Ἀθανάσης Διάκος – Άσμα τέταρτον
Στίχοι: Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Μουσική: Αμελοποίητα
1η ερμηνεία:

Κοιμάται ακόμα η Αρβανιτιά, χορτάτη, αποσταμένη,
μες στην πυκνή τη χλωροσά. Τόσες χιλιάδες κόσμος,
κι ούτ’ ένα όνειρο γλυκό, ούτ’ ένα καρδιοχτύπι!
Στου ύπνου της τη συγνεφιά δεν έλαμπαν ελπίδες,

δε φέγγει πόθος μακρινός. Στα μάτια της μαυρίλα
και στην καρδιά της ερημιά. Τ’ ανθρώπινα κοπάδια
απ’ το βαρύν τον κάματο βουβά, αποκαρωμένα,
μες στα λουλούδια τ’ Απριλιού μαυρολογούν, πλαγιάζουν,
σα να `τανε συντρίμματα, χορταριασμένες πέτρες

όπου είχε πάρει ο χαλασμός από κανέναν πύργο
και τα `χε σπείρει εδώ κι εκεί με του σεισμού το χέρι.
Ακόμα η Πούλια είναι ψηλά και της αυγής ακόμα
τ’ ορνίθι δεν ελάλησε. Προτού να βασιλέψει
το δρέπανο του φεγγαριού, σ’ ενός βουνού τη ράχη

εστάθηκε για μια στιγμή και πικραμένο ρίχνει
την ύστερή του τη ματιά στο έρμο το Ζητούνι.
Εμαύρισαν οι λαγκαδιές. Στο μελανό του κύμα
τ’ αγέρι πνίγει τα σπαρτά, τα δέντρα, τα λιβάδια,
γένονται θάλασσα οι στεριές, λες ότι αυτό το βράδυ

ήρθε με δυο μεσάνυχτα κι αργεί να ξημερώσει.
Μες στο σκοτάδι το βαθύ χιλιόχρονο ρουπάκι
φοβέριζε τον ουρανό με τ’ αγριομάνητό του.
Στοιχειό της γης περήφανο, βουλήθηκε να φτάσει
τα σύγνεφα με τα κλαριά, τον Άδη με τη ρίζα,

και δεν ανανοήθηκε που ο χαλαστής ο χρόνος
του `χε φωλιάσει στην καρδιά και τὄσκαφτε λαγούμι
δουλεύοντας σιγά σιγά με τα σκυλόδοντά του.
Εις το βαρύν τον ίσκιο του, περίχαρο λουλούδι
ποτέ δεν εξεφύτρωσε. Ούτε το χαμομήλι

ούτε η χολάτη η κυκλαμιά. Ολόγυρά του σπλόνοι
και δρακοντιές φαρμακερές. Στο χώμα κάπου κάπου
σπαρμένα ραχοκόκαλα, που τα `χε ξεσαρκώσει
ο τραπεζίτης του σκυλιού, του κόρακα το νύχι,
εσέποντο χωρίς ταφή. Κι ανίσως πλανεμένος

κανείς εδιάβαιν’ απεκεί κι ένιωθε τα σαράκια
να πριονίζουν άγρυπνα τα κούφια κατακλείδια,
κι ολονυχτίς να τρίζουνε, έκανε το σταυρό του
κι ούτε που γύριζε να ιδεί το φοβερό το δέντρο.
Στη μαύρη την κουφάλα του εμόνιαζε ένας γύφτος,

γέροντας, κακοτράχαλος, βουβός, φωτοκαμένος,
ανάθρεμμα της ευλογιάς, της λώβας στερνοπαίδι.
Τον έβοσκε βαθύ χτικιό, του θέριζε τα σπλάχνα
έχθρα κρυφή, παντοτινή, για τ’ άνθη, για τ’ αστέρια,
για του παιδιού την ευμορφιά, κι έτρωγε με το μάτι

ό,τι το χέρι το σκληρό δεν έφτανε να φθείρει.
Έκλωθε τη σαπίλα του στρωμένος στα ξεσκλίδια
που τὄφερνε πάσα φορά το κλεψιμιό, η κρεμάλα.
Αχώριστοί του σύντροφοι, σφυριά, τριχιές, αμόνι,
στουρνάρια για το γδάρσιμο, παλιόκαρφα, ψαλίδες,

μια νυχτερίδα, ένας σκορπιός, μια κίσσα, μια χελώνα.
Κανένας δεν εγνώριζε στη Λιβαδειά πώς ήρθε.
Τον είχε ρίξει σύγνεφο;... Τον είχανε ξεράσει
Τα χώματα του ρουπακιού;... Κανένας δεν το ξέρει.
Όταν τη νύχτα στον τροχό τα σύνεργα επερνούσε

κι ανάδευε τα χέρια του κι έτρεμε το κεφάλι,
παρασαρκίδα αφύσικη μες στην κοιλιά του δέντρου,
εφάνταζεν από μακρά ότι ήτον θεριεμένο
χταπόδι στη θαλάμη του, που πρόσμενε κυνήγι
κι ανήσυχο παράδερνε με τους απλοκαμούς του.

Σ’ αυτόν το λάκκο από βραδύς θαμμένος είν’ ο Διάκος,
τ’ αστροπελέκι του βουνού σβηέται σ’ αυτό το μνήμα.
Χαρούμενο στ’ αρπάγια του τον έχει το σφελάγγι
και του βυζαίνει την ψυχή. Ξερές παλαμονίδες
του στρώνει μέσα στη σπηλιά και τονε ρίχνει επάνω.

Με δαγκανάρια, με σχοινί τα χέρια ξεκλειδώνει
και τα φορτώνει σίδερα, του δένει τα ποδάρια,
χαλκά του σφίγγει στο λαιμό. Τα στήθια του πλακώνει
μ’ έν’ αγκωνάρι κοφτερό. Τα σερπετά μαυλίζει
και τα τινάζει επάνω του... Ύστερα, διπλοπόδι,

τα παραμόνευε ο φονιάς μην αποκοιμηθούνε
κι αφήσουν ατελείωτο το νυχτοκάματό τους.

Ακοίμητο, αγρυπνούσ’ εκεί και του Θεού το μάτι.
Χιλιάδες ήρθανε μεμιάς τριγύρω στο Θανάση
ψυχές μεγαλοδύναμες από τον άλλον κόσμο

με τα παλιά τους βάσανα, με την παλικαριά τους,
και του φιλούν το μέτωπο και τον περιδροσίζουν.
Στη σκοτεινή του φυλακή, γαλανοφορεμένες,
απλώνουν τα φτερούγια τους κι επάνωθέ του ανοίγουν
βαθύν απέραντο ουρανό και του τον αστερώνουν
μ’ αθάνατες ενθύμησες, μοσχοβολιές του τάφου.

Κατέβηκε ο Φιλόθεος με θυμιατό στο χέρι
και λιβανίζει κι ευλογά. Μαζί του κι ο Δημήτρης
κρατώντας στο δισάκι του κρυμμένα του Δεσπότη
τ’ αγαπημένα λείψανα, σαν να ζητούσε νά βρει

λιγάκι χώμα, ψυχικό, ελεύθερη μιαν άκρη
για να τα θάψει ο δύστυχος. Τους συντροφεύει ο Κούρμας.
Πλατύς, ψηλός σαν έλατος κι ο Πάνος Μεϊντάνης
με το μικρό Χορμόπουλο και με το Σπαθογιάννη.
Είδε του Βάλτου το θεριό, το Χρήστο το Μιλιόνη,

με τη στερνή του την πληγή. Το Γιάννη Μπουκουβάλα
γυμνό βαστώντας το σπαθί σα να `φτανε τρεχάτος
ψηλ’ από το Κεράσοβο. Σιμά του ο Μητρομάρας.
Εφάνηκε ύστερα ο Σταθάς, θολός, ανταριασμένος,
θαλασσοπούλι πὄσταζεν αφρούς απ’ την Κασσάνδρα.

Ο Ζήδρος ο ανήμερος. Ο Θύμιος ο Βλαχάβας,
που `χε παράπονο κρυφό γιατ’ ήτον πεθαμένος
και δεν μπορούσε μια φορά να μαρτυρήσει ακόμα
για τ’ όνειρό του το γλυκό. Ο Βλαχαρμάτας Βέργος.
Ο Λιας από τη Βίδαβη. Επέρασε ο Λαμπέτης

και δείχνει τ’ Αστραπόγιαννου την κάρα ματωμένη
στην αγκαλιά του την πιστή. Εκεί κι ο Αμπελογιάννης
με τρεις θηλιές που εσφίγγανε τον άγριο το λαιμό του.
Ο Κωσταντάρας πὄφερνε στον ώμο το παιδί του
σφαμένο με τα χέρια του, μονάκριβή του κλήρα,

γιατί, κακούργιο, εντρόπιαζε τ’ άρματα, τη γενιά του.
Ο Λάζος, ο Βρικόλακας, ο γερο-Κώστα Πάλας,
ο Καλιακούδας ο Λουκάς, ο Χρόνης, ο Γυφτάκης,
τ’ Ανδρούτσου τ’ άσπρο φάντασμα, τρανό σαν το Βελούχι
με τον ψυχοπατέρα του, το Βλάχο το Θανάση,

λιοντάρια που δεν άφηναν τον Άδη σ’ ησυχία.
Ο Λιάκος απ’ τον Όλυμπο. Εκεί κι ο Κοντογιάννης
που γύρευε συχώρεση να πάρει για το Μήτσο.
Ο Κατσαντώνης πὄδειχνε με κρυφοπερηφάνια
στα κόκαλά του το σφυρί... Ο Δίπλας στο πλευρό του.

Ο Αλέξης ο Καλόγερος, οι Κατσικογιανναίοι,
αχώριστοι στο σκοτωμό, στο μνήμ’ αδερφωμένοι.
Της Λάμιας ο σταυραϊτός πλακώνει, ο Χρήστος Γρίβας.
Σε φλογισμένο σύγνεφο διαβαίνει θρονιασμένος
εμπρός στο Διάκο ο Σαμουήλ, της Κιάφας ο προφήτης.

Κρατεί στη ζωνη τα κλειδιά που πήρε από το Κούγκι
όταν τον έφαγε η φωτιά. Αχτίδες τα μαλλιά του,
τα γένια σπίθες και καπνός. Οι πέντε του συντρόφοι
στον ώμο τους τονε βαστούν. Ανέμιζαν τριγύρω
στο φοβερό καλόγερο παιδιά βυζασταρούδια,

αγράμπελες που εφύτρωσαν στο βράχο του Ζαλόγγου,
καθένα του `χε η μάνα του στην τραχηλιά της ρόδο.
Κι ανάμεσό τους φαίνεται ο γερο-πολεμάρχος
σαν περατάρης γερανός που σέρνει στα φτερούγια
τα χιλιδόνια του Μαρτιού δαρμέν’ απ’ την αντάρα.

Μ’ ανέλπιστη παρηγοριά ο πεθαμένος κόσμος
το πονεμένο το κορμί ραντίζει του Θανάση.
Κι επίστεψεν από μακρά ότ’ είδε το λημέρι
που την ψυχή του επρόσμενε. Ερίζωσε η καρδιά του
βαθύτερα στα σωθικά, του φώλιασε στα μάτια

γλυκιά της μάνας του η ευχή. Σκοτίδιασε το φως του
Κι αποκαρώθηκε ο φτωχός. Τα σερπετά δειλιάζουν
στ’ αγώγι τους και φεύγουνε. Νεκρώνεται κι ο γύφτος,
η φύσις όλη εσίγησε, λες κι ήθελε ν’ αφήσει
ελεύθερα να κατεβούν τα ονείρατα του Διάκου.

Κι ιδού του `κάστηκε μεμιάς ότ’ είδε την κουφάλα
του δέντρου ν’ αναδεύεται· του ρουπακιού τα φύλλα
να πέσουν όλα καταγής, να μεταμορφωθούνε,
να γένουν σάρκες ζωντανές, και τ’ άψυχο το ξύλο
να λάβει ανθρώπινη μορφή. Η φλούδα μοναχή της

χωρίζει, ξεδιπλώνεται, και τότε με το χέρι,
το σιωπηλό το φάντασμα που στέκει επάνωθέ του,
τη σήκωσε, την έριξε στην πλάτη του σα ράσο,
κι έμειν’ εμπρός του ακίνητο... Τριγύρω στο λαιμό του
χαράκι κόκκινο βαθύ, σα να `θελε περάσει
εκείθε η κόψη του σπαθιού...

Ησαΐας
—Χριστός ανέστη, Διάκε!

Διάκος
—Παπά, τι θέλεις από με;... Πούθ’ έρχεσαι;... Ποιος είσαι;

Ησαΐας
—Ποιος είμαι, Διάκε;... και ρωτάς; Κοίταξε... ο Ησαΐας.
Έλα μαζί μου γρήγορα, μη μας προλάβ’ η μέρα.

Διάκος
—Δεσπότη μου, μ’ εδέσανε... Τα σίδερά μου κόψε.

Ησαΐας
—Θανάση, μην είσ’ άπιστος... Δε σε κρατεί κανένας.

Ανέβηκαν μεσουρανίς. Πετούν... Πετούν ακόμα...
Αφήνουν πίσω τους βουνά και πέλαγα κι αστέρια.
Τρυγόνια διαβατάρικα, που πήγαιναν στη Δύση,
τους απαντούν στα σύγνεφα και τους καλημερίζουν.

Ο Διάκος τα χαιρέτισε, τα βλόγησε ο Δεσπότης
και τα ρωτά πού θα σταθούν να ξεκαλοκαιρέψουν,
κι εκείν’ απολογήθηκαν: "Στα Σάλωνα, στη Γκιώνα,
στη Λιάκουρα τη δροσερή, στης Γκούρας τ’ ακροβούνια."

Ησαΐας
—Αλλάξετε το δρόμο σας, πουλιά μου ευλογημένα,
συρέτε αλλού να ζήσετε και να ζευγαρωθείτε.
Εκεί εθολώσαν τα νερά, είναι φωτιά τ’ αγέρι,
και δε θα βρειτε για φωλιά ούτε κλωνί χορτάρι.

Οι δυο ψυχές πάντα πετούν... Πετούν ολίγο ακόμα
και φτάνουν σ’ ένα ψήλωμα...

Ησαΐας
—Θανάση, στάσου τώρα
κι ολόγυρά σου κοίταξε.

Διάκος
—Δεσπότη!... Ποια είν’ εκείνη
η χώρα που μαυρολογά, χτισμένη σ’ εφτά ράχες;...
Μου φαίνεται άγρια θάλασσα, και το ρογχάλιασμά της
τ’ ακούω που φτάνει ώς εδώ...

Ησαΐας
—Προσκύνησε το Θρόνο
του πρώτου μας του Βασιλιά, το μνήμα του στερνού μας...
Πώς τρέμεις, Διάκε; Γιατί κλαις;... Θανάση... είναι δική μας.

Διάκος
—Ελεημοσύνη... Ένα σπαθί... πριν φέξει τηνε παίρνω...

Ησαΐας
—Διάκε, δεν ήρθ’ η ώρα μας. Θα βαφτιστούμε πρώτα
στο αίμα, στα παθήματα, και κοφτερά στουρνάρια
στο μετερίζι του βουνού το γόνα μας θα τρίψουν.

Θα πιούμε τον ιδρώτα μας. Θα μείνει μαύρη χήρα
η γη μας η ταλαίπωρη, και τα κοιλόρφανά της
θα μάθουν να χορταίνουνε λαθύρια, βρακανίδες
και του νερού τα κάρδαμα, παρά να τα σαρκώνει
του ξένου το άτιμο ψωμί, πὄχει προζύμι πάντα

φαρμάκια, καταφρόνεσες, περίγελα και δάκρυ.
Τότε θα `ρθεί περήφανο το γένος να χτυπήσει
τη θύρα της Αγια-Σοφιάς με του σπαθιού τη φούχτα,
τα σιδερένια μάνταλα στην προσταγή θα πέσουν,
κι εκεί που τώρ’ ανάσκελα, μ’ ολόρθα δαγκανάρια,

με το λαρύγγι διάπλατο, θρασομανάει και χάσκει
το μισοφέγγαρο χρυσό, σαν να `θελε με πείσμα,
αφού μας έφαγε τη γη, να πιει τον ουρανό μας,
ο Σταυρωμένος θα σταθεί... Μην κλαις... είναι δική μας.

Διάκος
—Κι εμείς, πατέρα μου, οι φτωχοί, θα `μεθα πεθαμένοι;...

Ησαΐας
—Θα να χτιστεί με κόκαλα το μακρινό γεφύρι.
Μην είσαι, Διάκε, αχόρταγος. Κοίταξ’ εκεί ποιος άλλος
με το κορμί τα θέμελα θα να στοιχειώσει τώρα.
Θανάση μου! Γονάτισε... Κρεμούν τον Πατριάρχη!

Εγονατίσανε βουβοί. Κι ευθύς στην έρμη χώρα
έβρεξε φως από ψηλά και τηνε πλημμυρίζει.
Και κόσμον είδανε πολύν, σιμά στο περιγιάλι,
να μερμηγκιάζει ανήσυχος και μέσ’ από `να ξύλο,
οπού είχε αράξει βιαστικά, το Γέρο να προβάλλει
με τ’ απανωκαλύμμαυκο, με το ραβδί στο χέρι.

Τα βάσανά του, οι αγρυπνιές, τα χρόνια του, οι νηστείες,
το φοβερό το μυστικό, που εκράτει κλειδωμένο
βαθιά στα φυλλοκάρδια του, τον είχανε συντρίψει
κι είναι το πάτημά του αργό. Φονιάδες λυσσασμένοι
τον έσπρωχναν να περπατεί, και τα γεράματά του

περιγελούσανε σκληρά. —"Τη λαγουδιά σου χτύπα...
Εμπρός... κι οι λύκοι, πιστικέ, θα φαν τα πρόβατά σου".
Τον έσυραν σε μια αδειά... Πέφτει στη γη... Σταυρώνει
τα χέρια να τον κόψουνε... "Εμπρός!... εμπρός!... Δεσπότη,
δεν έχεις σβέρκο για σπαθί... Ακέριος θα πεθάνεις".

Μουγκρίζει ο ανεμοστρόβιλος. Σφιχτά τον αγκαλιάζουν
και τονε διώχνουν παρεμπρός: "Μόχτα, Δεσπότη... μόχτα...
και στο πατριαρχείο σου θα βρεις να ξαποστάσεις".
Κι ανεμοδέρνει τ’ αλαφρό, το μαραμένο φύλλο.
Αφού τον έφεραν εκεί κι αφού τον παραδώκαν,

εβουβαθήκανε μεμιάς. Ένας στον άλλο επάνω
λαχομανούν, αφρίζουνε... Στη μεσινή τη θύρα
σε λίγο τρίζει το σχοινί... Αλαλαγμός, κατάρες...
Σπαράζει τ’ άγιο λείψανο... Τ’ αχόρταγα τα όρνια
ολόγυρά του σφίγγονται... Του ξέσχισαν τα ράσα...

Ξεγύμνωσαν τα στήθια του κι εφάνηκε στον ήλιο
απόκρυφη λαβωματιά... Πλευρώνουν την κρεμάλα
γριές αρκουδογύφτισσες και με τα δοκανίκια
του δέρνουνε το πρόσωπο... Πλακώσαν κι οι Εβραίοι
και ξεκρεμάσαν το νεκρό... Αρπάζουν την τριχιά του,

δαιμονισμένοι τρέχουνε... Οπίσωθε αλυχτούσαν
χιλιάδες σκύλοι νηστικοί... Εφτάσαν στ’ ακρογιάλι...
Στου Πατριάρχη το λαιμό δένουν σφιχτά μια πέτρα
και μ’ ένα ρυάσιμο βραχνό, που τ’ άκουσαν οι τάφοι
και τα παιδιά μες στην κοιλιά, στα χέρια τονε παίρνουν

και τον πετούν στη θάλασσα... Νυχτώνει... ο πεθαμένος
προβαίνει στην αστροφεγγιά... Σιωπηλά τ’ αγέρι
φυσά μες στ’ άσπρα του μαλλιά... Το λείψανο αρμενίζει...
Τ’ ακολουθούν τα κύματα... Η νεκροσυνοδεία
σ’ ένα καράβι σταματά... Του μάρτυρα τα πόδια

χτυπούν την πρύμη μια φορά... χτυπούν πάλε την πλώρη...
Ετρίξανε οι ξυλοδεσές... Ξυπνούν... τον ανεβάζουν...
εμπρός του γονατίζουνε. Ο πρωτοσύγγελός του
τονε γνωρίζει... του φιλεί το μέτωπο, τα χέρια...
Σηκώνουνε το σίδερο... Με τα πανιά απλωμένα
σχίζει την άβυσσο ο νεκρός στο ξυλοκρέβατό του...

Ησαΐας
Θανάση μου, ενικήσαμε!... το ψυχομάχημά του
μεταλαβή κι αντίδωρο...

Διάκος
—Πατέρα δε θα νά `ρθει
για μας, που πρωιμίζομε, Δευτέρα Παρουσία
σ’ αυτήν την ακροπελαγιά;... Αυτό το έρμο χώμα
δε θα το ιδούν ελεύθερο μια μέρα οι πεθαμένοι;

Ησαΐας
Πίστευε, Διάκε, στου Θεού την παντοδυναμία.

Διάκος
Δεσπότη μου!... Πνεματικέ!... Στου δέντρου την κουφάλα
πριν ξημερώσει να με πας... Και μη με παρατήσεις...

Ησαΐας
Θα σου `ναι πάντα στο πλευρό μ’ εμέ κι ο Πατριάρχης.

Απλώνουν πάλε τα φτερά. Συχνά, συχνά ο Θανάσης
πετώντας έστρεφε να ιδεί, στη νεκρωμένη χώρα
το θόλο της Αγια-Σοφιάς, οπού φεγγοβολούσε
στο πρώτο γλυκοχάραμμα, όσο που λίγο λίγο
τον έχασε απ’ τα μάτια του... Ελάλησε τ’ ορνίθι

και τ’ όνειρό του εσβήστηκε... Ξυπνά και βλέπει ακόμα
το γύφτο, που ρογχάλιαζε κι επάνωθέ του μαύρα
το φοβερού του ρουπακιού τα φύλλα, τα κλωνάρια.


Fatal error: Uncaught Error: Call to undefined function themefooter() in /home/stixoi/public_html/core.php:211 Stack trace: #0 /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php(658): Foot() #1 /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php(1371): mob_details('76456') #2 /home/stixoi/public_html/stixoi.php(22): include('/home/stixoi/pu...') #3 {main} thrown in /home/stixoi/public_html/core.php on line 211