Ἀθανάσης Διάκος – Άσμα Πέμπτον
Στίχοι: Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Μουσική: Αμελοποίητα
1η ερμηνεία:

Ο ύπνος, που `ναι της ψυχής κρυφό περιβολάκι
με χίλια μύρια βότανα για να γιατρεύει πόνους,
είχε γλυκάνει την καρδιά του Ομέρπασα Βριόνη
και του `χε σβήσει τη χολή, την άγρια την αψάδα

στ’ ανδρειωμένα σωθικά. Καμιά φορά στο νου του
το διάνεμα γοργά γοργά του αλόγου του επερνούσε,
τ’ άκουε που χλιμίτιζε... στο φυσομάνητό του
τ’ αντιβοούσανε τ’ αυτιά, του ξάναφταν τα μάτια,
κι ύστερα πάλ’ επλάκωνε με τη χαρά της νίκης

κάθε πικρό συλλογισμό, κι άφηνε να φωτίζουν
το μέτωπό του το τραχύ παράδοξες ελπίδες,
αντραγαθήματα παλιά, χρυσοπλασμένα γνέφη,
μ’ ένα χαμόγελο πικρό για τον Κιοσέ Μεχμέτη.
Τα περασμένα χρόνια του, το `να σιμ’ από τ’ άλλο,

μισοσβησμένα, σκοτεινά, χωρίς να τα φωτίζει
της νιότης το ξημέρωμα, τη μνήμη του χτυπούνε
με το νεκρό τους τον αφρό.
Θυμήθηκε την ώρα
που θρονιασμένος βασιλιάς στου αλόγου του τη ράχη,
μ’ ένα, με δυο πηδήματα, βοριάς, ανεμοζάλη,

πετάχτηκε στην Αραπιά... Τα σωθικά του τότε
δεν τα φαρμάκευαν κρυφοί και φλογισμένοι πόθοι,
ούτε του κόσμου ψεύτικες αναλαμπές και δόξες.
Τ’ άρεσε να `χει μοναχά πρωτοπαλίκαρα του,
μες στην πλατιά την ερημιά, τα δυο του φτερνιστήρια,

το δαμασκί του το σπαθί, κι εκεί να παρατρέχει
με του Σιμούν το φύσημα ποιος να πρωτοπεράσει...
Ύστερα τον εμάγεψε τ’ Αλήπασα τ’ αστέρι
στο νου του εσπιθοβόλησαν τιμές και μεγαλεία,
κι επήρε τον ανήφορο... Ανέβαινε τρεχάτος...

Εμπρός του ο βράχος του Σουλιού, θεόχτιστος, δε σκύφτει
να τον αφήσει να διαβεί. Γλιστρά... γυρίζει πίσω,
με λίγο χιόνι στα μαλλιά, με καταχνιά στην όψη.
Περνούν οι μέρες σα νερό... Ανέλπιστο λιοβόρι
τη φλόγα του Τεπελενλή τη σβει, τη συνεπαίρνει.

Πόλεμος, πάντα πόλεμος... Στ’ άρματα μέρα νύχτα...
Τότε για τον Αλήπασα. Τώρα... για ποιονε τώρα;...
Η μοίρα τον εγλύκαινε με τ’ αγκαλιάσματά της
και φιλενάδα του πιστή εχτές στη Χαλκομάτα
το `στρωσε δάφνες να διαβεί... Αν έσφιγγε τα φρύδια,

στο θέλημά του η Αρβανιτιά με τρόμο επροσκυνούσε.
Κρατεί στα χέρια του σφιχτά δεμένο το λιοντάρι
που του `χε φράξει τα Θερμιά... Γιατί, γιατί θα να `ναι
πάντοτε ίσκιος κι όχι φως;... Μ’ αυτούς που πολεμούσε
γνωρίζει ότι τον έδεναν παλιές αδερφοσύνες,

πως μια φορά κι έναν καιρό μια μόν’ ήταν η ρίζα
και χίλια τ’ αντιρρίμματα ... Στα στήθια του αναβράζουν
σα στο κυβέρτι οι μέλισσες πριν ο γονός κινήσει,
αμέτρητα φαντάσματα, και πότε ο λογισμός του,
ανήμερο αγριοπούλαρο, πετιέται, λιβαδεύει

και βόσκει μες στα ονείρατα, πότε του παρασταίνει
την άβυσσο που ερούφηξε το βράχο που `χε χτίσει
με στοιχειωμένα ριζιμιά στα Γιάννινα ο Βιζίρης—
και τότ’ ενύχτωνε η χαρά μεμιάς στο μέτωπό του,
επίκραιναν τα χείλη του, κι ανατριχίλες κρύες
του ράγιζαν τα κόκαλα και τὄκοβαν το αίμα.

Τεντώνει το παράθυρο. Βλέπει π’ ασπρογαλιάζει
το χάραμα στον ουρανό, και τ’ άστρα λίγο λίγο
να κρύβονται, να φεύγουνε, καθώς κατακαθίζουν
βαθιά στα φυλλοκάρδια του και σβηώνται της ψυχής του

τα κούφια τ’ αστραπόβροντα... Ξανοίγει το ρουπάκι...
Χτυπά τα χέρια τρεις φορές: "Οσμάν!... Οσμάν!... το Διάκο!"

Βριόνης
—Λεβέντη, η περηφάνια σου, το φτερωτό σου μάτι,
σε λεν παιδί της Ρούμελης... Συ `σαι ο Θανάσης Διάκος;

Διάκος
—Όλος... Με ξέρει η Αρβανιτιά, κι οι πέτρες με γνωρίζουν.

Βριόνης
—Και πώς επιάστης ζωντανός;

Διάκος
—Δέκα χιλιάδες κι ένας.
Ο Χάρος μ’ απαρνήθηκε, και το στερνό μου βόλι,
οπού το φύλαγα για με, σας το `δωκα κι εκείνο.

Βριόνης
—Αν έπεφτα στα χέρια σου, τ’ ήθες με κάμεις, Διάκε;

Διάκος
—Θα σου φορούσα τ’ άρματα, να ματωθούμε πάλε.

Βριόνης
—Μην αγριεύεσαι μ’ εμέ. Πριν σ’ εύρω στη Δαμάστα,
σ’ απάντησα στα Γιάννινα. Στον ίσκιο του Βιζίρη
δεν ελημέριασες και συ;

Διάκος
— Ομέρπασα Βριόνη,
πνίγει το δέντρο κι ο κισσός με τ’ αγκαλιάσματά του.

Βριόνης
—Κι όταν το δέντρο ξεραθεί και γείρει τ’ αντιστύλι,
Θανάση Διάκε, κι ο κισσός, το ξέρεις, γονατίζει.

Διάκος
—Όχι, μα την ανάσταση του γένους μου, δεν πέφτει.
Τη γη, που τον ανάθρεψε, με τα βλαστάρια ζωνει,
κι όπου απαντήσει ριζιμιό κι όπου εύρει χαραμάδα
γενιάζει εκεί βαθιά βαθιά κι υφαίνει τον πλοκό του

αδιάβατη γεροβολιά, πυκνή κι αιώνια φράχτη,
για κείνους που συνήθισαν... να παρασυνορίζουν.

Βριόνης
— Θανάση, θα λησμόνησες!... Εχτές στην Αλαμάνα
εγώ δεν άνοιξα ποριά;

Διάκος
— Ομέρπασα, φυλάξου
στο γύρισμά σου μην ευρείς ορθά τα κόκαλά μου
και σ’ εμποδίσουν να διαβείς.

Βριόνης
—Να μη γυρίζω πίσω
το `μαθα πάντ’ από παιδί, και τα μαθηταρούδια
τ’ Αλήπασα δε σκιάζονται, Θανάση, βρικολάκους.
Συ το γνωρίζεις, πολεμώ, γιατί τροφή, χαρά μου,
είν’ ο καπνός του τουφεκιού. Μ’ εσάς δεν έχω πάθος.

Μ’ αρέσει μέσα στη φωτιά να βλέπω το σπαθί μου
να φέγγει, να σπιθοβολεί, να μη θολώνει εμπρός σας.
Ζηλεύω την παλικαριά, δεν τη φθονώ σαν άλλους...
Κι όταν εγώ στα Γιάννινα, εσέ, το γιο τ’ Ανδρούτσου
του Καραΐσκου το παιδί, το Θόδωρο το Γρίβα,

με τ’ άλογά σας έβλεπα να λάμπετε στον ήλιο,
ν’ ανεμοστροβολίζετε, σας εχαιρόμουν, Διάκε,
κι έλεγα μέσα μου κρυφά, ένας Θεός το ξέρει,
να `μουν εγώ το σύγνεφο και σεις τ’ αστροπελέκια...
Καλός καιρός οπού `τανε!... Τώρα και σας κι εμένα

μας άρπαξε το σύφλογο και ξεζευγαρωμένους
μας δέρν’ η ανεμοριπή... Θέλεις να ζήσεις, Διάκε;...

Διάκος
Ένας μ’ ορίζει τη ζωή, ό, τ’ είπε θα να γένει.
Πώς με ρωτάς, Ομέρπασα;... Το χέρι το δεξί μου
το `χασα χτες μες στη φωτιά. Με τ’ άλλο ορφανεμένο
δε θα χορταίνω σκοτωμό...

Βριόνης
— Με φτάνει το ζερβί σου.
Αν είχες δυο δε σ’ ήθελα... Ζύγωσε κι άκουσέ με...
Όταν μέσα στα Γιάννινα, Θανάση, ο Οικονόμος
με χιόνια, με τρισκότιδο, στο σπίτι του Κροκίδα
κλεφτά σάς εσυμμάζωνε, κι άγρυπνοι κάθε βράδυ

εδιαλογίζεστε μαζί πώς να την καταπιείτε
του Αλήπασα τη δύναμη, τα μάτια του Ταχήρη
πιστά σάς παραμόνευαν κι εφέγγαν στο πλευρό σας
ακοίμητα σαν τα κεριά που ανάφτετε την ώρα
οπού σας όρκιζε ο πασάς στο τετραβάγγελό σας.

Μια μέρα μ’ έκραξε ο Αλής... Τα φρύδια του μαχαίρια,
το στόμα τάφος ανοιχτός... Μου λέγει... "Ομέρ Βριόνη,
απόψε τα κεφάλια τους!..." Και βγάνει ένα δεφτέρι
οπού είχε μες στον κόρφο του. Μου το `δωκε και φεύγει.
Τ’ ανοίγω κι ανατρίχιασα... Δεν έλειπε κανένας...

Αστράψανε τα μάτια μου, η γλώσσα μου φαρμάκι...
Εγώ φονιάς;... Και μ’ απιστιά;... Εγώ, Θανάσης Βάγιας!...
Διαβάζω ακόμα... τι να ιδώ;... Με τον Αλέξη Νούτσο,
οπού τον είχε σαν παιδί, βλέπω το Γιώργη Κίτσο...
Έτρεξα στη Βασιλική... Πέφτει στα γόνατά του
125
και το λιοντάρι ημέρεψε... Πες μου, Θανάση Διάκε,
ξέρεις γιατί σας έσωσα;...

Διάκος
— Δε θέλω να το μάθω.

Βριόνης
— Θυμήθηκα τον πάππο μου, που στα γεράματά του
μο `δινε πάντα μιαν ευχή, ποτέ να μην ξεχάσω...
ότ’ είμαι... βασιλόπουλο...

Διάκος
—Μας του `πε και ο Κυρ Μάνθος.

Βριόνης
—Κι ότι η γενιά μου μια φορά της Μουζακιάς το θρόνο...

Διάκος
—Χριστιανή κι ορθόδοξη κληρονομιά τον είχε.

Βριόνης
—Θανάση, δε σ’ ερώτησα. Μη μ’ αντικόβεις, πάψε...
Εχάθηκε ο Αλήπασας και με το χαλασμό του
ο σπόρος, που εκοιμότουνε κρυφά μες στην καρδιά μου,
ανέδωκε κι εγέννησε τ’ αγκαθερό λουλούδι
που μέρα νύχτα με κεντά... Είδες το γιο τ’ Ανδρούτσου;

Διάκος
—Θα τονε βρεις στο δρόμο σου.

Βριόνης
—Θανάση, θα γνωρίζεις
ότ’ είμεθα σαν αδερφοί. Το μυστικό που σου `πα
μας δένει τώρ’ από καιρό... Σπαθί, φωτιά, τουφέκι
στους ξένους, οπού επάτησαν τα χώματά μας, Διάκε.
Εμέ με φτάνει η Αρβανιτιά, και τ’ άλλα, απ’ άκρη σ’ άκρη,
να τα κρατήσετε όλα σεις, χώμα, κλαρί και πέτρα.

Διάκος
—Κι αφού σ’ εκάμανε πασά, μεμιάς τα ονείρατά σου,
Βριόνη, τα λησμόνησες και δούλος του Μεχμέτη
σκοτώνεις τους συντρόφους σου...

Βριόνης
— Διάκε, νερό κι αλάτι...
Εσύ `σαι ακόμα ζωντανός, και τον Κιοσέ Βεζίρη
τον έχομε στα νύχια μας· μ’ ένα σου λόγο σβηέται...
Δεν ξέρω παρακάλεσες, δε διακονεύω σχώρια...
Στοχάσου... οι ώρες φεύγουνε... και πες μου, ναι ή όχι;

Διάκος
—Εψές τα παλληκάρια σου, Ομέρπασα Βριόνη,
το δαχτυλίδι μ’ άρπαξαν και το φορείς στο χέρι...
Πριν απαντήσω... το φιλείς;

Βριόνης
—Και τι σημάδια φέρνει;

Διάκος
—Εκείνα που `χαν μια φορά, Βριόνη, οι γέροντές σου,
ένα δικέφαλο αϊτό με τα φτερ’ απλωμένα
κι επάνωθέ του το Σταυρό...

Διάκος
—Θανάση... ναι ή όχι;

Διάκος
—Όχι!... δε δίνω σ’ άπιστον ούτε μια φούχτα χώμα
από τη γη μου τη γλυκιά, ούτ’ από τα νερά μου
δε δίνω μια σταλαματιά.

Βριόνης
—Το κρίμα στο λαιμό σου...
Οσμάν!... πώς ήρθες;... τι θα πεις;

Οσμάν
—Ομέρπασα, ο Βεζίρης.

Ακούστηκ’ έξω αναβρασμός, φωνές ξαγριωμένες
κι αλόγωνε ποδοβολή... Δειλιάζει, ανατριχιάζει
ο λύκος της Αρβανιτιάς... τρέμ’ η φωνή του... αχνίζει.

Βριόνης
—Θανάση το κεφάλι μου...

Διάκος
—Μη σκιάζεσαι. Μαζί μου
το μυστικό σου θα ταφεί... το `χω βαθιά κρυμμένο.

Βριόνης
—Και συ τι θέλεις από με;... Στον κόσμο κάτι ορίζω...

Διάκος
—Δώσ’ μου το δαχτυλίδι μου.

Βριόνης
—Στα χέρια σου, Θανάση,
αλυσωμένα, θα φανεί και θα με μαρτυρήσει.

Διάκος
—Εδώ... στο στόμα... γρήγορα... φέρε το... πίθωσέ το...

Του το `δωκε ο Ομέρπασας. Στη φλογερή χαρά του
τ’ αρπάζει εκείνος, το φιλεί. Δεν το χορταίνει ο Διάκος.
Ακόμη τ’ ανασπάζεται και, κοινωνιά στερνή του,
το καταπίνει λαίμαργα, λες κι ήθελε να δώσει
στο είδωλό του το γλυκό τα σπλάχνα του κιβούρι.

Πλακώνει ωστόσο κι ο Κιοσές. Μαύρη, θολή πλημμύρα
το πάτημά του ακολουθεί, σαν να `ταν ένα κύμα
πο `σερνε φύκη στο γιαλό. Τ’ ασπράδι του ματιού του
έσταζεν αίμα και χολή...

Κιοσές
—Ομέρπασα Βριόνη,
μά το `νας είναι του Θεού ο φοβερός προφήτης,
αν έλειπαν τα σίδερα σ’ αυτό τ’ αγριοπούλι,
θα πίστευα πως είσαι συ κατάδικος και φταίστης...
Τόσο σε βλέπω ανόρεχτον! Εχτές στη Χαλκομάτα
δε σου πονούσεν η καρδιά να βλέπεις τ’ άλογό σου

κουφάρια να ποδοπατεί, στο αίμα να βαλτώνει,
και τώρα σαν κι εμούδιασες!

Βριόνης
—Βεζίρη, οι Αρβανίτες
Εχθρούς δεμένους δε χτυπούν.

Κιοσές
—Και μάλιστα όταν λάχει
να `ναι παλιοί των σύντροφοι... Εμείς, Ανατολίτες,
σύγνεφα διαβατάρικα, όταν περνούμε δώθε,
Ομέρ Βριόνη, μάθε το, χαλάζι φορτωμένοι
κι αστραπελέκια φλογερά, δεν έχομε στο νου μας
παρά πώς να πλατύνομε την ερημιά, το μνήμα.
Ούτε το σπόρο μες στη γη, ούτε κλαρί στο λόγγο,
ούτε παιδί μες στην κοιλιά θ’ αφήσομε να ζήσει.

Ως τα θεμέλια ο χαλασμός. Για πεντακόσια χρόνια
σ’ αυτά τα στειρολίθαρα, π’ όσο κι αν έχουν χώμα
τ’ απόχτησάνε τρώγοντας από τα κόκαλά μας,
μάτι ποτέ δεν έκλεισεν ούτ’ ένας Μουσουλμάνος
χωρίς να ιδεί στον ύπνο του να λάμψει ένα τουφέκι

ή να σφυρίξει ένα σπαθί. Ήρθε στο χτένι ο κόμπος.
Θα ξεχωνιάσω αυτήν τη γη. Θα ιδώ στα σώθικά της
ποιος δαίμονας εφώλιασε. Κι αλίμονο σ’ εκείνον,
που μ’ αντικόψει, Ομέρπασα, και που τον εύρω εμπρός μου...
Τι λες εσύ, Χαλήλμπεη; Κι όσοι πιστοί, τι λέτε;

Χαλήλμπεης
—Βεζίρη, εχάθηκε η Τουρκιά. Πενήντα παλιοκλέφτες
μας εζεμάτισαν. Αμάν! Θέρισε, σώριασέ τους
σ’ ένα ρογό και κάψε τους. Πελέκα αυτούς του λύκους·
ξεσπέρμεψέ τους απ’ εδώ, κι η στάχτη τους, Βεζίρη,
ας ριπιστεί στον άνεμο, να μη ματαφυτρώσουν.

Κιοσές
—Όχι, δε χάνετ’ η Τουρκιά. Να κλαίτε το μερμήγκι,
π’ όταν η μοίρα τ’ οργιστεί, με ψεύτικα φτερούγια
βγαίνει στον κόσμο και πετά: ή στο νερό θα πέσει—
δεν είν’ αλήθεια, Ομέρπασα;— και θα βρεθεί πνιμένο,
ή θα τ’ αρπάξει το πουλί... Πού `ναι το παλληκάρι
που χτες μ’ ανδρειευότουνε;

Διάκος
—Εδώ `μαι, και σ’ ακούω.

Κιοσές
—Ποιος είσ’ εγώ δεν το ρωτώ. Για μέ τα ονόματά σας
θα να σβηστούν όλα μεμιάς, κι είναι καιρός χαμένος
εμείς να τα μαθαίνομε. Θέλεις να προσκυνήσεις
και να δεχτείς την πίστη μου;

Διάκος
—Κιοσέπασα, δε θέλω.

Κιοσές
—Θα να σε ψήσω ζωντανόν.

Διάκος
—Εμείς οι παλιοκλέφτες
έχομε σάρκα κάκοψη.
Κιοσές
—Χαλήλμπεη!... δικός σου.


Fatal error: Uncaught Error: Call to undefined function themefooter() in /home/stixoi/public_html/core.php:211 Stack trace: #0 /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php(658): Foot() #1 /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php(1371): mob_details('76362') #2 /home/stixoi/public_html/stixoi.php(22): include('/home/stixoi/pu...') #3 {main} thrown in /home/stixoi/public_html/core.php on line 211