Ποια να είναι τάχα η Εδέμ;

Δημιουργός: dorieas, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΜΥΡΛΗΣ

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Σαλπάρουν τα καράβια κι εσύ ακόμα στην προβλήτα τα κοιτάζεις, να ξεμακραίνουν προς τις σιωπηλές κατευθύνσεις του αγέρα, καθώς οι ήλιοι αργοσβήνουν κάτω από τα ατίθασα, εγωιστικά μάτια σου.
Έμεινες μόνος στο μόλο, εσύ και κάτι σακάτηδες, εφήμερα ταλαντούχοι ναυτικοί, που αλληθωρίζουν στις μπουνάτσες αποζητώντας μονάχα στα μελτέμια να ξαπλώσουν. Άλλοι από αυτούς αχολογούν κι άλλοι χορεύουν στην Εδέμ που πρόχειρα μεταμοσχεύθηκε στους εγκεφάλους τους με τρόπο συμβιβαστικό.
Το βράδυ θα έρθει πιο νωρίς ετούτη τη φορά, μιας και χαιρέτησες ξανά επίδοξους καπετανέους που έχουν ολάκερα τα φόντα να ξεφύγουν από το βάλτο, γιομίζοντας τα αμπάρια της ματιάς τους με φουσκοθαλλασιές με εμπειρίες που ουτοπίες σου μοιάζουν μακρινές.
Η νύχτα γύρω από το μαγκάλι είναι μακριά, βουβοί, εσύ, ο Μπέν κι ο γέρος νέγρος. Στερέψανε οι θάλασσες, γιόμισε ο τόπος με στεριές, ξέρες που ανήθικα στοιχειώσανε το βλέμμα και τα όνειρα. Νομίζεις είσαι ο μόνος που ανησυχεί. Μα έτσι δεν είναι. Όλο ετούτο το συνάφι τα ίδια έχει να πει μα δύσκολα τα ξεστομίζει.
Ίσως φοβάται τον καιρό που πέρασε βιαστικός, ίσως κρύβεται πίσω από το ραγαδιασμένο δάχτυλο του λιποψυχώντας για την ανωριμότητα και τη γύμνια του αναπτυγμένου γίγνεσθαι. Ερυθρό το πρόσωπο, σφίγγουν τα χείλη και το μέτωπο γιομίζει από ρυτίδες, καθώς πλανάτε στην ορθρινή πια γαλήνη το ερώτημα το αναπάντητο.
Ποια να είναι τάχα η Εδέμ που είχανε τάξει στα παιδικά μυαλά πριν χρόνια οι δασκάλοι; Μην είναι ετούτη εδώ η γη, που είναι λιμάνι και σταθμός; Μιλιά κανείς δε λέει. Φοβάται, δεν ξέρει, δε θέλει ασυνείδητα να εκφράσει λέξεις δίχως ευχαρίστηση. Μην είναι η γη πέρα από τα κύματα, η νέα γη; Είναι κατάσπαρτη από μύθους; Από θησαυρούς ζηλευτούς; Ή μήπως ελλοχεύουν στις γωνιές της κουρσάροι που απομυζούν τα όποια κέρδη;
Ακροβατώντας σε ετούτα τα αναπάντητα μα τόσο ανήσυχα ερωτήματα, που είναι σαν του διαβόλου το κεντρί, θυμήθηκες τα λόγια μιας καπετάνισσας παλιάς που είχατε μοιραστεί στο Αλγέρι κάποιες νυχτιές κάτω από τα ίδια άστρα. Έλεγε εκείνη ¨ Όπου η καρδιά σου εκεί κι ο θησαυρός σου. Μα πρέπει οπωσδήποτε να βρεις το θησαυρό σου, για να έχουν νόημα όσα πέτυχες στο δρόμο το δικό σου¨
Μπορεί να είχε και δίκιο μονάχος μονολόγησες καθώς ο γέρος νέγρος περίεργα σε κοίταζε κι ο Μπέν κρυφόπινε λίγες γουλιές από τη ρακί που είχες στο φλασκί δίπλα σου. Μπορεί να είχε και δίκιο, καλό της δρόμο.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 28-10-2010