Σκουπίδια πεταμένα στης ψυχής την πύλη...
τα σώριασαν κι έφυγαν να λημεριάσουν στον απόηχο
της ξελογιάστρας νύχτας.
θωρώ σ' ένα κενό τον κλέφτη του ονείρου
που σαν σκιά νωθρά με κυνηγά, να γαντζωθεί απάνω.
Μαύρες σακούλες ριγμένες, γεμάτες από αγάπες κατεδαφισμένες,
αναμνήσεις σαπισμένες,
... κουλουριάστηκαν στην άκρη ενός γκρεμνού μισόγυμνου
και ατάραχου, σαν τα πλήθη που νωχελικά έσπευσαν να στήσουν χορό
στα μαύρα σοκάκια του κατάφωτου βίου.