Ελπίδα

Δημιουργός: Άγγελος Αραβαντινός

Ένας νεαρός στερήθηκε ότι πολυτιμότερο είχε. Περιφέρεται σαν φάντασμα μέχρι τη στιγμή που θα συναντήσει τον ψαραντώνη και τη μαγεία της θάλασσας.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Τα λιγοστά άστρα τρεμοπαίζουν παράξενα το χλωμό τους φως, λίγο πριν εγκαταλείψουν το ουράνιο στερέωμα. Ένας θλιβερός σκοπός αντηχεί από την άκρη της προκυμαίας και μια φιγούρα φαίνεται να πλησιάζει με αργό βηματισμό.
Ο γερο–ψαράς, σκυμμένος μέσα στη βάρκα, ακούει το μελαγχολικό σφύριγμα, ανασηκώνει ελαφρά το κεφάλι και με μια κοφτή ματιά διακρίνει έναν νεαρό, ντυμένο ανάλαφρα, να καταφτάνει στον ξύλινο μόλο. Η ματιά του ασάλευτη, προσηλωμένη θαρρείς σε κάποιο φανταστικό συνομιλητή.
Ο νέος τον προσπερνάει χωρίς να τον προσέξει και συνεχίζει το δρόμο του λες και βρίσκεται χαμένος σε κάποια άλλη διάσταση. Την ίδια στιγμή ο ηλικιωμένος άντρας γυρνάει το κλειδί βάζοντας μπρος τη μηχανή της μικρής βαρκούλας.
Και ξαφνικά, λες και κάποιο αόρατο χέρι του κόβει το δρόμο, το νεαρό αγόρι μένει με το βήμα μετέωρο. Βγαίνοντας από το λήθαργο, αρχίζει να πισωπατεί, στρίβει και με τρεις δρασκελιές φτάνει στην ξύλινη βάρκα.
Κοντοστέκεται ακίνητος με τα χέρια χωμένα στις τσέπες, κοιτάζοντας εξεταστικά τον καπετάν Αντώνη, ενώ εκείνος λύνει τα σχοινιά από τη δέστρα.
«Θα με πάρεις καπετάνιε μαζί σου;»
«Έμπα μέσα», του απαντά ζυγιάζοντάς τον.
Έπειτα, ο γερο-ναυτικός δυνατά και σταθερά βιράρει την άγκυρα, κάθεται στη θέση του, κανονίζει το δοιάκι και σπρώχνοντας τον μοχλό η βαρκούλα ξεκινά ασθμαίνοντας.
Πέρασαν δεν πέρασαν δέκα λεπτά και καθισμένος κατάπλωρα, ο νέος είχε βυθιστεί στις σκέψεις του, έχοντας το βλέμμα στυλωμένο στη ρυθμική κίνηση του νερού. Η αύρα της θάλασσας τρύπωνε αργά σε κάθε πόρο του κορμιού, δημιουργώντάς του μια αίσθηση γαλήνης και ηρεμίας. Την ρουφούσε με βουλιμία, πιστεύοντας ότι έτσι θα μπορέσει να διώξει τις συναισθηματικές τοξίνες που είχαν εγκατασταθεί για τα καλά στην ψυχή, στην καρδιά και στο μυαλό του.
Ύστερα από λίγο ο ψαραντώνης, βρίσκοντας τα σημάδια του, τράβηξε τον μοχλό κόβοντας μεμιάς την ταχύτητα της βάρκας. Πέρασε τα κουπιά στους σκαρμούς και η «ΕΛΠΙΔΑ», ένα παλιό αλλά γερό σκαρί, διέσχιζε τώρα σαν αργοκίνητος κύκνος τα ήρεμα νερά. Ο γλυκός παφλασμός των κυμάτων έβγαλε από τις σκοτεινές σκέψεις το παλικάρι. Έμοιαζε να συνέρχεται και στρέφοντας λοξά το κεφάλι ρώτησε :
«Φτάνουμε καπετάνιε;»
«Ναι παιδί μου. Εσύ που βλέπεις καλά, για πες μου : Ο φάρος με τις μεγάλες κολώνες είναι αναμεσίς σε κείνα τα δυο μεγάλα δέντρα, απέναντι, πάνω στο λόφο;»
«Πρέπει να πάμε λίγα μέτρα πιο μπροστά».
Ο γέροντας γύρισε προς τη μεριά της αγουροξυπνημένης πολίχνης του Ληξουρίου ψάχνοντας να βρει το καμπαναριό του Αγίου Γερασίμου. Δεν δυσκολεύτηκε να το εντοπίσει. Στεκόταν εκεί, ολόφωτο, σπαθίζοντας ένα μολυβένιο σύννεφο στον γκρίζο ουρανό. Το νοητό τρίγωνο είχε σχηματιστεί. Ήταν στο σωστό σημείο, στον κυνηγότοπο των ψαριών.
«Φούνταρε την άγκυρα», του είπε ο ψαράς κι έπιασε να ετοιμάσει τα δολώματα μέχρι ν’ ακινητοποιηθεί η βάρκα.
«Με τι δολώνεις γέροντα;»
«Στα δυο αγκίστρια βάνω γαρίδα και στο τελευταίο κάτω ψαροτροφή για να μαζωχτούν τα ψάρια», του απάντησε ετοιμάζοντας και τη δεύτερη καθετή. «Πάρ’ την και ρίξ’ την να πάει στο καλό».
Το βαρίδι κάθισε στον πυθμένα, δεκαοχτώ οργιές κάτω. Τα πεινασμένα ψάρια μυρίστηκαν τα δολώματα κι άρχισαν γρήγορα τις βόλτες γύρω τους.
«Κράτα ήρεμα την πετονιά και προσπάθησε να νοιώσεις το τσίμπημα», τον συμβούλευσε ο καπετάν Αντώνης.
Ύστερα από λίγο ο γερο-ψαράς, σίγουρος, μάζευε με αργές αλλά σταθερές κινήσεις την πετονιά του.
«Υπέροχος σπάρος, θα ’ναι καλή η ψαριά μας σήμερα!» είπε βάζοντάς τον σ’ ένα κόκκινο κουβά.
Δίχως να χάσει καιρό δόλωσε αμέσως κι έριξε την καθετή, ενώ ο σπάρος φτεροκοπούσε προσπαθώντας με αγωνία να κρατηθεί στη ζωή.
«Μάλλον τσίμπησε! Το έχω πάνω στο αγκίστρι», φώναξε ο νεαρός.
«Το νου σου να μην σου φύγει. Τράβηξέ το πάνω».
Το αγόρι μάζεψε την πετονιά, αλλά τα δολώματα είχαν φαγωθεί.
«Δόλωσε και ξαναρίχτο», τον παρότρυνε ο ψαραντώνης ρίχνοντας για παρέα του σπάρου, λυθρίνια, χάνους και μπαλάδες.
Ο φλοίσβος, σύμμαχός τους, έδωσε ένα ρυθμικό λίκνισμα στη βαρκούλα. Ένας πάλλευκος γλάρος προσθαλασσώθηκε δίπλα τους ζητώντας ν’ ανταλλάξει τη συντροφιά του μ’ ένα καλό μεζέ.
Πέρασε ένα τέταρτο κι ο νεαρός ανέβαζε τ’ αγκίστρια του συνέχεια αδειανά. Τα ψάρια του ξέφευγαν και κείνος δεν μιλούσε, το πρόσωπό του έγινε πάλι σκυθρωπό.
Ένας κατακίτρινος ήλιος έσπασε τη σιωπή σκαρφαλώνοντας με υπομονή το στιβαρό όγκο του βουνού, ξεδιπλώνοντας ένα αραχνοΰφαντο πορτοκαλί πέπλο που αναμίχθηκε με το μαβί της θάλασσας.
«Η ατυχία με κυνηγάει ακόμη και στο ψάρεμα», ψιθύρισε ο νεαρός.
«Δεν είναι έτσι όπως τα λες αγόρι μου. Λείπει η γνώση και η εμπειρία. Βασανίζεσαι και δεν μπορείς να βρεις τον δρόμο σου, αλλά και η καρδιά σου είναι πληγωμένη», του αποκρίθηκε ο γερο-ψαράς με ήρεμη, ζεστή φωνή.
«Δίκιο έχεις γέροντα! Η καρδιά μου πονάει, πονάει πολύ. Και κάθε μέρα που περνάει ακόμη χειρότερα. Στις σκέψεις μου έρχεται μόνον “Εκείνη”», είπε θέλοντας να ξαλαφρώσει από το ανείπωτο βάρος που κουβαλούσε στην ψυχή του.
Σε λίγο, παίρνοντας θάρρος άρχισε να μιλάει για τη μοναδική αγάπη της ζωής του που έφυγε ξαφνικά κι αναπάντεχα στα καλύτερά της νιάτα, έπειτα από ένα θανατηφόρο τροχαίο. Του μίλησε ακόμα για τα όνειρα και τα σχέδια που έκαναν για τη ζωή. Ζούσε όσο ζούσε και κείνη. Μέλλον δεν υπήρχε τώρα γι’ αυτόν. Είχε πεθάνει μέσα σε μια στιγμή. Έτσι εδώ και μερικούς μήνες σαν φάντασμα περιφερόταν, στους δρόμους, στις πλατείες, στην προκυμαία … θρηνώντας τον απροσδόκητο χαμό της.
«Περνάς μεγάλο πόνο παλικάρι μου. Η μοίρα σου στέρησε ότι πολυτιμότερο είχες! Σου έκλεψε την ίδια τη ζωή! Όμως πρέπει να προσπαθήσεις να το ξεπεράσεις, να προχωρήσεις», του είπε στοργικά.
«Πώς; Πώς να τα καταφέρω; Δεν ξέρω κι αν το θέλω ακόμη», ψέλλισε στενάζοντας ο νεαρός.
«Το θέλεις νεαρέ μου, το θέλεις! Και θα τα καταφέρεις! Η φύση θα γιάνει τις πληγές σου! Το Σύμπαν θα σε γιατρέψει».
«Μα πώς; Δεν σε καταλαβαίνω».
«Θα καταλάβεις. Ρίξε πάλι την καθετή, άφησε ελεύθερη τη σκέψη σου και προσπάθησε να νοιώσεις τη φύση. Άκου τους κραδασμούς της θάλασσας, δες το παιχνίδισμα του ήλιου, νοιώσε την πνοή του αγέρα και την κουβέντα των γλάρων…» είπε ο γερο-ψαράς και βύθισε την τραγιάσκα του μέχρι τα μάτια.
Πέρασε κάμποση ώρα μέχρι να γαληνέψει η ψυχή του αγοριού. Αφουγκράστηκε με προσοχή την ανάσα της ζωοδότρας θάλασσας, η οποία θαρρείς και τον καλούσε να της αποκαλύψει τα μυστικά του. Προσπάθησε να γίνει ένα με τη φύση κρατώντας ευλαβικά την πετονιά, περιμένοντας με καρτερικότητα το θεϊκό τσίμπημα.
Μισόκλεισε τα μάτια θέλοντας να εκμεταλλευτεί τούτο το μαγευτικό παιχνίδι της υπομονής. Τίναξε ελαφρά το κεφάλι και τα πόδια σαν να επιχειρούσε να αποτινάξει ένα βάρος από πάνω του κι έπαιρνε αργές αναπνοές προσπαθώντας να σταματήσει το χρόνο. Μοναδικό σημείο επαφής και επικοινωνίας με τη μαγική θάλασσα, η ασημένια χορδή από την οποία ελάμβανε τα υπερκόσμια μηνύματα.
Πάλεψε να διώξει μακριά κάθε σκέψη. Του κάκου όμως, δεν τα κατάφερε. Οι σκέψεις είναι σαν τα πουλιά, πάνε κι έρχονται…
Σήκωσε το βλέμμα προς το νότο παρακολουθώντας κάτι βιαστικά σύννεφα που έτρεχαν, προσπαθώντας ν’ αποφύγουν το τσουρούφλισμα των μεταξένιων αχτίδων του ήλιου. Και τότε, εκεί, πάνω σ’ ένα απόκοσμο πορφυροκίτρινο σύννεφο εμφανίστηκε η μορφή της Ελένης που του χαμογελούσε όπως παλιά. Οι γλάροι νοιώθοντας τούτη την κοσμική επικοινωνία, έπαψαν τις κραξιές και τα ρεκάσματα κι έδωσαν αντίθετη φορά στην κλίση των φτερούγων τους και με τέλειους γεωμετρικούς σχηματισμούς ακολούθησαν το μονοπάτι του ανέμου.
«Φεύγω Πέτρο! Φεύγω τώρα! Φεύγω για πάντα!» του είπε η αγαπημένη του.
Τότε εκείνος ανατριχιάζοντας σύγκορμος, παράτησε την πετονιά, σηκώθηκε όρθιος κι έτεινε το χέρι θέλοντας να την σταματήσει.
«Μην προσπαθείς άδικα! Ήρθα για να σου πω ότι ετούτος ο κύκλος για μένα έκλεισε. Για σένα είναι ακόμη ανοιχτός και πρέπει να τον ολοκληρώσεις. Γύρνα πίσω στη ζωή! Στη ζωή που σε περιμένει εκεί έξω! Εγώ επιστρέφω! Επιστρέφω εκεί που γεννήθηκα, εκεί που ανήκω! Γεια σου Πέτρο!» και μ’ ένα στροβιλισμό χάθηκε στα ουράνια μονοπάτια του Κοσμικού Ορίζοντα.
Η ώρα είχε περάσει κι ο ήλιος έγνεψε στο γερο-ψαρά να πάρει τα κουπιά. Ο καπετάν Αντώνης, μάρτυρας αυτού του Συμπαντικού γεγονότος, γύρισε τη βάρκα και πήρε το δρόμο της επιστροφής λάμνοντας στη χρυσαφένια ατραπό του ήλιου.
«Την είδες καπετάνιε;»
«Την είδα παλικάρι μου».
«Έφυγε! Έφυγε για πάντα!»
«Το ξέρω παιδί μου! Κοίταξε να φυλάξεις βαθιά μέσα στην καρδιά σου όλα τα υπέροχα συναισθήματα που είχες για κείνη και να λευτερώσεις την ψυχή σου πετώντας από πάνω σου το μαύρο πέπλο που σε τυλίγει. Ο χρόνος θα τ’ αναλάβει όλα. Ύστερα, έβγα έξω και ψάξε. Ψάξε να βρεις μιαν άλλη σπίθα!»
Έφτασε μεσημέρι και η μικρή βαρκούλα με τους δυο συντρόφους έδεσε στο μόλο. Μ’ ένα σάλτο ο Πέτρος πήδησε έξω από τη βάρκα. Γύρισε να χαιρετήσει τον γέροντα και τότε το βλέμμα του καρφώθηκε στο όνομα της βάρκας: «ΕΛΠΙΔΑ». Ένα χαμόγελο άστραψε στα χείλη του.
«Ευχαριστώ! Σ’ ευχαριστώ για όλα! Είχες δίκιο καπετάνιε! Η ψαριά ήταν καλή!» του είπε σφίγγοντας δυνατά τα ροζιασμένα χέρια του.
Έσκυψε, τον φίλησε κι έφυγε τρέχοντας. Η ζωή του φύλαγε μιαν άλλη σπίθα και τώρα έπρεπε να την αναζητήσει!
Η θάλασσα είχε κάνει και πάλι το θαύμα της. Ο γερο-ψαράς έριξε στον ώμο την ψαριά και κίνησε για την αγορά…

* * * * *

Δημοσίευση στο stixoi.info: 04-01-2010