Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
131961 Τραγούδια, 269739 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Αριστέα και Μαϊμού      
 
Στίχοι:  
Κώστας Βάρναλης
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Η ΑΡΙΣΤΕΑ
Δυο στηθολέιμονα ζεστά
κορφώνουν ίσα και μπροστά
για μένα και για τον καθένα.
Αν μου τ’ αγγίξουν έτσι δα,

η μέσα πλάση μου πηδά,
η μέσα λάσπη μου παρθένα.
Μερί και γάμπα μου χυτά
σε μάτια ορθάνοιχτα μπροστά
άξαφνο θάμπωμα τα γδύνω

κι ολώνε κόβεται η μιλιά,
μα τραγουδάνε τα πουλιά,
όντας τα δείχνω και τα δίνω.
Τ’ αφάλι ετούτο σε κοιλιά
πολλά κρουστή (με την ελιά

μισοκρυμμένη εδώ στο πλάγι
μέσα σε κλείδωση βαθιά,
κανάλι ερώτων και φωτιά)
σα μάτι στέκει και φυλάγει.
Κι αυτός ο σκοτεινός ανθός,

ο σκοτεινότερος βυθός
σ’ όλα τα σκότη και τα βάθη,
ωσάν το θάνατο χτυπά
όποιονε θέλει κι αγαπά
κοντά πολύ ναν τονε μάθει.

Ήταν η πρώτη μου φορά
κι ήταν η πρώτη μου χαρά —
τα κλάματά μου έχουν στεγνώσει...
Τώρα πια δέσανε οι ανθοί
κι είναι γλυκότερ’ οι βυθοί,
πιότερ’ η τέχνη μου κι η γνώση.

(Πέφτει σε συλλογή. Ύστερα ξαφνικά πετιέται απάνου κι αρχίζει να χορεύει).

Καθώς χτυπώ τα παλαμάκια
και συχνοκρούω τα πασουμάκια,
ξοπίσου το κεφάλι γέρνω
και τα μαλλιά μου έχουν θυμώσει

κι έχουν τη φτέρνα μου ανταμώσει —
σα φλόγα στο χαλί τα σέρνω.
Και τα ματάκια μου τα δυο
της μαργιολιάς και τω χαδιώ,
απ’ την αγρύπνια γυαλωμένα,

βαριά μολύβι μού σφαλνούν
και με πονάνε, με πονούν —
αχ! μάτια, δύναμή μου, εμένα!
Και νά τα γέλια μου σπαθί
κι ο λαβωμένος τα ποθεί

ναν τονε σφάζουν ώς τα κόκαλα
στα βάθη του τα σκοτεινά
τα γέλια αυτά μου τα βραχνά
λαμποκοπούν αγνά και λιόκαλλα!
Απ’ την αφράτη μου κοιλιά

περνάν αμάξια με βιολιά,
προσκυνητάδες καραβάνια
κι όσο να πέφτω, να γερνώ,
τόσο καλύτερη ξυπνώ
σε νιάτα και σε περηφάνια.

(Η Αριστέα σταματάει το χορό της και στρογγυλοκάθεται χάμου λαχανιάζοντας.
Άξαφνα παρουσιάζεται μπροστά της κωλοπηδώντας μια μαϊμού. Φοράει κίτρινη σκουφίτσα, γαλάζιο μπασμαδένιο φουστανάκι — κι ας είναι σερνική.
Στο `να χέρι βαστάει μια χάρτινη ομπρελίτσα και στ’ άλλο ένα στρογγυλό καθρεφτάκι της δεκάρας.
Από τη μέση της σούρνεται μια σιδερένια αλυσιδίτσα.
Αφού κοιτάξει κάμποση ώρα σαστισμένα τη γυμνή Αριστέα αρχίζει να κάνει λογής λογής κωμικές γκριμάτσες, σα να δάγκωσε λεμόνι).

Η ΜΑΪΜΟΥ
(προσκυνώντας)
Μάρκο με λένε, Μάρκος είμαι,
ρώτα, σα θες, και τον παπά
και σαν εμέ, το λυγιστή με,
δε βρίσκετ’ άλλος εδεπά.
(κοιτάζεται μέσα στο καθρεφτάκι της)
Στο καθρεφτάκι μου καλούδα,

μαύρη μου, φαίνεσαι, μουσούδα.
Με μια δεκάρα μοναχή
γίνεται λεύτερ’ η ψυχή.
Χρυσή κορόνα στο κεφάλι,
και κόκκινη στον πισινό,

πράσινη ομπρέλα στη μασχάλη,
Αφέντρα μου σε προσκυνώ.
Κάνω μια τούμπα και τσιρίζω
μες στον αγέρ’ αγερικό,
πηδώ, σκαλώνω, τριγυρίζω –

παντού μυρίζω θηλυκό.
Κάθε στιγμή, κάθε λεφτό
την αλυσίδα μου δαγκάνω.
Λίγη Κατίγκω, δε βαστώ,
γιατί πολύ κακό θα κάνω!

Η ΑΡΙΣΤΕΑ
Καλό μου συ, που να σε πιω
μέσα στις φούχτες μου τις δυο
σαν πετιμέζι και σιρόπι.
Στην αγκαλιά μου τη ζεστή
στερνό να σ’ έσφιγγα εραστή —
σιχάθηκα ούλοι τις ανθρώποι!

Η ΜΑΪΜΟΥ
Από τον άσπρο σου λαιμό
με την ουρά μου πολεμώ
να κρεμαστώ και να τανύσω
τη ρίζα σου να χουχουνίσω.

(Κοιτάζονται κι οι δυο τους στα μάτια, χωρίς να σαλεύουν.
Λίγο λίγο φεύγει ο τόπος κι ο χρόνος κι η Αριστέα χάνει την ανθρώπινη μορφή της. Εξαϋλώνεται. Γίνεται Σύμβολο κι Ιδέα. Έτσι θα εξαϋλωθεί τρεις φορές.
Ολόγυρά της ανοίγεται σα βεντάλια ένα φως χρυσογάλαζο. Πνέματα φτερωτά, ζωσμένα με τριαντάφυλλα, πετούνε, τραγουδούνε και παίζουνε μαντολίνα, άρπες και φλάουτα).

ΠΡΩΤΗ ΕΞΑΫΛΩΣΗ
(με το χέρι στο στήθος)
Η Πολιτεία των αφεντάδων,
το Δίκιο των αδικητάδων!
Έχω τον πόλεμο θεμέλιο
και δύναμή μου την κλεψά.
Έχω το ψέμα για βαγγέλιο

κι όποιος το πίνει πιο διψά.
Ανήξερο κι αθώο, πριχού
ν’ ανοίξεις, μάτι του φτωχού,
ξέρω το φως σου ναν το πάρω
κι είτε πονάς είτε πεινάς,

σε κάνω και με προσκυνάς
σωτήρα εμένα και το Χάρο.
Τα θύματά μου αραδιαστά
στο Μακελειό τραβώ μπροστά,
μπροστά ζουρνάδες και μπαϊράκια,

στα κούτελά τους θα χαρείς
άνθη, κορδέλες και βαράκια —
σάμπως αρνάκια της Λαμπρής.
Μα νά! οι εμπόροι της Σφαγής
μένουνε πίσω μου κρυμμένοι.

Δικά τους θάλασσα και γης,
δικοί τους όλ’ οι σκοτωμένοι.
Και τους παχαίνω με καλό
μια πιθαμή τον αφαλό.
Η πρώτη εγώ, στα τελευταία,

είμαι δικιά τους Αριστέα
κι αυτοί `ναι η γνώμη μου κι ο νους!
Εγώ πλερώνω τις χαρές τους
κι όσα βουτάω από τους ρέστους
όλα τα δίνω σ’ αυτουνούς.

Η ΜΑΪΜΟΥ
Εσένα θέλω κι αγαπώ.
Γιά ιδές με πώς φτερνοκοπώ!
Στο γόνα σου να γείρω αγάλι
να σου ψειρίσω τη μασκάλη.
Για σένα γω, για σένα γω

τρέχω στη μάχη να σφαγώ...
Μα όντας το κάλλιο σου παιδί
σε γνώση, πονηριά κι ειδή
(έχω σαγόνια πιο γερά
κι έχω μακρύτερην ουρά)

δίκιο δεν είναι να σφαγώ!
μα να με κάνεις αρχηγό!
Και σα γεμίσουν όλ’ οι τόποι
τάφους ηρώων, θεϊκές τιμές,
και λιγοστέψουνε οι ανθρώποι,
θε να περσέψουν οι μαϊμές.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΞΑΫΛΩΣΗ
(άλλη μορφή, άλλη φωνή)
Μες στα χρυσάφια καμαρώνω
και σε θυμιάματα καπνό.
Είμαι η Θρησκεία που φανερώνω
τη θέληση των ουρανώ

και σβήνω κάθε πεθυμιά
για τον απάνου το ντουνιά.
Με κάθε τρόπο πίσημο κι αργό
τους μακελάρηδες βλογώ
και που το θάνατο αρνηθεί

και δικαιοσύνη τάχα θέλει,
ρίχνω σε τάρταρο βαθύ
δίχως αρχή και δίχως τέλη.

Η ΜΑΪΜΟΥ
Οπού το σώμα του ξεχνά
μάιδε διψά, μάιδε πεινά
και λεύτερα ψηλώνει ο νους,
ψηλότερ’ απ’ τους ουρανούς.
Και γλέπει οράματα μεγάλα,
μεγάλα οράματα σωμού,
σε κάθε σύννεφο καβάλα

και μιαν αθάνατη μαϊμού.
Ανοίχτε δρόμο να περάσω,
νά με κι εγώ ντυμένη ράσο.
Τ’ αφάλι μου σταυροκοπώ
το λιβανίζω, τ’ αγαπώ.

ΤΡΙΤΗ ΕΞΑΫΛΩΣΗ
(άλλη μορφή, άλλη φωνή)
Εγώ `μαι η Τέχνη, που νικώ
την ύλη με το ιδανικό.
Αφού ξεσκίστηκα βαθιά
κι αφού ξεσκίστηκα παντού,
ναζάρα και καμωματού

θα κάνω το κορίτσι πια.
Εγώ `μαι η Τέχνη των Τεχνώ,
(Θεός και Πατρίδα το ψαχνό!)
που τραγουδάω και διαφεντεύω
κάθετι σάπιο και που ζέχνει,

χωρίς καθόλου να πιστεύω,
γι’ αυτό `μαι των Τεχνών η Τέχνη!
Αριστοκράτισσα ζωή,
των υπερκόσμιων ακοή,
αιώνια, απόλυτη, σπουδαία.

Ψυχή δεν έχω και ζητώ
σε κάθε τάφον ανοιχτό
καμιά σκουληκιασμέν’ ιδέα.
Είμαι του Πνέματος ιέρεια
με πνέμ’ ακάθαρτο και χέρια,

λόγια μεγάλα και παχιά.
Στα σύννεφα σε μετωρίζω
κι αεροβασίλεια σού χαρίζω,
λαέ, δεμένε με τριχιά.
Με τη Θρησκεία και την Πατρίδα

την ίδια απλώνουμεν αρίδα,
τον ίδιον έχουμε σκοπό.
Κερνούμε το λαό χασίσι,
όνειρα, ψέματα και μίση —
δε ντρέπονται για να ντραπώ.

Η ΜΑΪΜΟΥ
(λιγωμένη)
Να σε κοιτώ και να σ’ ακώ,
τρέχει το σάλιο μου γλυκό.
Μα τώρα πιο πολύ μ’ αρέσεις
με τα κουνήματα της μέσης.
Όλη τσιτσίδι, πίσω μπρος,

κάνεις ανείπωτα τσαλίμια.
Ποτές δεν είχεν ο χορός
έτσι ταιριάξει με τη γύμνια.
Με το μελάνι μου, σουπιά,
θολώνω τα νερά και κόβω.
Έχω για σένα αδιαντροπιά,
για την αλήθεια οργή και φόβο.

Η ΑΡΙΣΤΕΑ
(Και με τις τρεις μορφές της μαζί. Τρισυπόστατη)
Καλά να ζεις, καλά να ζω
μια θέισσα αντάμα μ’ ένα ζο.
Στην Κιβωτό του Μυστηρίου

μαζί με σένα να κλειστώ,
μέσα στην άγια Κιβωτό
της Πολιτείας και του Κυρίου.

Η ΜΑΪΜΟΥ
(κι αυτή τρισυπόστατη)
Για σένα ντύθηκα φουστάνι,
κάνω ό,τι θες, μονάχα φτάνει
να `χω ταγίνι ταχτικό,
να με φυλάς κι από κακό.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 1811
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 02-09-2017


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο