| Δεν ξέρω
από που ήρθε,
η ρόδινη
βροχή,
από που
αυτός ο απαλός
άνεμος,
ποιανού
τα λεπτά
χέρια
με κράτησαν,
πέρ’ από μίση,
έχθρες,
δειλία,
πανικό.
Δεν ξέρω
πως ξημέρωσε,
σ’ αυτό το ανήλιαγο,
θλιμμένο
μονοπάτι,
σε ποιον χρωστώ
την χάρη,
σε δαίμονα ή Θεό.
Όμως ξέρω πως,
τα χείλη μου,
δεν είναι πια
ξερά,
τα χείλη σου,
δεν είναι πια ξερά
- κι αν αυτό
δεν είναι τίποτα,
θα ζήσω
[όσο ζούμε,
όπως ζούμε]
για να θυμάμαι,
πως αυτό,
βεβαίως,
ήταν κάτι.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|