| Ανάμεσα ουρανού και γης, δεν υπάρχει μέρος να καταφύγω.
Πλάι στα δροσερά ποτάμια, στις γαλάζιες λίμνες, στα ζωντανά ρυάκια,
σκύβω και φεύγω άπραγα, με φλογισμένο στόμα.
Ανάμεσα σε ανθρώπους και θεούς, δεν υπάρχει κανείς για να μ' ακούσει.
Πέρα από τα πράσινα βουνά των ψευδαισθήσεων,
στα ξέφωτα που ανοίγονται, ζουν οι τρελαμένοι συνεργάτες μου,
παρέα με τα διάφανα φαντάσματα των προσδοκιών.
"...Θα 'ρθω μια μέρα, σαν πρώτα και πάλι,
φιλιά να μου δώσεις και χάδια μελένια,
θα γείρεις στο στέρνο μου το ωραίο κεφάλι,
θα πιω τη δροσιά από πηγή κρυσταλλένια...
...Θα είμαι ο βασιλιάς και θα ' σαι το στέμμα μου,
υπήκοους θα 'χουμε τα γλυκόλαλα αηδόνια,
στην πλάνα μου αλήθεια, το έντιμο ψέμα μου,
να μου λες να σου λέω, πως θα ζήσουμε αιώνια..."
Φτωχέ μου τροβαδούρε, γκριζομάλλης πια και με τριμένο ρούχο,
ακόμη τραγουδάς για την ανάλγητη αγάπη σου, ακόμη φλέγεσαι.
Σ' ακολουθώ πιστά, σε υπακούω και σε προσέχω,
δυο λόγια αγάπης, δυο ψίχουλα να μου χαλάλιζες,
ένα μονάχα βλέμμα σου είναι αρκετό, ότι κατανοείς τα βάσανά μου.
Τρέχω ξοπίσω σου, χαμίνι κι αλάνι, χειμώνας καιρός,
στα ξυπόλητα βήματα επιστρέφει η παγωνιά της γης,
παγώνω, φοβάμαι, πεινάω, υποφέρω ανώφελα.
Δεν γυρνάς να με δεις, είμαι τόσο κοντά σου που με σπρώχνεις.
Δεν ζητάς την αγάπη μου, είσαι θεός - τεχνίτης,
που θέλει άλλη αγάπη να κανακέψει.
Κι εγώ κρατώ τα λόγια σου, κι εγώ προσεύχομαι για σένα,
αχ! και να μίλαγες για μένα, αχ! και να αγαπούσες έτσι εμένα!
"...Τραγουδώ και απεύχομαι της καλής μου τον πόνο,
εγώ να πονέσω να μην κλάψει εκείνη,
να ξεσπάσουν τα κύματα, στο κορμί μου και μόνο
ταξιδεύει η αγάπη μου, να έχει γαλήνη...
...Τα διαμάντινα αστέρια θα απλώσω στα στρώματα,
να κοιμήσεις καρδιά μου, το χρυσαφένιο κορμί σου,
απ' το στερέωμα σου 'φερα συννεφένια παπλώματα,
ονειρέψου πως ήρθε η ομορφιά στην ψυχή σου..."
Σε ακούω και σηκώνω δειλά το κεφάλι, δεν υπάρχω για σένα,
τροβαδούρε της νιότης μου, που την πήρες μαζί σου,
στα χρόνια που πέρασαν σε υπηρέτησα πιστά, ακόμη το κάνω.
Ακόμη βρέχει, δεν φεύγει ο χειμώνας, σε κοιτώ που λυγίζεις,
ψάχνεις για απάγγιο, κανείς δεν σου δίνει.
Γερνάς και κρυώνεις, γελάς μα πονάς, λαβωμένα τα χέρια μου που σε κρατούν.
Ακόμη και τώρα, στο τέλος του δρόμου, ικετεύω ένα βλέμμα
να μου πει πως υπάρχω, το δικό σου το βλέμμα, αλλιώς να μην βλέπω.
Αλητάκι των δρόμων αυτών που περπάτησες, τους γύρισα όλους
για να είμαι κοντά σου, τους βάδισα πονώντας για μια αγκαλιά.
Ξεψυχάς μες στα χέρια μου χωρίς να μ' αγαπήσεις,
χωρίς να μου δώσεις ελάχιστη αξία,
ξεψυχάς με ένα όνομα που δεν είναι δικό μου.
Τα υπάρχοντά σου θα πάρει ένα γήινο φάντασμα,
κι ο φτωχός υπηρέτης σου, ούτε μια στάλα αλήθειας.
Ανάμεσα ψυχής και σώματος, δεν υπάρχει καμιά γαλήνη.
Πλάι στην πηγή της νιότης, στο δέντρο της ζωής, στον κήπο της Εδέμ,
ξαποσταίνω ανώφελα πριν με διώξουν οι φύλακες.
Ανάμεσα σε αγγέλους και δαίμονες, δεν αξίζει κανείς να προσκυνήσω.
Τι κακό μεγάλο το τέκνο του νου και της αγάπης, να αδιαφορεί και να τρελαίνεται!
Τι παράξενο πράγμα το φως του αυγερινού να φωτίζει στην κόλαση!
Μα είναι τόσο ανέλπιδη της γνώσης η ανάγκη?
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 2
| | | | | | |
|