Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
131930 Τραγούδια, 269728 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Το γαμήλιο Τραγούδι της Κύπρου      
 
Στίχοι:  
Παραδοσιακό
Μουσική:  
Παραδοσιακό


Ο ρήας της ανατολής τζι ο βασιλίας της δύσις,
συββούλιον εκάμασιν ν’ αρμάσουν τα παιδκιά τους
βάλλει ο ρήας το παιίν τζι ο βασιλίας την κόρην.
Τζι η πεθθερά του μήνυσεν μ’ έναν πουλίν ξεφτέριν,
αν θέλη τζι έννα παντρευτή, κάλλιον τζαιρόν εν θέλει.
Καβαλλικά του αππαρκού, στην πεθθεράν του πάει,
τραβά τ’ αππάριν του, ππηά, ευτύς καβαλλιτζεύκει
ότι τζι επεριξέβηκεν, πάει καμπόσον τόπον,
άστραψεν η ανατολή τζι εβρόντησεν η δύσι
τζι εχαμηλοπουμπούρισεν η Πέτρα του Λιμνίτη
τζι έκαμεν σσιόνιν περισσόν, εις ελιτζιάν τ’ αππάρου
τ’ αππάριν αρκοπούλαρον ήτουν τζιαί παιγνιδάτον,
τζι επαιγνιδεύτικεν πολλά τζι εξήχασεν την στράταν,
τζι έπκιασεν τζείνον το στρατίν, τζείνον το μονοπάτιν,
το μονοπάτιν βκέλλει τον στου δράκοντα τον σπήλιον
που τον θωρεί ο δράκοντας, που την χαράν του πέταν
τζιαί πολοάτ’ ο δράκοντας του νιόγαμπρου τζιαί λέει:
- Καλώς μου’ ρτεν το μπούκκωμαν, καλώς μου’ ρτεν το γιόμαν
μπούκκωμαν ρώω τον άθθρωπον, το γιόμαν τ’ αλοόν του,
τζιαί με τες κοκκαλίστρες του φτάννουν με να δειπνήσω.
Τζιαί πολοάτ’ ο νιόγαμπρος του δράκοντα τζιαί λέει:
- Άφησμε, δράκοντα, άφησμε, να πάω να μ’ αρμάσουν,
εις τες εννιά του γάμου μου, μα να ’ ρτω να με φάης.
Τζιαί πολοάτ’ ο δράκοντας του νιόγαμπρου τζιαί λέει:
- Αν δε μου βάλης μάρτυρες, πούποτε εν πααίννεις.
Βάλλει την γήν με τα βουνά, που γέρναν τζι εχαλούσαν,
βάλλει την γήν με τα δεντρά, που γέρναν τζι ετσακρούσαν.
- Μα τ’ άστρη, μα τον ουρανόν, μα το χρυσόν φεγγάριν,
μα το σπαθίν που ζωννουμαι, μα να ’ ρτω να με φάης.
Φτερνιστηρκάν τ’ αππάρου του, στην πεθθεράν του πάει.
Εφέρασιν τζιαί τα βκιολιά τζι αρκεύτηκεν ο γάμος.
Επκίασαν τζι εκαλέσασιν ούλλον τ’ αρκοντολόιν,
επκιάσαν τζι εκαλέσασιν ούλλον το φτωχολόιν,
τζιαί καλοήρους εν καλιούν γιατ’ ένι ρασοφόροι
τζι έναν φτωχόν καλοηρίν καλέστην μανιχόν του.
Την τάβλαν εν που στρώσασιν, για να μεσομερκάσουν,
στην μέσην τόπον εν είσσεν, στην άκραν τον καθίσκουν.
Ούλλοι τρωσίν τζιαί πίννουσιν, τζι ο νιός ανακαλιέτουν.
Πάνω στα φας, πάνω στο πκιείν, είπασιν να χαρίσουν
χαρίζ’ ο ένας εκατόν, άλλος απού δκιακόσσια,
ο τρίτος ο καλλύτερος σσίλια τζιαί πεντακόσσια,
τζι ήρτεν τζιαί του καλοηρκού σειρά, για να χαρίση
πολοηθήκαν τζι είπαν του τζιαί λέουν τζιαί λαλούν του:
- Εσού, φτωχόν καλοηρίν, ίντα’ σσεις να χαρίσης;
Επολοήθην τζι είπεν τους τζιαί λέει τζαί λαλεί τους:
- Εγιώ, φτωχόν κολοηρίν, ίντα’ χω να χαρίσω!
Χαρίζω ’ γιώ της νιόνυφφης εννιά πύρκους λουβάριν
τζιαί δεκαπέντε ξυλαλάν, τζι εννιά μαρκαριτάριν,
χαρίζω τζιαί του νιόγαμπρου εννιά πύρκους σιτάριν
ιτσά στο σσειλοπόταμον έχω τζι έναν μυλάριν,
χαρίζω το του νιόγαμπρου, ν’ αλέθη το σιτάριν
που πανωθκιόν του μυλαρκού έχω τζιαί το λιοχώριν,
που πανωθκιόν του λιοχωρκού έχω τζιαί το κοπάιν,
που πανωθκιόν του κοπαδκιού έχω τον μελισσιώναν
άμμα τον λείψη το νερόν, γυρίζει με το λάδιν,
άμμα τον λείψη ο λαδάς, γυρίζει με το γάλαν,
άμμα τον λείψη ο γαλατάς, γυρίζει με το μέλιν.
Πκιάννουσιν το καλοηρίν, βάλλουν το στο ζοντάνιν,
κάμνει τρία μερόνυκτα, χωρίς ψουμίν να φάη,
βκάλλουσιν το καλοηρίν, πάλε ξαναρωτούν το.
- Εγιώ το είπουν, είπουν το, τζιαί το λαλώ, λαλώ το.
Πολοηθήκαν τζι είπαν του, τζιαί λέουν τζιαί λαλούν του:
-Τούτος εν τζι’ έν καλόηρος `πο τζείνους που λαλούσιν,
εν ο Δεσπότης ο Χριστός, απού δοξολοούσιν!
Χρυσαετός τζιαί πέρτικα μέσα στο σπίτιν παίζουν,
έτσι σγοιόν παιγνιδεύκουντων, εχάθην το φτερόν τους.
- Πκοιός έσσει ασήμιν άδολον, χρυσάφιν κλωστροφίνον,
τζιαί μάστρον απού την Φραντζιάν, να γιάνη το φτερόν τους;
Τζιαί πολοάτ’ η νιόνυφφη απού το παραθύριν
τζι ελάμναν τα σσειλούδκια της, γοιόν λάμνει το σκαρτίλιν.
- Εγιώ’ χ’ ασήμιν άδολον, χρυσάφιν κλωστροφίνον,
τζιαί μάστρον απού την Φραντζιάν, να γιάνη το φτερόν τους.
Εις τες εννιά του γάμου τους την νύφφην ποτζοιμίζει.
Τραβά τ’ αππάριν νιόγαμπρος, ππηά, καβαλλιτζεύκει
ότι τζι επεριξέβηκεν τζιαί πα καμπόσον τόπον,
εξύπνησεν η νιόνυφφη, κοντά της εν τον βρήσκει,
τζιαί βάλλει μιαν φωνήν μιτζιάν, όσην τζι αν εδυνάστην,
τζι ο ουρανός εσσίστηκεν τζι ο ουρανός μοιράστην.
- Όπου τζι αν πας αφέντη μου, καρτέρα με τζι εμέναν.
Στήννει τ’ αππάριν νιόγαμπρος, πίσω του την καθίσκει
επκιάσαν τζείνον το στρατίν, τζείνον το μονοπάτιν,
το μονοπάτιν βκάλλει τους στου δράκοντα τον σπήλιον
που τους θωρεί ο δράκοντας, κρυφές χαρές του ήρταν,
τζιαί πολοήθην τζι είπεν τους, τζιαί λέει τζιαί λαλεί τους:
- Μπούκκωμαν τρώ’ αθθρωπον, το γιόμαν την κοπέλλαν,
τζι άππαρος απού σας κρατεί, κανεί με πόψε δείπνον.
Τζιαί πολοάτ’ η νιόνυφφη του δράκοντα τζιαί λεεί:
- Μκούκκωμαν τρώς χαλιναρκάν, το γιόμαν αλυσίδιν,
τζι άππαρος που μας κρατεί, τίποτες εν φοάται
τζιαί αν ηστράψω καύκω σε, τζι αν ηβροντήσω λειό σε,
τον σπήλιον απού κάθεσαι, χαλώ τον τζιαί τσυλλώ σε!
Τζι απού τ’ ακούει δράκοντας, κάτι πολλά φοήθην
τζιαί πολοάτ’ ο δράκοντας της νιόνυφφης τζιαί λέει:
-Τζιαί κόρη πκοιά είσαι εσύ τζιαί το δικόν σου ταίριν;
Εγιώ ’ μαι της ’ στραπής παιίν τζιαί της βροντής αγγόνιν,
της χαμηλοπουμπούρισης δισάγγονον
τζιαί της πουμπουρκάς τρισάγγονον.
Τζιαί πολοάτ’ ο δράκοντας της νιόνυφφης τζιαί λέει:
- Άμε, κορή, εις στο καλόν με το δικόν σου ταίριν.
Τωρά πρεπεί του νιόγαμπρου η πόρτα να τ’ αννοίξη.
- Άννοιξε νιογαμπρ’ άννοιξε, τζι ήρταν οι καλεσμένοι
κουμπάροι τζιαί κουμέρες σου, κανίσσια φορτωμένοι,
ήρταν τζιαί ούλλοι χωρκανοί, στην πείναν εν χωσμένοι
Μέστ’ την αυλήν του νίογαμπρου πετούσιν τα σκαρτίλια,
πρέπει τζιαί τους βκιολάρηες ολόχρυσα μαντήλια,
αν μεν ενί που τα χρυσά, ας ένι μεταξένα,
τζιαί νά’ χουν εις την άκραν τους τρία χρυσά δημμένα
τζιαί να'ν’ που τα βενέτικα τζιαί να'ν’ τζιαί τρυπημένα.
Αν δεν εν τζιαί μεταξωτά, ας εν τζιαί κανναβίτσα
όσον τζιαί να σφοντζίζουνται στα σσείλη τον ιδρώταν.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 574
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   NOCTOC @ 27-11-2016


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο