| Γιορτάσι, γνήσια, ταιριαστό, μ' αυτή την περασάδα,
ο ήλιος οπού στέκεται, κι η νύχτα αρχοντέβει,
μια μέρα που το καρτερεί, να βρει ξανά τα γράδα,
αργόχλωμη, μ' υπομονή μινούτα να θηρέβει.
Ο ήλιος οπού στέκεται, κι η νύχτα αρχοντέβει
σ’ όλους τους τόπους στανικά, κι η αχτιδιά στη ράδα,
αργόχλωμη, μ' υπομονή μινούτα να θηρέβει,
να φτάσει ώρα, έφκεται, να γίνει μια λιακάδα.
Σ’ όλους τους τόπους στανικά, κι η αχτιδιά στη ράδα,
και κάθε γένος και φυλή, όπου και να πιστέβει,
να φτάσει ώρα έφκεται, να γίνει μια λιακάδα,
μες στις καρδιές, η παντοχή, το δείλος που στενέβει.
Και κάθε γένος και φυλή, όπου και να πιστέβει,
στη μέρα τούτη ακουμπά, τις άλλες με στρυφνάδα,
μες στις καρδιές, η παντοχή, το δείλος που στενεύει,
τις ξαποστέλνει βιαστικά, στης θύμησης σκαρτάδα.
Στη μέρα τούτη ακουμπά, τις άλλες με στρυφνάδα,
σαν να μην έχουν τίποτις, που την καρδιά γητέβει,
τις ξαποστέλνει βιαστικά, στης θύμησης σκαρτάδα,
για να αρμέξει απ’ αυτή, το που ψυχή γιατρέβει.
Σαν να μην έχουν τίποτις, που την καρδιά γητεύει,
ούτε την υποψία, καν, για του σωσμού γλυκάδα,
για να αρμέξει απ’ αυτή, το που ψυχή γιατρέβει,
αιώνιο φως του πιστεμού, της ζήσης που ‘ν’ σπολάδα…
Ούτε την υποψία, καν, για του σωσμού γλυκάδα…
Μονάχα, κάποιος γιος θεού, σύμπαθου, π’ ανθρωπέβει,
αιώνιο φως του πιστεμού, της ζήσης που ‘ν’ σπολάδα,
σπίθα φυτέβει μέσα τους, λύτρωσης, να μελέβει…
Μονάχα, κάποιος γιος θεού, σύμπαθου, π’ ανθρωπέβει,
μια μέρα που το καρτερεί, να βρει ξανά τα γράδα,
σπίθα φυτέβει μέσα τους, λύτρωσης, να μελέβει.
Γιορτάσι, γνήσια, ταιριαστό, μ’ αυτή την περασάδα…
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|