Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
131918 Τραγούδια, 269727 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Διαμάντια στο Λευκό Παρεκκλήσι (μέρος 2ο)
 
Η νύχτα είχε ήδη πέσει όταν έφτασε στη γωνία που είχε δώσει την κρίσιμη γι’ αυτόν συνάντηση. Τα φώτα στο δρόμο δεν ήταν πολλά, αρκετά όμως ώστε να μπορεί να διακρίνει καθαρά την εκκλησία της Παναγίας με το χαρακτηριστικό κωνικό καμπαναριό της, ενοριακός ναός του Γουαϊτσάπελ από τον 14ο αιώνα. Λίγο παρακάτω ένα ακόμα παλιό πέτρινο κτήριο με κάποια περισσότερα φώτα από τα υπόλοιπα ήταν το Βασιλικό νοσοκομείο του Λονδίνου. Κατάλαβε ότι ο τόπος της συνάντησης ήταν ιδανικός. Δεν υπήρχε κίνδυνος να τους δει κάποιος που ο Σάμιουελ Τζόρνταν δε θα ήθελε, αφού ήταν πολύ μακριά από τα μέρη που σύχναζε ο ίδιος. Εξ’ άλλου στο Γουαϊτσάπελ ο καθένας κοιτάει τη δουλειά του και δε δίνει σημασία για το τι συμβαίνει γύρω του. Έτσι ακριβώς συμπεριφέρονταν και όσοι είχε συναντήσει στο δρόμο. Απλώς αδιαφορούσαν για την παρουσία του. Παράλληλα ο δρόμος ήταν αρκετά φαρδύς και αυτό σε συνδυασμό με τον επαρκή φωτισμό, έκανε το Σάμιουελ Τζόρνταν να ηρεμήσει. Το μόνο που τον ενοχλούσε ήταν η ομίχλη που όσο πήγαινε γινόταν όλο και πιο πυκνή.
Έκανε μια βόλτα, περπατώντας πάνω στην οδό Γουαϊτσάπελ και έφτασε μέχρι τον περίβολο της εκκλησίας. Ήταν νεόχτιστη καθώς ο παλιός ναός είχε καταστραφεί πριν από λίγα χρόνια από μια πυρκαγιά. Εκείνος ο παλιός ναός ήταν που είχε για προπύργιο η «Χριστιανική Ιεραποστολή», για την οποία εργαζόταν η γυναίκα του. Σίγουρα η Άναμπελ είχε έρθει εδώ πολλές φορές, ωστόσο για τον Σάμιουελ ήταν η πρώτη. Ένιωσε μια πίκρα να τον κυριεύει. Μια πίκρα που δεν μπορούσε ακριβώς να την εξηγήσει. Την ίδια πίκρα που ένιωσε όταν έλαβε το γράμμα που υποδείκνυε ως τόπο συνάντησης το δρόμο από τον οποίο η γυναίκα του είχε περάσει τόσες και τόσες φορές, αλλά αυτός ο ίδιος ποτέ. Ένιωθε σα να είχε προδώσει τη γυναίκα του ή σα να μην είχε σταθεί δίπλα της αρκετά σθεναρά. Η αλήθεια είναι ότι ο Λοχαγός ήθελε ένα παιδί και το γεγονός ότι η γυναίκα του δεν μπορούσε να του το προσφέρει είχε ψυχράνει λίγο τις σχέσεις μεταξύ τους. Μόνο όταν την έχασε οριστικά, ο Σάμιουελ κατάλαβε πόσο δυσβάσταχτα μεγάλο ήταν το κενό που άφηνε πίσω της η Άναμπελ. Και ποτέ δεν μπόρεσε να συγχωρήσει απόλυτα τον εαυτό του για το χαμό της. Ήξερε πως δεν έφταιγε αυτός, πως δεν ήταν δικό του λάθος (όπως και πως δεν ήταν λάθος της Άναμπελ που δεν έκαναν παιδιά), αλλά μέσα του ένιωθε σαν κάτι να μην πηγαίνει καλά.
Προσπάθησε να συγκεντρωθεί σ’ αυτό για το οποίο είχε έρθει. Η ώρα είχε περάσει από 8. Είχε κάτι λιγότερο από δύο ώρες να ρίξει ακόμα μια προσεκτική ματιά στην περιοχή, χρόνος αρκετός για να μάθει και την παραμικρή λακκούβα στους δρόμους. Έφερε ένα γύρο στο περίβολο της εκκλησίας που ήταν σκοτεινός και με αρκετά πυκνή βλάστηση καθώς τα λιγοστά φώτα του ναού τόνιζαν το ψηλό καμπαναριό.
«Καλό μέρος για να κρυφτώ αν κάτι πάει στραβά» σκέφτηκε ο Σάμιουελ, αλλά γρήγορα έδιωξε τις αρνητικές σκέψεις από το μυαλό του, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του ότι όλα θα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο. Πάντως το γεγονός ότι ήταν η πρώτη φορά που έκανε κάτι τέτοιο ήταν φανερό πως τον ανησυχούσε. Όπως επίσης τον ανησυχούσε η βροχή που είχε αρχίσει δειλά δειλά να κάνει την εμφάνισή της με κάποιες αραιές σταγόνες. Περπάτησε πάλι πίσω προς την οδό Κομέρσιαλ βλαστημώντας αυτές τις σταγόνες που αντιλαμβανόταν ότι όσο περνούσε ο χρόνος γίνονταν όλο και περισσότερες. Όταν συνάντησε την Κομέρσιαλ έστριψε δεξιά στο δρόμο και άρχισε να περπατάει προς τα βόρεια. Τα καταστήματα ήταν κλειστά και λίγοι ήταν αυτοί που περιφέρονταν ακόμα έξω αφού η βροχή δυνάμωνε.
Ο Σάμιουελ Τζόρνταν δεν είχε περπατήσει πολλή ώρα όταν συνειδητοποίησε ότι κάτω από τέτοιες συνθήκες δε γινόταν να συνεχίσει τη μικρή εξερεύνησή του. Ήταν ήδη αρκετά βρεγμένος. Δε γινόταν να μείνει άλλο έξω. Φαινόταν ότι θα έβρεχε για αρκετή ώρα ακόμη. Έπρεπε να βρει επειγόντως ένα καταφύγιο, κάπου να μείνει προφυλαγμένος μέχρι να πάψει η μπόρα ή τουλάχιστον μέχρι τις 10 το βράδυ που είχε κανονιστεί η συνάντηση. Η ομίχλη είχε πέσει κι αυτή πολύ βαριά και η ορατότητα ήταν πλέον εξαιρετικά μειωμένη. Περνώντας από ένα στενό είδε τυχαία ένα αναμμένο φως μέσα στο θάμπος της ομίχλης. Φαινόταν ότι είναι η εξωτερική λάμπα από μια παμπ. Ο Σάμιουελ Τζόρνταν αποφάσισε να μπει στο έρημο στενό και αισθάνθηκε ικανοποιημένος και τυχερός όταν έφτασε κοντά στο φως και διαπίστωσε ότι όντως είναι μια από τις πολλές παμπ της περιοχής. Η ταμπέλα την οποία αχνοφώτιζε η λάμπα έλεγε «Queen’s Head», το όνομα, προφανώς, της παμπ. Κοίταξε μέσα από το τζάμι. Υπήρχαν μερικοί θαμώνες, τους οποίους δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά γιατί μέσα στην παμπ ο φωτισμός ήταν χαμηλός και το τζάμι αρκετά θολό. Προφανώς αυτό το καταγώγιο δεν ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να φανταστεί. Εξάλλου δε σύχναζε σε τέτοια μέρη. Τώρα, όμως, δεν είχε άλλη επιλογή. Με το που έκανε να ανοίξει την πόρτα ένας άνδρας που εκείνη την ώρα έβγαινε από την παμπ σχεδόν έπεσε επάνω του. Χωρίς να δώσει σημασία στον Σάμιουελ γύρισε πάλι προς την παμπ, έδειξε με το δάχτυλο μια γυναίκα που καθόταν σε ένα τραπέζι στο βάθος και φώναξε με βαριά ξενική προφορά:
«Είσαι πόρνη! Το κρέας σου αξίζει όσο κι ενός γουρουνιού! Το δέρμα σου βρωμάει σαν ψόφιο ποντίκι και η ανάσα σου σαν πιωμένη νυφίτσα!»
Κατόπιν φόρεσε το ναυτικό του σκούφο και βγήκε στο δρόμο σπρώχνοντας ελαφρά το Σάμιουελ Τζόρνταν βγαίνοντας από την παμπ. Ο Λοχαγός ενοχλήθηκε που αυτός ο ξένος είχε πέσει πάνω του δύο φορές χωρίς καν να ζητήσει συγγνώμη, αλλά ο περίεργος αυτός τύπος κινήθηκε τόσο γρήγορα που μέχρι να σκεφτεί ο Σάμιουελ να του ζητήσει το λόγο είχε χαθεί μέσα στην ομίχλη. Το μόνο που άκουγε ο Σάμιουελ ήταν τα βήματα του ξένου στη βροχή, αλλά δεν μπορούσε να τον δει. Έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα σκεφτικός μπροστά στην ανοιχτή πόρτα της παμπ, κάνοντας δεύτερες σκέψεις για το αν θα έπρεπε να μπει μέσα. Το μέρος έτσι κι αλλιώς δε φαινόταν να είναι και καμιά λέσχη κυρίων, αλλά αυτό που μόλις είχε γίνει μπροστά στα μάτια του, τον είχε αφήσει κατάπληκτο. Ακόμα πιο περίεργο ήταν το γεγονός ότι ούτε η γυναίκα που έβριζε ο ξένος είχε αντιδράσει, ούτε κανείς άλλος από τους θαμώνες της παμπ. Ένιωσε λίγο άσχημα που τον κοιτούσαν όλοι να στέκεται μπροστά στην ανοιχτή πόρτα και βλέποντας πως με τόσο δυνατή βροχή και πυκνή ομίχλη δεν είχε άλλη επιλογή, αποφάσισε να μπει μέσα.
Έκλεισε πίσω του την πόρτα και έριξε μια γρήγορη ματιά σε όσους ήταν στην παμπ. Η γυναίκα την οποία έβριζε ο ξένος ήταν μια μελαχρινή ακαθόριστης ηλικίας με πολύ περίεργα χαρακτηριστικά. Το πρόσωπό της φαινόταν αρκετά σπασμένο. Μάλλον προσπαθούσε με διάφορους τρόπους να κρύψει την πραγματική της ηλικία και να καλύψει τις ατέλειές της, αλλά δεν τα κατάφερνε και πολύ καλά. Ήταν φανερό ότι ήταν πόρνη, όπως και ότι ήταν πιωμένη. Καθόταν μόνη σε ένα τραπέζι στο βάθος και κοιτούσε αδιάφορα στο κενό. Ο Σάμιουελ θυμήθηκε ότι το βλέμμα της ήταν το ίδιο ακόμα και όταν την έβριζε εκείνος ο άντρας, μένοντας με την απορία αν ήταν αληθινή ή μια ψεύτικη, άψυχη και ακίνητη κούκλα. Σε ένα άλλο τραπέζι καθόταν ένας γέρος με ναυτικό καπέλο και άτσαλα κομμένο μούσι και κάπνιζε την πίπα του. Και το βλέμμα του γέρου ήταν τόσο κενό όσο και της πόρνης. Και οι δύο φορούσαν πολύχρωμα ρούχα, αλλά φτωχικά και σκισμένα σε κάποια σημεία. Ειδικά το παντελόνι του γέρου ήταν σε άσχημη κατάσταση. Στο μπαρ καθόταν ένας άντρας που έμοιαζε πιο φυσιολογικός, τουλάχιστον στο Λοχαγό. Ένας εξηντάρης με αρκετά μεγάλη κοιλιά, φαλακρός και με ένα πολύ ροδαλό πρόσωπο, φαινόταν ανέμελος τύπος και είχε μια πολύ ζωηρή κουβέντα με τον μπάρμαν, ένα νεαρό όχι πάνω από 21–22 χρονών, κοκκινομάλλης και με φακίδες στο πρόσωπο, που φαινόταν να έχει ένα αθώο βλέμμα μικρού παιδιού. Τέλος, στην άκρη του μπαρ καθόταν σε μια ψηλή καρέκλα ένας τύπος με πολύ διαπεραστικό και κοφτερό βλέμμα. Πρέπει να ήταν γύρω στα 45, γεροδεμένος, με μουστάκι προσεγμένο. Ο τρόπος που ήταν στημένος, ο τρόπος με τον οποίο κοιτούσε τους άλλους αλλά και τον ίδιο τον Σάμιουελ, απέπνεαν έναν αέρα υπεροχής. Φαινόταν ότι το αφεντικό εκεί μέσα ήταν αυτός.
«Πιθανόν να είναι ο ιδιοκτήτης της παμπ» σκέφτηκε ο Σάμιουελ ενώ κατευθυνόταν προς το μπαρ. Τώρα μπορούσε να ακούσει τη συνομιλία του μπάρμαν με τον χαρούμενο χοντρό πελάτη. Μιλούσαν για ποδόσφαιρο.
«Είμαι σίγουρος ότι θα κάνουμε μια πολύ καλή χρονιά φέτος σου λέω, παλικάρι μου! Οι επιθετικοί μας ξέρουν να σκοράρουν!» φώναζε ο χοντρός, ενώ ο μικρός κουνούσε το κεφάλι του συμφωνώντας και αφήνοντας με το αφελές χαμόγελό του να φανούν τα δύο μπροστινά του δόντια. Ο Σάμιουελ κάθισε στο μπαρ και περίμενε. Τότε ο άντρας που καθόταν στην άκρη του μπαρ φώναξε στο μικρό:
«Έι, Τζορτζ! Άσε την κουβέντα, έχεις πελάτη!» Ο νεαρός μπάρμαν κατευθύνθηκε προς τη μεριά του Σάμιουελ.
«Τι θα πάρετε, κύριε;» ρώτησε βαριεστημένος, αλλά προσπαθώντας να φανεί ευγενικός.
«Έχετε καλό ουίσκι;» ρώτησε ο Σάμιουελ, υποψιασμένος ότι δεν πρόκειται να βρει τίποτα της προκοπής εκεί μέσα για να πιει.
«Έχουμε ουίσκι δικής μας παραγωγής, κύριε» τον πληροφόρησε ο μπάρμαν.
«Βάλε μου ένα ποτήρι μπύρα» είπε λυπημένα ο Σάμιουελ. «…οποιαδήποτε μπύρα» συμπλήρωσε αδιάφορα. Την ώρα που ο μπάρμαν γύρισε πλάτη στο Σάμιουελ για να ετοιμάσει την μπύρα, ο χοντρός που είχε ακούσει το διάλογο γύρισε προς τη μεριά του Σάμιουελ και του χαμογέλασε:
«Έχεις δίκιο να μη δοκιμάζεις το ουίσκι εδώ, παλικάρι μου!» είπε φωναχτά. Κατόπιν έδωσε το χέρι του και συστήθηκε: «Ισαάκ Μπερνστάιν, επιπλοποιός». Ο Σάμιουελ τα έχασε για λίγα δευτερόλεπτα με την οικειότητα που είχε επιδείξει ο συνομιλητής του. Έτσι ο χοντρός έμεινε για λίγο με το χέρι μετέωρο μέχρι ο Σάμιουελ να απλώσει το δικό του και να συστηθεί:
«Σάμιουελ Τζ…» είπε και φάνηκε να δειλιάζει. Γρήγορα, όμως, βρήκε την αυτοσυγκέντρωσή του. «Σαμ», είπε απλά. «Λέγε με Σαμ…»
Ο χοντρός τύπος, προφανώς εβραϊκής καταγωγής, χαμογέλασε και πάλι και μετά κοίταξε το ρολόι του. Σε εκείνο το σημείο, ωστόσο, κατσούφιασε.
«Λοιπόν, Σαμ, χάρηκα που σε γνώρισα, αλλά πρέπει να φύγω. Καληνύχτα παλικάρια!» είπε φωνάζοντας τις τελευταίες λέξεις για να τον ακούσουν όλοι στην παμπ. Ο άντρας που καθόταν στην άκρη του μπαρ, χωρίς να κινηθεί πιθαμή από τη θέση του και κοιτάζοντας τον Σάμιουελ, απευθύνθηκε στο χοντρό:
«Φεύγεις κιόλας Ισαάκ;» του φώναξε.
«Ναι!» είπε ο Ισαάκ ενώ φορούσε το καπέλο του. «Υποσχέθηκα στη γυναίκα μου να πάω για βραδινό φαγητό και η ώρα είναι ήδη 8.30» είπε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
«Μη σε ξανακούσω να λες κάτι για το ουίσκι μου!» του φώναξε κοφτά ο άντρας.
«Ηρέμησε λίγο Μπουτς…» απάντησε ο χοντρός και βγήκε από το μαγαζί χαιρετώντας. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα σιωπής ακούστηκε η φωνή του γέρου που καθόταν στο τραπέζι πίσω από τον Σάμιουελ. Μιλούσε πολύ βραχνά:
«Βρωμεροί Εβραίοι…Στο διάβολο να πάτε!» Ο Σάμιουελ γύρισε και τον κοίταξε απορημένος. Ο γέρος εξακολουθούσε να κοιτάζει το κενό και όταν κατάλαβε πως ο Σάμιουελ τον κοιτούσε γύρισε προς το μέρος του ή τουλάχιστον προσπάθησε. Και εκείνη την ώρα ο Σάμιουελ αντιλήφθηκε ότι ο γέρος δεν κοιτούσε στο κενό, απλώς ήταν τυφλός.
«Τι με κοιτάς εσύ; Νομίζεις ότι δεν το καταλαβαίνω επειδή είμαι τυφλός; Στο διάολο να πάνε όλοι οι Εβραίοι. Έχουμε γεμίσει από Εβραίους και βρωμιάρηδες Ιρλανδούς! Ούτε να μιλήσουν σωστά δεν μπορούν οι μπάσταρδοι!» φώναξε με λύσσα. Ο άντρας που καθόταν στη γωνία σηκώθηκε από την καρέκλα του, θυμωμένος:
«Σταμάτα να ενοχλείς τους πελάτες μου, Φρεντ!» είπε στο γέρο. Κατόπιν πήγε στο μπάρμαν που κρατούσε την μπύρα που είχε ετοιμάσει, του την πήρε από τα χέρια και την πρόσφερε ο ίδιος στον Σάμιουελ. Μετά κάθισε δίπλα του. Ο Σάμιουελ κούνησε το κεφάλι, σα να έλεγε «ευχαριστώ». Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκε πάλι μέσα ο χοντρός.
«Ξέχασα να σε ρωτήσω, Τζοτρτζ» είπε απευθυνόμενος στο μπάρμαν. «Θα πάμε το Σάββατο;» Ο Τζορτζ απάντησε πως σίγουρα θα πήγαιναν και ο Εβραίος βγήκε χαμογελαστός από την παμπ λέγοντας μόνο «αρκεί να μη βρέχει τόσο…»
«Τι έχει το Σάββατο;» αναρωτήθηκε ο Σάμιουελ.
«Ποδόσφαιρο, κύριε.» απάντησε χαρούμενος ο μπάρμαν. Ίσως ήλπιζε να βρει κάποιον για να συνεχίσει την κουβέντα του γύρω από το ποδόσφαιρο, που είχε μείνει στη μέση, όταν έφυγε ο Ισαάκ. «Παίζει η ομάδα μας, η Μίλγουολ![U][B]2[/B][/U] » πληροφόρησε τον Σάμιουελ ενθουσιασμένος. «Εσείς βλέπετε ποδόσφαιρο;» ρώτησε διστακτικά γιατί είδε ότι ο Σάμιουελ δεν αντιδρούσε.
«Εγώ…» είπε επίσης διστακτικά και με κάποια δόση αμηχανίας ο Σάμιουελ «…δε θα το έλεγα. Προτιμώ… προτιμώ άλλα σπορ…» αρκέστηκε να πει.
Ο ιδιοκτήτης της παμπ παρενέβη στη συζήτηση, μαλώνοντας τον υπάλληλό του.
«Τζορτζ, άφησε τον κύριο να πιει την μπύρα του με την ησυχία του». Μετά στράφηκε στον Σάμιουελ. «Έτσι κι αλλιώς…» είπε πολύ αργά «…και να παρακολουθεί ποδόσφαιρο, αποκλείεται να είναι οπαδός της Μίλγουολ, γιατί απλώς δεν είναι από ‘δω. Σωστά κύριε;» συμπλήρωσε κοιτώντας με πονηρό βλέμμα το Σάμιουελ. Ο Λοχαγός έκανε ένα μορφασμό ενόχλησης για την αδιακρισία του συνομιλητή του, αλλά στη συνέχεια προσπάθησε να το κρύψει και να φανεί ευγενικός. Δεν ήθελε να κινήσει υποψίες. Ήθελε απλώς να πιει την μπύρα του και μόλις φτάσει η ώρα 10 να πάει στον τόπο συνάντησης.
«Είστε πολύ παρατηρητικός, κύριε…» είπε.
«Μπουτς! Λέγετε με Μπουτς κι εγώ θα σας λέω Σαμ» είπε επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Σάμιουελ στον Εβραίο. «Και ναι, είμαι πολύ παρατηρητικός! Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο!» συμπλήρωσε με στόμφο. Ο Σάμιουελ είχε ήδη αρχίσει να νιώθει άβολα. Ήπιε μια γουλιά από την μπύρα του, αλλά ξεροκατάπιε φανερώνοντας τον εκνευρισμό του. Ο Μπουτς πήρε πάλι το λόγο:
«Είμαι τόσο παρατηρητικός που μπορώ να μυριστώ από χιλιόμετρα μακριά έναν αστυνομικό σαν κι εσάς. Ή κάνω λάθος;» είπε με θριαμβευτικό τόνο στη φωνή του.
«Συγγνώμη;» απόρησε ο Σάμιουελ.
«Είστε αστυνομικός, έτσι δεν είναι; Έχω δει τόσους αστυνομικούς εδώ τις τελευταίες μέρες, όσους δεν έχω δει σε όλη μου τη ζωή. Έχετε γεμίσει το Γουαϊτσάπελ και ψάχνετε για το δολοφόνο της Μέρι Ανν[U][B]3[/B][/U], της πόρνης που δολοφονήθηκε πριν λίγες μέρες». Ο Σάμιουελ ένιωσε ανακουφισμένος. Ο μυστήριος αυτός άντρας δεν ήξερε για ποιο λόγο ήταν εκεί ο Σάμιουελ. Τι ανόητος που ήταν, δε θα μπορούσε να το ξέρει, έτσι κι αλλιώς! Αλλά όλη αυτή η συμπεριφορά τον είχε ανησυχήσει. Τώρα μπορούσε να πιει ήρεμος την μπύρα του.
«Δεν είμαι αστυνομικός» είπε απλά.
«Αυτό είναι πολύ περίεργο, γιατί δε σας έχω ξαναδεί εδώ γύρω. Δεν μπορεί να βρεθήκατε στον πιο κακόφημο δρόμο του Λονδίνου χωρίς λόγο» είπε περίεργος ο Μπουτς.
«Η αλήθεια είναι ότι βρέθηκα εδώ γιατί χάθηκα μέσα στην ομίχλη και ήθελα να προστατευτώ από τη βροχή. Σε ποιο δρόμο βρισκόμαστε τώρα;» ρώτησε ο Σάμιουελ τον μπάρμαν που καθόταν πίσω από το μπαρ και άκουγε τη συνομιλία, περισσότερο γιατί δεν είχε κάτι άλλο να κάνει.
«Στην Φλάουερς εντ Ντιν» απάντησε αδιάφορα ο νεαρός. Ο Μπουτς σχεδόν τινάχτηκε όρθιος δίπλα στο Σάμιουελ.
«Και μου λέτε ότι ήρθατε εδώ για να πιείτε την μπύρα σας χωρίς κάποιον συγκεκριμένο λόγο…ή μάλλον, θα έπρεπε να πω το ουίσκι σας. Και δε βολεύεστε με το ουίσκι του μαγαζιού. Θα θέλατε κάτι πιο καλό, πιο φίνο. Είναι ολοφάνερο ότι δεν είστε από ‘δω. Και θα στοιχημάτιζα το μουστάκι μου ότι είστε αστυνομικός». Ο Σάμιουελ ήταν πλέον εκνευρισμένος με αυτή την αδικαιολόγητη ανάκριση.
«Κι αν είμαι;» ρώτησε ψύχραιμα. Ο Μπουτς έσκυψε κοντά στο πρόσωπό του, τόσο που ο Σάμιουελ μπορούσε να μυρίσει την ανάσα του.
«Αν είσαι αστυνομικός, πιές τη μπύρα σου γρήγορα, πλήρωσέ με και φύγε από ‘δω. Κατάλαβες; Δε μου αρέσουν οι αστυνομικοί. Μόνο μπελάδες φέρνετε. Κι ούτε μπορείτε να προστατεύσετε τις κοπέλες μας. Τότε τι στο διάολο έρχεστε να κάνετε εδώ;» φώναξε αγριεμένος. Προφανώς αυτός ο περίεργος τύπος, ο Μπουτς δεν ήταν απλώς ο ιδιοκτήτης της παμπ. Ήταν φανερό ότι ήταν και προαγωγός. Ήταν πολύ πιθανό η γυναίκα που καθόταν στο πίσω τραπέζι να δούλευε γι’ αυτόν. Και –γιατί όχι– ίσως και η πόρνη που είχε δολοφονηθεί πριν λίγες μέρες να δούλευε γι’ αυτόν. Ο Σάμιουελ τον άκουγε τόση ώρα με χαρακτηριστική απάθεια. Ήπιε ακόμα μια γουλιά από την μπύρα του και μετά γύρισε και τον κοίταξε.
«Κι εσύ που τα λες όλα αυτά ποιος είσαι;» ρώτησε απλά. Ο Μπουτς χαμογέλασε και έκανε δύο βήματα προς τα πίσω.
«Εγώ ποιος είμαι…;» είπε και γέλασε σαρκαστικά. «Ο γερο–Φρεντ που τους ξέρει όλους μπορεί να σου πει ποιος είμαι. Ή μάλλον προτιμώ να στο πω εγώ, αφού δεν το γνωρίζεις. Με φωνάζουν Μπουτς, αλλά δεν ήμουν ποτέ χασάπης στο επάγγελμα, αν αυτό σου λέει κάτι. Είμαι το αφεντικό σ’ αυτό το κομμάτι της πόλης. Εγώ κάνω κουμάντο εδώ. Θέλεις να πιεις; Έρχεσαι σε μένα. Θέλεις κάπου να μείνεις; Έρχεσαι σε μένα. Θέλεις να πηδήξεις; Έρχεσαι σε μένα. Θέλεις λεφτά; Έρχεσαι σε μένα. Αρκεί να έχεις κάτι να μου προσφέρεις κάθε φορά. Κι εσύ…» είπε και πλησίασε πάλι τον Σάμιουελ «…δε βλέπω να έχεις να μου προσφέρεις κάτι! Γι’ αυτό τελείωνε την μπύρα σου, πλήρωσέ με και φύγε! Δε μου αρέσει η φάτσα σου. Είτε είσαι αστυνομικός είτε όχι!» Ο Σάμιουελ αυτή τη φορά είχε γίνει έξω φρενών. Πολύ καιρό είχε κάποιος να του μιλήσει έτσι. Για την ακρίβεια περίπου 20 χρόνια, από τότε που ήταν ακόμα ένας άγνωστος μεταξύ αγνώστων στο στρατό. Σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα του και με μια αστραπιαία κίνηση άρπαξε τον Μπουτς από το λαιμό με το δεξί χέρι και τον κόλλησε στο μπαρ. Ο Μπουτς αιφνιδιάστηκε, αλλά προσπάθησε να αμυνθεί. Έβγαλε με το δεξί του χέρι το στιλέτο που έκρυβε μέσα στο παπούτσι του, ο Σάμιουελ, όμως, κατάλαβε την κίνησή του και του χτύπησε τόσο δυνατά το χέρι ώστε ο Μπουτς αναγκάστηκε να πετάξει το μαχαίρι μακριά. Κατόπιν ο Σάμιουελ ακινητοποίησε πλήρως τον αντίπαλό του και τον πέταξε στην κυριολεξία πάνω στο μπαρ σπάζοντας δυο ποτήρια. Ο Μπουτς είχε χλωμιάσει, ενώ ο Σάμιουελ φαινόταν να έχει τον πλήρη έλεγχο και να απολαμβάνει τη μάχη. Άρπαξε ένα μπουκάλι από το μπαρ και κρατώντας το από το λαιμό του το έσπασε περίπου στη μέση. Κόλλησε το σπασμένο, πια, μπουκάλι στο λαιμό του Μπουτς και το πίεσε ελαφρά, ίσα ίσα για να τον κάνει να αισθανθεί το γυαλί να τον κόβει στην καρωτίδα.
«Καταραμένε! Πως τολμάς και μου μιλάς έτσι;» φώναξε στον Μπουτς. «Περνιέσαι για σκληρό αντράκι ε; Τα έχω βάλει με πολύ χειρότερους από σένα και ποτέ δεν έχασα, γι’ αυτό είμαι ακόμα ζωντανός! Όσο για σένα θα μπορούσα να σε σκοτώσω εδώ και τώρα! Τι θα κάνεις τώρα; Τι θα κάνεις τώρα αν πιέσω λίγο παραπάνω το μπουκάλι στο βρωμερό σου λαιμό;» Τα άγρια ένστικτα του πολέμου είχαν ξυπνήσει πάλι μέσα του, μετά από χρόνια. Η γυναίκα που καθόταν αμίλητη τόση ώρα στο βάθος της παμπ σηκώθηκε τρομαγμένη.
«Όχι!» φώναξε «Σε παρακαλώ…μην του κάνεις κακό!» Ο Σάμιουελ σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε γύρω του. Η γυναίκα τον κοιτούσε με μάτια έτοιμα να δακρύσουν. Ο Σάμιουελ δεν είχε ξαναδεί γυναίκα να κλαίει. Η Άναμπελ δεν έκλαιγε ποτέ. Ο νεαρός μπάρμαν παρατηρούσε φοβισμένος τη σκηνή. Ήταν κι αυτός έκπληκτος απ’ αυτό που έβλεπε. Ο γέρος –αν και τυφλός– είχε καταλάβει τι είχε συμβεί και χαμογελούσε παράξενα, ωστόσο δεν είχε κουνηθεί καθόλου από τη θέση του. Ο Σάμιουελ κοίταξε πάλι την πόρνη. Αυτή του ξαναμίλησε.
«Σε παρακαλώ…» ήταν τα μόνα λόγια που βρήκε να του πει. Ο Σάμιουελ κοίταξε τον Μπουτς, που εκτός από την έκπληξη είχε τώρα και την ντροπή και το φόβο ζωγραφισμένα στο πρόσωπό του.
«Άκουσέ με καλά!» τον πρόσταξε ο Σάμιουελ «θα μείνω στο μαγαζί σου μέχρι να σταματήσει η βροχή και κανείς δε θα με διώξει. Στις 10 θα φύγω, βρέχει δε βρέχει και δε θα με ξαναδείς. Δεν είμαι αστυνομικός και δε με νοιάζει αν σου αρέσει ή όχι η φάτσα μου! Κατάλαβες;» Ο Μπουτς τον κοίταξε και έμοιαζε να έχει ηρεμήσει.
«Υποσχέσου μου ότι δε θα πεις σε κανέναν τι έγινε απόψε εδώ» είπε ντροπιασμένος.
«Σου είπα: Δε θα με ξαναδείς και δε θα πω τίποτα!» είπε ο Σάμιουελ. Παράλληλα χαλάρωσε την πίεση που του ασκούσε με το μπουκάλι στο λαιμό και εν τέλει τον άφησε να σηκωθεί. Κατόπιν πήγε στο σημείο που είχε πέσει το μαχαίρι. «Αυτό θα το κρατήσω εγώ μέχρι να φύγω. Για να αποφύγουμε περαιτέρω παρεξηγήσεις» είπε. Μετά γύρισε προς τον Μπουτς που είχε σηκωθεί από το μπαρ και έπιανε το λαιμό και το σβέρκο του, που ένιωθε να τον πονούν. Τόσο δυνατά τον είχε πιάσει ο Σάμιουελ. «Έχεις καμιά αντίρρηση Μπουτς;» τον ρώτησε. Ο Μπουτς έκανε ένα νεύμα άρνησης και αηδίας ταυτόχρονα και με τη βοήθεια της γυναίκας που είχε έρθει κοντά του για να τον βοηθήσει πήγε και κάθισε στο τραπέζι της.




_____________________________
[I]2: ποδοσφαιρικό σωματείο (ιδρ. 1885), υποστηριζόταν από τους λιμενεργάτες του Λονδίνου.
3: Μέρι Ανν Νίκολς (26/8/1845 – 31/8/1888), το πρώτο θύμα του «Τζακ του Αντεροβγάλτη».[/I]


 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 5
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Συλλογή
      Πεζογραφήματα
      Κατηγορίες
      Αταξινόμητα
      Ομάδα
      Πεζά
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

Μάλλον θα μείνω πάντα ιδανικός και ανάξιος εραστής...
 
MASTER
30-01-2009 @ 14:42
εδώ το πρώτο μέρος:
http://www.stixoi.info/stixoi.php?info=Poems&act=details&poem_id=93328

καλή ανάγνωση ::smile.::
justawoman
30-01-2009 @ 16:42
Much better!!!
Το επεισόδιο στην pub πολύ παραστατικό!
keep on ::smile.::
balistreri
31-01-2009 @ 00:06
μια ώρα διάβαζα για να βρω το 2... ::mad.::
MASTER
31-01-2009 @ 01:33
::razz2.::
xxix86
31-01-2009 @ 03:58
::up.:: ::up.:: ::up.::

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο