαί που τες ποκοντζύστρες του, εσσειούνταν τα παλάθκια.

Τζ’ άρκοντες πού πίννασιν γυρίζουν τζ’ αρωτούν τον:

- Τζιαί πε μας, πε Σαρατζηνέ ίντα το τζετρισμά σου;

- Σαράντα γρόνους έγλεπα τον ποταμόν Αφρίτην,

μήτε πουλλίν εθκιάλλασσεν, μ’ άθρωπος επέρναν,

τζ’ ένας νερόν μού ζήτησεν τζιαί εγιώ νερόν εταύρουν,

τζοίνος απού’ τον γλήορος, άρπαξεν το ραφτίν του

τζιαί μιαν ξυλιάν μου έδωκεν, τζιαί μιαν ξυλιάν μου βκάλλει

τσακκίζει μ’ οκτώ κόκκαλους τζ’ εξήντα δκυο παίες,

σηκούτε την κουτάλαν μου να δήτε την ραφκιάν μου.

Σηκώσαν την κουτάλαν του, τζ’ εφάνην το βλαντζίν του,

τζιαί που τον πόνον τον πολλήν εβκέην η ψυσσιή του.

Τζιαί πολοάτ’ ό Διενής τους κάλλους του τζιαί λέει:

- Ελάτε ώδε που γυρόν, να ποσσαιρετιστούμεν

τζ’ ήρτεν ο Χάροντας τωρά τζιαί την ψυσσιήν μου θέλει.

Τζιαί πήασιν οι κάλλοι του να τον ποσσαιρετίσουν

τζ’ έσφιζεν τους στην αγγάλιν του τζιαί εξέβην η ψυσσιή του.

Δοξάζωσε καλέ Θεέ που’ σαι στα ψηλωμένα,

οπού γινώσσιης τα κρύφα τζιαί τα φανερωμένα,

που πίσω παν τα ζωντανά, τζ’ ομπρός τα πεθαμμένα!

Ζωήν τζιαί γρόνους να’ χουσιν όσοι τ’ αγροικούσιν,

τζ’ αν εν η γνώμη τους καλή, πρέπει να μας τζερνούσιν.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 778
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   NOCTOC @ 27-11-2016


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο