Ο άνθρωπος με τις ευχές (1 - 5)

Δημιουργός: siameum, Ανδρέας Πατσαλίδης

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Αγαπητοί φίλοι,

Αυτή τη φορά δε σας παραθέτω στίχους, αλλά μια ιστορία που άρχισα να γράφω εδώ και μερικές μέρες. Έχω ήδη τελειώσει 8 μικρά κεφάλαια (ανέβασα τα πρώτα 5) και σκοπεύω να τη συνεχίσω. Θέλω να τη μοιραστώ μαζί σας και αν είναι δυνατόν να διαβάσω τις δικές σας απόψεις επί του θέματος. Όλα τα πρόσωπα της ιστορίας είναι φανταστικά, όπως επίσης και οι ιστορίες που διηγούμαι. Θα χαρώ αν αφιερώσετε λιγάκι απ' τον χρόνο σας για να την διαβάσετε. Συγχωρέστε με για τα ορθογραφικά λάθη μου που σίγουρα θα εντοπίσετε. Η ιστορία θα αναβαθμίζεται κάθε φορά που θα προσθέτω κάτι καινούριο.

Σας ευχαριστώ



1. Το τραγούδι του κοριτσιού και του ζητιάνου

«Γιατί δε μου μιλάς;», την ρώτησε. «Τί νόμισες, ότι κόλλησα στο σύρμα και παριστάνω τον σκοινοβάτη τρεις μέρες τώρα; Μάλλον φταίνε τα μάτια μου που είναι μικρά και δεν τα είδες να σε κοιτούν, όμως σε κοιτάω εδώ και τρεις μέρες και μπορώ να πω πως δεν βαρέθηκα καθόλου. Γδύθηκες, ντύθηκες, διάβασες, έφαγες, ήπιες, έκλεισες τις κουρτίνες της σκηνής σου… Σκοτάδι. Μα τώρα τις ξανάνοιξες και σκέφτηκα να σου μιλήσω, μιας και ο εαυτός μου βαρέθηκε να με ακούει. Τραγικό, δεν νομίζεις;”

Τον είχε συναντήσει δέκα χρόνια πριν, σ’ ένα ταξίδι της. Η Σόφη δεν υπήρξε ποτέ αυτό που λέμε “εύκολος άνθρωπος” κι οι δικοί της ακόμα μετράνε τις πληγές τους. Ποιός την είδε και δεν την εφοβήθηκε σε περίπτωση που της καρφωνώταν κάτι στο μυαλό, συνήθως κάτι άπιαστο για τα δεδομένα του «πρακτικού μυαλού» κυρίως της μάνας της. Στα δεκαπέντε της κι ενώ οι συμμαθήτριες της ντυνόντουσαν σαν χριστουγεννιάτικα δέντρα για να βρουν την τύχη τους, αυτή προτιμούσε να καπνίζει και να πίνει ότι έβρισκε μπροστά της, να ντύνεται σαν σουρρεαλιστική ζωγραφιά και να κινείται προς κατευθύνσεις «ταμπού». Όσο πιο απαγορευμένες, τόσο το καλύτερο.

Η Σόφη ήταν όμορφη. Πολλοί την αποκαλούσαν «άγγελο». Ναι, ήταν άγγελος, ένας έκπτωτος άγγελος, όχι ψεύτικος και φτιαχτός σαν στις ταινίες, αλλά απόλυτα αληθινός. Μόνο που δεν υπήρξε ποτέ αγγελικά πλασμένη και πολλοί υποψήφιοι «κυνηγοί» το έμαθαν με άσχημο τρόπο, είτε με κεφάλι σκισμένο από μπουκάλι μπύρας, είτε από κτύπημα στα απόκρυφά, προφανώς διότι θέλησαν περισσότερα απ’ όσα έπρεπε.
Στην αρχή του ταξιδιού της η Σόφη βρέθηκε να ψάχνεται ανάμεσα σε άγνωστους, διασχίζοντας μια μεγάλη παγωμένη πλατεία, που όμοια της δεν είχε ξανασυναντήσει. Ήταν μόνη, αλλά ποτέ δεν σκέφτηκε να γυρίσει πίσω και να αντικρύσει τα επικριτηκά βλέμματα των δικών της. Περπατώντας λοιπόν στην πλατεία το βλέμμα της έπεσε σε ένα τυφλό ζητιάνο, ο οποίος όμως διέφερε αρκετά από την εικόνα που έχουμε σχηματίσει στο μυαλό μας για τους ζητιάνους. «Έχω μια ευχή», έλεγε χαμογελώντας σε όποιον πέρναγε από μπρος του και δεν δεχόταν να πάρει χρήματα. Αν μάλιστα κάποιος κατάφερνε να ρίξει λίγα κέρματα μπροστά του, αυτός τα εκσφενδόνιζε προς όλες τις κατευθύνσεις.

Όταν η Σόφη τον πλησίασε, δεν μπορούσε να πιστέψει σ’ αυτά που άκουγε. «Τί γυρεύει ένα μικρό κορίτσι σ’ αυτό το μέρος και με τέτοιο καιρό;», της είπε. «Πώς ξέρεις πως είμαι κορίτσι και μάλιστα μικρό;», τον ρώτησε η Σόφη. Γελώντας ο ζητιάνος της απάντησε, “Ξέρεις, αυτά είναι μόνο τα μισά απ’ όσα ξέρω” και συνέχισε, “Είσαι, δεν είσαι δεκαεφτά ίσως και δεκαοκτώ χρονών, με κατάμαυρα μαλλιά και καταγάλανα μάτια, γι’ αυτό κι εγώ ρωτάω τί γυρεύεις εδώ πέρα και μάλιστα μόνη”. Η περιγραφή ταίριαζε απόλυτα στη Σόφη, κάτι το οποίο άρχισε να την φοβίζει... κι είχε καιρό να νιώσει αυτό το συναίσθημα. “Με κοροϊδεύεις τώρα; Πώς τα ξέρεις όλα αυτά εσύ; Δεν με ξεγελάς με τα ψέματα σου, ότι δήθεν δεν βλέπεις» του φώναξε η Σόφη, η οποία είχε αρχίσει να φρικάρει άσχημα. Ο ζητιάνος δεν έχασε το χαμόγελο του και της ζήτησε να κάτσει δίπλα του. «Θα σου πω τώρα μερικές ιστορίες, που κανένας παραμυθάς δεν σκέφτηκε και που δεν έχουν γραφτεί ποτέ σε χαρτί». Η Σόφη έκατσε δίπλα του παραμένοντας όμως φοβισμένη και ο ζητιάνος συνέχισε, «ξέρεις, μικρή μου, μερικές φορές τα αυτιά μας βλέπουν καλύτερα από τα μάτια μας. Το όνομα μου είναι Μάρκος, για τους Βρεττανούς και του Φράγκους είμαι Μαρκ, για τους Γερμανούς είμαι Μάρκους και για τους Λατίνους είμαι Μάρκο. Εγώ δεν ημουν πάντοτε όπως με βλέπεις...»

Ο Μάρκος ήταν 37 χρονών τότε, όμως τα ψαρά του μαλλιά και το ταλαιπωριμένο πρόσωπο του τον έκαναν να φαίνεται γύρω στα 50. «Έχω πολεμήσει σε περισσότερες από χίλιες μάχες», της είπε. «Μετά την τελευταία μάλιστα χάρισα τα μάτια μου σε μια τυφλή μάγισσα, λίγο πριν καεί στην πυρά κι έκτοτε γυρνάω χωρίς να βλέπω. Το καλό είναι πως πολλές φορές, το γεγονός ότι είμαι τυφλός με κάνει παράλληλα και αόρατο στους ανθρώπους κι έτσι αποφεύγω δυσάρεστες εκπλήξεις και συναντήσεις της καθημερινότητας. Δεν είμαι μονάχος! Οι άλλοι άνθρωποι είναι μονάχοι επειδή τους απορρίπτω εγώ, γι’ αυτό και με βλέπεις να κάθομαι μόνος επάνω στο κρύο μάρμαρο». Και μιλώντας για κρύο, έβγαλε το καπέλο του και το έβαλε στο κεφάλι της Σόφη, μιας κι η βροχή έπεφτε ασταμάτητα. Η Σόφη είχε καιρό να νιώσει τόσο όμορφα, ιδιαίτερα δίπλα σε ένα άγνωστο. Τότε έκοψε ένα από τα πολλά ρόδα που κοσμούσε την αυλή του άψυχου καθεδρικού ναού και δίνοντας του το, έσκιψε και φίλησε τα βρεγμένα από την βροχή μαλλιά του.

Ο Μάρκος της μιλούσε για ώρα για τις μάχες στις οποίες έλαβε μέρος, διηγούμενος ιστορίες με δράκους και άλλα τέρατα, για εισβολές σε χώματα άγνωστα, για υπεράσπιση πατρίδων και για πολλές άλλες αναμνήσεις, κυρίως συνυφασμένες με την φρίκη του πολέμου. Ο ιππότης που έγινε στρατηγός κι ο πληγωμένος στρατηγός που έγινε ζητιάνος «εκ πεποιθήσεως». Δεν του άρεσε βέβαια ο όρος ζητιάνος, έτσι τον αντικατέστησε με την φράση «άνθρωπος με ευχές». Η Σόφη άκουγε τις ιστορίες με τόση προσοχή που ήταν σαν να τις ρουφούσε από μέσα του. Δεν έμπαινε καν στη διαδικασία να σκεφτεί αν όντως έγιναν όλα αυτά που της διηγήθηκε ο Μάρκος. Της αρκούσε μοναχά να τον ακούει. Του Μάρκου αν και δεν του φαινότανε, ήταν ιδιαίτερα χαρούμενος που κάποιος επιτέλους τον θαύμαζε παρά να τον λυπάται, όπως οι περισσότεροι που βλέποντας τον ένιωθαν οίκτο. Συνέχιζε να της μιλάει για τις περιπέτειες του χωρίς να σταματάει ούτε για να πάρει ανάσα. Της μίλησε για τον καιρό που είχε εγκαταλείψει το σπίτι του για να χαθεί στις ομορφιές της θάλασσας, μιας θάλασσας που τον γέμισε με εμπειρίες και ποικιλόμορφες ιστορίες. Αυτό που χαρακτήριζε τον Μάρκο ήταν το γεγονός ότι τις πιο αληθινές του ιστορίες τις απάγγελλε σαν ποιήματα κι ήταν τόσο έντονος ο ενθουσιασμός του που τον έκανε να μοιάζει με τροβαδούρο άλλης εποχής, που τραγουδούσε την ιστορία του στους δρόμους. Μια από τις ιστορίες που η Σόφη συγκράτησε ιδιαίτερα ήταν για κάτι που είχε συμβεί στην πρώτη πόλη που κατέβηκε ο Μάρκος σαν ναυτικός.

Το πρόσωπο του είχε πραγματικά λάμψει καθώς της έλεγε την ιστορία του, που είχε ως φόντο την πόλη του Αμβούργου της Γερμανίας. Τα λόγια του ήταν απλά, δεν ήταν άλλωστε και κανένας λόγιος ο Μάρκος. Η Σόφη άκουγε τον Μάρκο να μιλάει, φτιάχνοντας τις δικές της εικόνες:

«Όταν σε ακολούθησα σ' εκείνο το ταξίδι,
συνεπαρμένος χορευτής στα όμορφα σου νάζια,
τότε ήταν που κατάλαβα πως μ' έλουζες με ξύδι
και τα όμορφα τα μάτια σου δεν θα' ταν πια γαλάζια.

Η μυρωδιά ήταν άγνωστη, σαν ένας νέος κόσμος
και ξωτικά οι άνθρωποι που έβλεπα εμπρός μου.
Σου' πα "το ξέρω, θα χαθείς, σ' ακολουθάω όμως
στην μαύρη εκείνη ερημιά, στα όρια του κόσμου".

Άνθρωποι, νέοι μα νεκροί, σαν ανοιχτά βιβλία,
καθένας ήθελε να πει κάτι σαν ιστορία.
"Μας είχε πιάσει η βροχή σαν μπαίναμε στ' Αμβούργο
με καπετάνιο μίζερο, σακάτη κι όμως μούργο"

Πατήσαμε το πόδι μας σαν πάγωσε ο πόνος
τότε μας αγκαλιάσανε κοπέλες που πετούσαν.
Είχαν φτερά και σκέφτηκα, "εδώ δε θα' μαι μόνος",
ασήμι παίρναν για χρυσό και όλο το μετρούσαν.

Ειν' τα ταξίδια εποχές και όλο μας αλλάζουν
μόνο μια επανάσταση σαν τα πουλιά που κράζουν.
Στην έρημη τη δόξα μου, στο παγερό μου μέλλον
θυμάμαι ότι με γέννησε και τώρα δεν το θέλω»


Η Σόφη είχε για πρώτη φορά βρει ενδιαφέρον κάτι που δεν ήταν δικό της. Κατά τη διάρκεια των μεγάλων μονολόγων του Μάρκου δεν τον διέκοψε σε καμιά στιγμή, ούτε για να τον ρωτήσει κάτι σε σχέση με αυτά που της έλεγε. Όταν ο Μάρκος σταμάτησε πλέον να μιλάει για τη ζωή του τον ρώτησε: «Όταν σε είδα για πρώτη φορά σ’ άκουσα να λες στους περαστικούς πως έχεις μια ευχή.. Ποιά είναι τελικά η ευχή σου;» κι ο Μάρκος χαμογελώντας σαν παιδάκι της απάντησε: «Μία ευχή; Λάθος! Μέγα λάθος! Έχω πολλές ευχές, τις οποίες σχεδόν κανείς δεν ακούει ποτέ. Για παράδειγμα, η πιο πρόσφατη μου ευχή είναι να δω το πρόσωπο σου». Η Σόφη απόρησε: «Το πρόσωπό μου; Εσύ δεν μου περιέγραψες πριν λίγο το πως μοιάζω; Δε μου’ πες πως ορισμένες φορές τα αυτιά μας βλέπουν καλύτερα απ’ τα μάτια μας; Τί ψάχνεις τώρα για να δεις με τα μάτια σου, αφού έτσι κι αλλιώς βρήκες άλλο τρόπο για βλέπεις αυτά που θέλεις;»
Εκεί ήταν που ο Μάρκος της εξήγησε ορισμένα πράγματα. «Μου αρέσει να βλέπω, ότι εγώ ο ίδιος θέλω να βλέπω. Τί να τους κάνω όλους αυτούς που κάνουν βόλτες στην πλατεία, ή αυτούς που βγαίνουν καθημερινά από τον ναό; Μου είναι όλοι παγερά αδιάφοροι, κοριτσάκι μου». Ο Μάρκος της έδωσε ότι πιο πολύτιμο είχε στην κατοχή του, ένα παλιό κουτάκι με σπίρτα, όχι γιατί δεν τα είχε ανάγκη, αλλά γιατί είχε ανάγκη να δείξει επιτέλους την ευγνωμοσύνη του σε κάποιον. «Μου θυμίζεις ένα κορίτσι, το οποίο γνώρισα πριν πολλά χρόνια μέσα από μια ιστορία. Πάρε αυτό το παλιόκουτο με τα σπίρτα. Δεν το χρειάζομαι πλέον. Αλλά να ξέρεις πως με κάθε σπίρτο που θα ανάβεις μια εικόνα μου θα γίνεται ένα με το σκότος. Η πρώτη μου ευχή είναι να σε δω».

Η Σόφη πήρε το κουτάκι με τα σπίρτα και αφού το ψιλάφισε για λίγο γύρισε για να ευχαριστήσει τον Μάρκο, ο οποίος δεν ήταν πια εκεί, καθισμένος πάνω στο παγωμένο μάρμαρο έξω απ’ τον ναό. Μόνο το ρόδο που του χάρισε ήταν εκεί, μα είχε γίνει κομμάτια, αφού το είχαν πατήσει πολλοί από τους ανθρώπους που έτυχε να περνάνε έξω απ’ τον ναό. Η Σόφη ένιωσε για πρώτη φορά τη μοναξιά να την κτυπά, ενώ παράλληλα συνειδητοποιούσε πως ο Νοέμβρης που έμπαινε θα ήταν πιο κρύος απ’ ότι περίμενε. Η μπόρα κατέφθανε με γοργούς ρυθμούς κι η Σόφη στεκότανε ακόμα εκεί που λίγο νωρίτερα είχε ακούσει τις ιστορίες ενός ζητιάνου, κάτι που την είχε κυριολεκτικά μαγέψει. Ο Μάρκος δεν ήταν πλέον ζητιάνος, διότι κάποιος επιτέλους είχε αφιερώσει λιγάκι από τον χρόνο του για να τον ακούσει να μιλάει. Είχε βρει κάποιον, στον οποίο θα έλεγε τις ευχές του και τα χέρια του δεν ήταν πια παγωμένα απ’ το κρύο. Στο σημείο, όπου ο Μάρκος είχε τοποθετήσει την κουβέρτα του υπήρχε τώρα γραμμένο ένα μικρό ποιηματάκι που έλεγε ίσως όλα όσα ήθελε να πει ο «άνθρωπος με τις ευχές»:

«Σαν ζητιάνο με έχουν όλοι δει,
την αλήθεια έχω θάψει βαθιά μες τη γη.
Κι αν ανήμπορος πάλι σε κοιτώ,
στον αιώνα που θα’ ρθει θα σε αναζητώ»

Η Σόφη περπάτησε κατά μήκος της κρύας πλατείας κατευθυνόμενη σε ένα μέρος που θα την κρατούσε ζεστή το βράδυ. Η ιστορία της δεν θα γύρναγε πίσω και το ήξερε πλέον πάρα πολύ καλά. Το μόνο μέρος που βρήκε ανοικτό για να περάσει το βράδυ ήταν μια παλιά γκαλερί τέχνης, η οποία έμοιαζε με τοπίο πολέμου αν εξαιρούσε κανείς τις ζωγραφιές που βρίσκονταν πλέον στο πάτωμα. Φυσικά για τη Σόφη αυτό ήταν ότι έπρεπε, μιας και δεν είχε πουθενά αλλού να πάει. Ήταν σκοταδι και το κρύο πάγωνε το αίμα, όμως η Σόφη δεν άναψε ούτε ένα από τα σπίρτα που της έδωσε ο Μάρκος. Η μορφή του ήταν για αυτή η πλέον χαρούμενη ανάμνηση. Την επόμενη μέρα, όταν πλέον η μπόρα είχε κοπάσει, η Σόφη πέρασε ώρες ατελείωτες παρατηρώντας τις ξεχασμένες ζωγραφιές που τις είχε φάει η σκόνη και ο χρόνος. Ο ζωγράφος, στον οποίο ανήκε η γκαλερί, είχε εξαφανιστεί με το που ξέσπασε ο πόλεμος και κανείς δεν τον είδε ξανά. Τα έργα του συνεπήραν την Σόφη, η οποία άρχισε να τα αντιγράφει σε κομμάτια χαρτιού που είχε βρει, ζωγραφίζοντας τα με κάρβουνο απ’ τα καμένα έπιπλα που υπήρχαν μέσα. Είχε βρει επιτέλους κάτι που να την ενθουσιάζει, κάτι που να μπορεί να γεμίσει τις ώρες της, κάτι που θα την έκανε επιτέλους να ξεχάσει την προηγούμενη ζωή της. Πρώτο της έργο, ένα πορτρέτο του Μάρκου, απέριττο, χωρίς πολλά πολλά. Ακόμα και τα μαλλία του τα έκανε το ίδιο ψαρά, όπως τα είχε δει η ίδια. Στη ζωγραφιά όμως ο Μάρκος είχε το ίδιο ενθουσιώδες ύφος όπως την ώρα που περιέγραφε λεπτομερώς τις ιστορίες του. Το πορτρέτο που είχε φτιάξει ήταν πολύ όμορφο, η Σόφη είχε ανακαλύψει ένα ταλέντο, το οποίο θα ήταν για πάντα κρυμμένο αν δεν το ανακάλυπτε στην παλιά αυτή γκαλερί. Έλα όμως που το πορτρέτο ήταν πολύ φτωχό σε εκφράσεις, σε σύγκριση με το πρόσωπο του Μάρκου, ήταν κάτι άψυχο, αντίθετα με την μορφή του, που
συνεχώς γυρόφερνε στο μυαλό της.


___________________________________________________________________________


2. Η μπαλάντα της Μαντάμ Ντ’ Ιβέρ

Είχαν περάσει τρεις εποχές από τότε που η Σόφη ανακάλυψε την παλιά γκαλερί του «αγνώστου» ζωγράφου, ο οποίος είχε την τάση να υπογράφει με δύο μόλις γράμματα, μάλλον τα αρχικά του, Ρ.Ν. Μια μέρα που η Σόφη απόφάσισε να σώσει ότι μπορούσε από τα καμένα έπιπλα, ανακάλυψε πως δεν είχε δει ακόμα όλα όσα υπήρχαν κρυμμένα εκεί μέσα. Καθώς αφαιρούσε την μισοκαμένη μπαρόκ ταπετσαρία από μια πολυθρόνα βρήκε μέσα μια ζωγραφιά του Ρ.Ν., ίσως την πιο αινιγματική από όλες αυτές που είχε βρει στο πάτωμα, των οποίων η θεματολογία περιοριζόταν σε τοπία, πορτρέτα νεαρών κοριτσιών, μάλλον από πλούσιες οικογένειες και ζωγραφιές των ωραιότερων κτηρίων της πόλης. Σ’ αυτή τη ζωγραφιά είχε χρησιμοποιήσει έντονο μπορντώ χρώμα για το φόντο, σε αντίθεση με άλλα έργα του και από πάνω με κίτρινο χρώμα ένα μουσικό πεντάγραμμο χωρίς νότες, μόνο με παύσεις και κλειδί του Σολ. Η Σόφη δεν είχε ιδέα για το τί ήθελε να πει ο ζωγράφος με το έργο του, όμως άρχισε να καταλαβαίνει λίγο διαβάζοντας την αφιέρωση στο πίσω μέρος της ζωγραφιάς.
«Σ’ αυτή που τραγούδαγε στα χρώματα για να φυτρώσουν στο χαρτί μου ζωγραφιές»

Η Σόφη έπρεπε να μάθει για ποια γυναίκα μιλούσε ο ζωγράφος στην αφιέρωση του και ο ευκολότερος τρόπος ήταν να ρωτήσει κάποιους από τους γείτονες, κυρίως τους πιο ηλικιωμένους. Η πρώτη επίσκεψη έγινε στο μικρό κρεοπωλείο του κυρίου Ανρύ, ή καλύτερα Χάινριχ, όπως ήταν το γερμανικό του όνομα, το οποίο όμως για αισθητικούς κυρίως λόγους μετέτρεψε σε γαλλικό. Ήταν ένας πολύ συμπαθητικός παππούλης, κοντά στα 80, που δούλευε ακόμα για να κρατιέται σε φόρμα, όπως του άρεσε να λέει χαμογελώντας. «Τί θα μαγειρέψει η μαμά σήμερα;», την ρώτησε. «Σου προτείνω ανεπιφύλακτα το λαγό κατσαρόλας και το βοδινό σούπας και θα σου δώσω και μια από τις αγαπημένες μου συνταγές». Η Σόφη χαμογέλασε και του εξήγησε το λόγο της επίσκεψης της. «Δυστυχώς δεν ήρθα για να αγοράσω κρέας κύριε Ανρύ, θέλω μόνο να σας κάνω κάποιες ερωτήσεις για τον ιδιοκτήτη της παλιάς γκαλερί που βρίσκεται στην απέναντι πλευρά του δρόμου». Ο κύριος Ανρύ απόρησε και την κοίταξε λίγο παράξενα, έπειτα όμως χαμογελώντας άρχισε να της λέει όσα ήξερε.. Κι ήταν πολλά. «Για τον Άγγλο θες να μάθεις λοιπόν», της λέει, «Ρίτσαρντ Νομπ ήταν το όνομα του, αν θυμάμαι καλά, αλλά πάνε χρόνια που έφυγε, λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Ήταν ένας ευγενέστατος κύριος, λιγάκι κλειστός στον εαυτό του όμως. Ήταν πάντοτε χαμογελαστός, κυρίως όταν ήταν «αγκαζέ» με την ντίβα του, την Μαντάμ Ντ’ Ιβέρ».

Εκείνη τη στιγμή η Σόφη διέκοψε τον κύριο Ανρύ, μιας και είχε επιτέλους ανακαλύψει αρκετά πράγματα για τον ιδιοκτήτη της γκαλερί. «Ποιά ήταν η Μαντάμ Ντ’ Ιβέρ;», τον ρώτησε. Εκεί το βλέμμα του κύριου Ανρύ είχε αρχίσει να μαραίνεται. «Μεγάλη και πονεμένη ιστορία», της απάντησε, «Η Ζαν Μωρίς, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες σοπράνο που γεννήθηκαν σ’ αυτό τον τόπο και είχε την ωραιότερη φωνή που έτυχε ποτέ να ακούσω. Ήταν όμως και πολιτικοποιημένη κι αφού αρνήθηκε να τραγουδήσει προς τιμήν του δικτάτορα, έπεσε μια για πάντα από τη μεγάλη σκηνή της Όπερας και πλέον τραγουδούσε άριες στον Ρίτσαρντ, ενώ αυτός δούλευε πάνω στις ζωγραφιές του. Ήταν πολύ αγαπημένοι αυτοί οι δύο, μόνο που η μοίρα και όχι μόνο δεν τους ήθελε μαζί. Μια μέρα που ο Ρίτσαρντ επέστρεψε σπίτι, βρήκε τη Μαντάμ Ντ’ Ιβέρ να κείτεται σε μια λίμνη αίματος κι ένα σημείωμα που του είχε αφήσει. Μετά το θάνατο της καλής του, ο συμπαθής Άγγλος ζωγράφος σταμάτησε κάθε επαφή με την τέχνη του κι απλά καθόταν σε μια πολυθρόνα και έβλεπε έξω τους ανθρώπους να περπατάνε στους δρόμους, ώσπου ένα βράδυ πριν τον πόλεμο, προφανώς σε απόγνωση, έβαλε φωτιά στις ζωγραφιές του και έφυγε για πάντα. Κανείς δεν τον έχει δει από τότε και δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι αυτοκτόνησε κι αυτός μήπως και βρεθεί και πάλι κοντά στην ντίβα του». Η Σόφη είχε συγκινηθεί πάρα πολύ κι αφού ευχαρίστησε θερμά τον κύριο Ανρύ για τις πληροφορίες του πήγε και πάλι στην γκαλερί, μόνο που αυτή τη φορά ήταν αποφασισμένη να την κάνει να λάμψει από ζωή και πάλι, όπως τότε, που η Μαντάμ Ντ’ Ιβέρ γέμιζε με όμορφες νότες τον χώρο.

Στο πάνω μέρος της γκαλερί, υπήρχε ένας στενός διάδρομος που οδηγούσε σε ένα δωμάτιο, το οποίο η Σόφη θα έφτιαχνε, κάνοντας το έτσι υπνοδωμάτιο και ατελιέ μαζί. Στο κάτω μέρος, θα υπήρχαν τα έργα της, τα οποία θα ήταν προς πώληση. Η Σόφη πήρε τους δρόμους για να ανακαλύψει πιθανούς αγοραστές των ζωγραφιών της. Είχε πάρει όλα της τα έργα, εκτός από ένα, το πορτρέτο του Μάρκου. Στήθηκε τότε έξω από τον σιδηροδρομικό σταθμό και δεν άργησε να βρει αγοραστές. Τα πρώτα της χρήματα ήταν πλέον γεγονός. Κατά τη διάρκεια της μέρας η Σόφη ζωγράφιζε πορτρέτα και κτήρια και το βράδυ πριν να πέσει προσπαθούσε να αποτυπώσει σε χαρτί τις ενθουσιώδεις γκριμάτσες του Μάρκου. Σε λίγο καιρό θα είχε τα χρήματα για να αναστυλώσει την παλιά αυτή γκαλερί. Κι έτσι έγινε. Οκτώ μήνες μετά, η «Γκαλερί Νομπ», όπως ήταν το επίθετο του Άγγλου ζωγράφου άνοιγε και πάλι τις πύλες της και έσφιζε από ζωή. Η Σόφη υπέγραφε πλέον τα έργα της σαν «Σοφία Νομπ» και ένα γραμμόφωνο πάνω στο κόκκινο επιπλάκι στη γωνία έπαιζε κάποιες από τις ωραιότερες άριες που γράφτηκαν ποτέ.

_____________________________________________________________________________

3. Τα μπλουζ της Σόφη Έβανς

Η μικρή τότε Σόφη, κόρη του εφοπλιστή Τζωρτζ Έβανς και της γυναίκας του Έσθερ, συνήθιζε να κάνει βόλτες στους μεγάλους κήπους της υπερπολυτελούς για τα δεδομένα της εποχής έπαυλης, όπου διέμενε με τους γονείς της. Της άρεσε η φύση, τα δέντρα, τα πολύχρωμα άνθη και ο αέρας που αν και αόρατος έδινε άλλη όψη σ’ αυτά που έβλεπε. Κάποτε όμως όλα αυτά έπαψαν να έχουν ιδιαίτερη σημασία στα μάτια της.

Η Σόφη φοιτούσε στο μεγαλύτερο και γνωστότερο εσώκλειστο σχολείο θηλέων της χώρας, όπως και άλλες θυγατέρες πλουσίων οικογενειών. Ήταν ένα απίστευτα μεγάλο οικοδόμημα, αποτελούμενο από πολλές διαφορετικές πτέρυγες, με απέραντους καταπράσινους κήπους, καθώς επίσης περιβεβλημένο από τεράστια τοίχη, τα οποία ουσιαστικά σκλάβωναν μέσα τους την ελευθερία των κοριτσιών. Η Σόφη ήταν πανέξυπνη, όμως μόνο στα μαθήματα που της άρεσαν, τα οποία δεν ήταν και πολλά. Της άρεσε το μάθημα θεάτρου και η ζωγραφική. Χόρευε στα μαθηματικά, τραγουδούσε κατά την διάρκεια των καθημερινών αθλητικών δραστηριοτήτων και ζωγράφιζε την ώρα της γραμματικής, κάτι το οποίο εκνεύριζε τους καθηγητές της, οι οποίοι όμως δεν μπορούσαν να κάνουν και κάτι, μιας και ο Τζώρτζ Έβανς, ένας από τους μεγαλύτερους «αιμοδότες» του σχολείου, ήταν και πατέρας της Σόφη.

Στη Σόφη άρεσαν οι έκδρομες, ανεξάρτητα από το που θα πήγαινε. Ήθελε απλά να βρίσκει που και που ξανά την ελευθερία της, έξω από τα τοίχη του εσώκλειστου. Οι εκδρομές ήταν πάντα εκπαιδευτικές. Είτε σε βοτανικούς κήπους για μελέτη φυτών, είτε σε μουσεία τέχνης και ιστορίας για ανάλυση ή γνωριμία με ευρήματα και έργα τέχνης ή ακόμη και σε θεατρικές παραστάσεις, οι οποίες ήταν απόλυτα συνυφασμένες με κάποια από τα μαθήματα της. Η Σόφη λάτρευε το να βρίσκεται έξω από το κρύο κτήριο του σχολείου της, τόσο πολύ που άρχισε να ψάχνει τρόπους ούτως ώστε να δραπετεύει από εκεί, όχι μόνο με την σκέψη της, αλλά και με το σώμα της. Και το κατάφερνε ανακαλύπτοντας μια σχισμή πάνω στον φυσικό φράκτη από κυπαρίσια, κοντά στη δυτική έξοδο. Προσπαθούσε ακόμη να μεταφέρει λίγο από το συναρπαστικό συναίσθημα της ελευθερίας και στις φίλες της, οι οποίες όμως ποτέ δεν την ακολούθησαν, μιας και ο φόβος μην τις πιάσουν σκέπαζε κάθε ανάγκη τους να βγουν απ’ τους τοίχους αυτής της φυλακής ανηλίκων κορασίδων. Μια από αυτές, η Χέλεν, αποδείχθηκε πως ήταν άσπονδη φίλη της και με το που την είδε να βγαίνει πήγε αμέσως και ειδοποίησε τους φύλακες, οι οποίοι δεν άργησαν να πιάσουν την Σόφη, η οποία δεν πήγε μακριά. Στην ουσία η Σόφη δεν πήγε ποτέ μακριά, μιας και η χαρά που έβρισκε ήταν στο να βγαίνει απλά απ’ τα όρια του εσώκλειστου.

Επιστρέφοντας στο κεντρικό κτήριο του εσώκλειστου, η Σόφη είδε τον διευθυντή της, κύριο Ρόμπινσον, να την περιμένει, έχοντας φορώντας μάλιστα το σύνηθες αυστηρό του προσωπείο. Ο κύριος Ρόμπινσον, ήταν ένας καθόλα σοβαρός κύριος, δόκτορ θεολογίας, ο οποίος όμως είχε τη φήμη του «δίμιου» νεαρών αγοριών. Πολλά από αυτά πονάνε ακόμα, στο άκουσμα και μόνο του ονόματος του. Δεν είχε περάσει καιρός από τότε που ο ανέλαβε καθήκοντα διαυθυντή στο εσώκλειστο, μα είχε κάνει τα πάντα να κινούνται στους ρυθμούς του, σαν καλοκουρδισμένο ελβετικό ρολόι. Το άκουσμα και μόνο του ονόματος του προκαλούσε τρόμο, σε καθηγητές και μαθήτριες. Άρπαξε τη Σόφη από το μπράτσο και την οδηγούσε προς το γραφείο του, στον τελευταίο όροφο του κτηρίου, εκεί όπου κανείς δεν τολμούσε να πατήσει το πόδι του. Περπατώντας λοιπόν της λέει με πολύ έντονο ύφος, «Ξέρεις πόσο μεγάλη είναι η αμαρτία σου;», της λέει κι αυτή όμως δεν σώπασε και του απάντησε, «Δεν νομίζω πως είναι αμαρτία αυτό που έκανα, ήθελα απλά να βγω έξω απ’ το σχολείο. Αλλά και αμαρτία να είναι όπως λέτε, εσείς ο ίδιος είπατε πως ο Θεός αγαπάει και τους αμαρτωλούς», κάτι που έκανε τον διευθυντή της έξαλλο. Άνοιξε λοιπόν την πόρτα του γραφείου του σπρώχνοντας την Σόφη μέσα ουρλιάζοντας, «Ο Θεός αγαπάει τους αμαρτωλούς, αλλά εγώ προσωπικά τους απεχθάνομαι» κι έκλεισε την πόρτα πίσω του με δύναμη. Από εκείνη τη στιγμή η Σόφη δεν θα ήταν ποτέ ξανά η ίδια. Το κορίτσι πέθανε εκείνη τη νύχτα, κι άφησε στη θέση του σαν ίχνος ένα φάντασμα να την θυμίζει.


_____________________________________________________________________________



4. Το βαλς με τον μαύρο ιππότη

Ξυπνώντας από τον εφιάλτη, η Σόφη αντίκρυσε ένα πανέμορφο καταγάλανο ουρανό, κάτι που είχε καιρό να δει, έτσι βγήκε λίγο έξω για να περπατήσει και να θαυμάσει το καινούριο φωτεινό πρόσωπο της πόλης. Στις γωνίες των δρόμων έβγαζαν το ψωμί τους διαφόρων ειδών άνθρωποι, από μάγους μέχρι ζογκλέρ και αρλεκίνους. Αυτός όμως που τις είχε κάνει φοβερή εντύπωση ήταν ένας έγχρωμος ψηλόλιγνος άντρας, ο οποίος είχε κάνει μια μικρή πλατεία την προσωπική του σκηνή, στην οποία ανέβαζε παραστάσεις. Μονόλογοι, διάλογοι, κωμωδίες, δράματα κτλ κτλ ήταν μόνο ορισμένα κομμάτια του ρεπερτορίου του. Η Σόφη στάθηκε και τον κοίταζε για ώρες να θαυματουργεί «επί σκηνής», γελώντας με την προσωπική του προσέγγιση σε κωμικούς ρόλους και κλαίγοντας με τους δραματικούς μονολόγους του.
Τελειώνοντας λοιπόν τις παραστάσεις του, η Σόφη χειροκρότησε και συνέχισε τον δρόμο της.

Έξω από το εθνικό μουσείο γινότανε χαμός. Τουρίστες από όλο τον κόσμο είχαν συγκεντρωθεί στην μεγάλη του πλατεία και νυνοστησμένοι έβγαζαν φωτογραφίες, είτε ζητούσαν από άλλους να τους απαθανατίσουν. Ήταν πραγματικά απίστευτο, σε πόσες γλώσσες άκουσε την ίδια ατάκα η Σόφη. «Une photo s’ il vous plait», «ein Foto bitte», «una foto per favore» και «una foto por favor», ήταν μερικές μόνο από τις γλώσσες που άκουσε η Σόφη. Αυτή η πολυπολιτισμικότητα που κυριαρχούσε στον χώρο, άρχισε να ενθουσιάζει την Σόφη, η οποία δεν έχασε ούτε λεπτό. Κάθησε σε ένα παγκάκι κι άρχισε να φτιάχνει μια νέα ζωγραφιά. Είχε καιρό να ζωγραφήσει κάτι για την πάρτη της κι αυτό την χαροποιούσε ιδιαίτερα. Ζωγραφίζοντας λοιπόν το κτήριο του εθνικού μουσείου, η Σόφη πρόσθεσε καμιά δεκαριά σημαίες διαφορετικών χωρών να το περιτριγυρίζουν, σαν σμήνος από μέλισσες που ψάχνει γύρη στο ίδιο λουλούδι, ή ακόμα σαν περιστέρια που προσπαθούν να φάνε τον ίδιο κόκο από καλαμπόκι.
Βλέποντας την ορισμένοι τουρίστες την πλησίασαν για να δουν τι ζωγράφιζε και της ζήτησαν να τους φτιάξει πορτρέτα. Θα’ χαν μαζευτεί περίπου 20 με 25 άτομα γύρω της, ζητώντας της ο καθένας και πάλι στη γλώσσα του να τους ζωγραφίσει. «por favor, per favore, bitte, s’ il vous plait». Ήταν τόσο μεγάλη η χαρά της Σόφη. Πρώτη φορά ήταν το επίκεντρο της προσοχής των γύρω της και μάλιστα για κάτι καλό που είχε κάνει. Εκτός όμως από την μεγάλη χαρά που της προξένησε η ξαφνική της τύχη, οι τουρίστες την πλήρωσαν καλά για την δουλειά της.

Επιστρέφοντας σπίτι ξεθεωμένη η Σόφη, αποφάσισε πως εκείνη τη νύχτα θα πήγαινε να κεράσει στον εαυτό της ένα ακριβό γεύμα σ’ ένα από τα γνωστότερα εστιατόρια της πόλης. Περπατώντας όμως στο στενό πεζοδρόμιο, κάπου στραβοπάτησε κι έπεσε στο πάτωμα, ματώνοντας έτσι το γόνατο της. Οι άνθρωποι περνούσαν από δίπλα της χωρίς καν να την κοιτάξουν κι ενώ αυτή πόναγε αρκετά από το πέσιμο. Ο μόνος που προσφέρθηκε να τη βοηθήσει ήταν ένας ψηλόλιγνος άντρας, ο ίδιος ψηλόλιγνος άντρας, τον οποίο λίγες ώρες πριν είχε θαυμάσει επάνω στην αυτοσχέδια σκηνή του, σ’ εκείνη την μικρή πλατεία. Έβγαλε ένα μαντήλι από την τσέπι του και σκούπισε το αίμα από το πόδι της Σόφη. Την σήκωσε πάνω και την ρώτησε πως τη λένε και προς τα που πάει για να την βοηθήσει. Τα λόγια του ήταν ακόμη θεατρικά, ακόμα και σ’ αυτό τον καθημερινό διάλογο. «Ονομάζομαι Πιέρ και κατάγομαι από μια έρημο, πολύ μακριά από’ δω. Πώς μπορώ να σας φανώ χρήσιμος μαντάμ;». Η Σόφη χαμογέλασε και του είπε προς τα που πάει. Φύσικα δεν ένιωθε καλά που τον ανάγκαζε να περπατήσει μαζί της και του έλεγε «συγνώμη» κάθε 3 βήματα, ώσπου ο Πιέρ δεν άντεξε, έβαλε τα γέλια και της απάντησε «Δεν είναι ότι έχω κάτι καλύτερο να κάνω, αν δεν σας πήγαινα σπίτι, πιθανότατα θα ήμουν στο θέατρο μου, προετοιμάζοντας τον αυριανό μου ρόλο.. Ξέρετε, είμαι ένας πάρα πολύ διάσημος ηθοποιός». Η Σόφη του είπε πως τον είδε λίγο νωρίτερα να παίζει και πως της είχε κάνει φοβερή εντύπωση κι έτσι η κουβέντα τους πήγε στο θέατρο. Αυτός είχε ταξιδέψει μέχρι εκεί για να γίνει μεγάλος ηθοποιός, αλλά αντί αυτού κατέληξε να παίζει στους δρόμους τους ρόλους του. Είχε πράγματι πάρα πολλές γνώσεις περί θεάτρου ο Πιέρ. Κι εκτός αυτού είχε και ένα φοβερό χιούμορ, κάνοντας την Σόφη να γελάει συνέχεια.

Φτάνοντας λοιπόν στην γκαλερί της Σόφη, μπήκανε μέσα για να του δείξει τα έργα της. Του είχε κάνει φοβερή εντύπωση η εμμονή της Σόφη να φτιάχνει πορτρέτα του Μάρκου. Θα’ χε φτιάξει μέχρι τότε γύρω στα δέκαπέντε. «Ωραία πορτρέτα όλα τους, αλλά γιατί συγκεκριμένα για αυτό τον άντρα;», την ρώτησε. Η Σόφη χωρίς να μπει σε λεπτομέρειες, του είπε πως ήταν ένας ζητιάνος που είχε δει λίγο καιρό πριν στην πλατεία του καθεδρικού ναού και της είχαν κάνει εντύπωση οι εκφράσεις του προσώπου του. Μετά από λίγη ώρα συζήτησης ο Πιέρ της λέει, «Εγώ θα πρέπει τώρα να σας αφήσω μαντάμ, θα αποσυρθώ στα προσωπικά μου διαμερίσματα για να ξεκουραστώ. Άλλωστε έχω πρεμιέρα αύριο και θέλω να είμαι τέλειος επι σκηνής». Η Σόφη χαμογέλασε και τον κάλεσε όμως να φάνε μαζί το βράδυ κι ότι θα κέρναγε αυτή. «Θα μ’ενδιέφερε η πρόταση σας μαντάμ αλλά θα ήθελα να σας κάνω εγώ το τραπέζι», της απάντησε ο Πιέρ. «Ξέρω το κατάλληλο ρεστοράν, εκεί που μόνο εκλεκτοί σαν και του λόγου μας πάνε». Της είπε να τον συναντήσει η τρία λεπτά μετά τις έξι το απόγευμα στην πλατεία του ρολογιού και έφυγε
γρήγορα.

Η ώρα πέρασε και η Σόφη πήγε στην πλατεία του ρολογιού. Η ώρα ήταν έξι ακριβώς. Τρία λεπτά μετά τις έξι εμφανίζεται μπροστά της ο Πιέρ φορώντας ένα μακρύ σκισμένο παλτό. Η Σόφη απόρησε. «Μάλλον θα την βγάλουμε έξω αν πας έτσι στο ρεστοράν που μου είπες», του είπε». Μα καθώς του μιλούσε, τον βλέπει να απλώνει το χέρι του και να αρπάζει ένα μεγάλο κομμάτι τυρί από το καρότσι με τα τυριά που υπήρχε στην μεγάλη αγορά. Ακολούθως τσίμπησε εντέχνως ένα ακόμα μεγαλύτερο κομμάτι ζαμπόν από τον αλλαντοπώλη και μια μπαγκέτα απ΄ ψωμά. «Ωραία», λέει ο Πιέρ, «τώρα χρειαζόμαστε μόνο λίγο καλό κρασί», αλλά πριν να τελειώσει αυτό που έλεγε βλέπει τον ψωμά, τον αλλαντοπώλη και τον τυροκόμο να τρέχουν καταπάνω τους. «Τρέξε!», της είπε, «κι όταν τα ίχνη μας χαθούν, συνάντησε με πίσω από την μεγάλη μαύρη εκκλησία, πίσω απ’ το μουσείο τέχνης». Κι έτσι έγινε. Η Σόφη έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και μισή ώρα αργότερα τον βρήκε να κάθεται έξω από την εκκλησία που της είπε. Μόνο που αυτή τη φορά είχε μαζί του και δύο μπουκάλια κρασί, συνοδευόμενα από δύο κρυστάλλινα ποτήρια κρασιού. Ο Πιέρ, είχε μάθει να ζει στους δρόμους αλλά δεν έβγαζε φράγκο σαν ηθοποιός. Εκτός των άλλων δεν μπορούσε να βρει δουλειά επειδή απλά το χρώμα του έκανε τους καθώς πρέπει λευκούς να τον φοβούνται. Έτσι κατέφευγε σε κλωπές φαγητών για να μην πεθάνει απ’ την πείνα. Η Σόφη τον ρώτησε «το κρασί που το βρήκες;» κι αυτός χαμογελώντας της είπε τι είχε προηγηθεί. Καθώς έτρεχε για να ξεφύγει, θυμήθηκε πως στην περιοχή υπήρχε μια φημισμένη κάβα, στην οποία τρύπωσε σαν ποντίκι, παίρνοντας μαζί του ως λάφυρα πολέμου τα δύο μπουκάλια που είχε μαζί του. «Θεέ μου», λέει ο Πιέρ κάνοντας την Σόφη να σκάσει στα γέλια, «ευλόγησε σε παρακαλώ τον άρτο και τον οίνο, που με τον ιδρώτα μας κερδίσαμε».

Εκείνο το βράδυ, η Σόφη είχε ανακαλύψει πως δεν ήταν πλέον μόνη της. Εκτός από την θύμηση του Μάρκου, είχε γνωρίσει και ένα άνθρωπο που φαινόταν σαν από καιρό δικός της. Μιλούσανε όλο το βράδυ, τρώγοντας και πίνοντας. Ο Πιέρ της είπε πως βρέθηκε να ψάχνει την τύχη του σαν ηθοποιός σε ένα τόπο τόσο ξένο κι η Σόφη του μίλησε για την συνάντηση της με τον Μάρκο και όλα όσα της είχε πει. Το ξημέρωμα τους βρήκε να κοιμούνται ο ένας πάνω στον άλλο έξω από την εκκλησία. Αφού ξυπνήσανε, η Σόφη τον κάλεσε για καφέ στο σπίτι της, όπου τον ρώτησε αν θα τον ενδιέφερε να να μένει στην γκαλερί μαζί της, χωρίς να πρέπει να πληρώσει. Ο καιρός βρήκε τον Πιέρ να φτιάχνει μια σκηνή στην γκαλερί, όπου κι έκανε τα πάντα. Τον γελοτοποιό για τα παιδία και παίζοντας μονολόγους για τους μεγαλύτερους, βγάζοντας μάλιστα και κάτι λίγα για να ζει αξιοπρεπώς. Την αγαπούσε και τον αγαπούσε, όμως ποτέ δεν είχαν καταλήξει μαζί αυτοί οι δύο, ίσως λόγω μιας διαφορετικότητας του Πιέρ, στην οποία είχε κάνει μια σύντομη αναφορά. Το σίγουρο ήταν πως αυτοί οι δύο θα πέρναγαν πάρα πολλά μαζί.


_____________________________________________________________________________



5. Η σονάτα του φαντάσματος

Εκείνη τη νύχτα έξω από την εκκλησία, ο Πιέρ είχε πει στην Σόφη πως κάποτε θα ξανάβλεπε τον Μάρκο. «Θα τον ξαναδείς.. Όταν σκέφτεσαι κάποιον τόσο πολύ και η μορφή του δεν αλλοιώνεται με τον χρόνο στο μυαλό σου, δεν γίνεται παρά να ξανανταμωθείτε». Η Σόφη δεν είχε δώσει και πολλή σημασία στα λόγια του Πιέρ, αν και βαθιά μέσα της τα πίστευε κι η ίδια.
Ένα απόγευμα, καθώς τοποθετούσε κάτι πίνακες στη βάση τους, άκουσε ένα θόρυβο. Σαν κάποιος να κτυπούσε απαλά την πόρτα για να μπει. Οι βιτρίνες της γκαλερί, επέτρεπαν στην Σόφη να βλέπει προς τα έξω, όμως δεν είδε κάτι, παρά μόνο όταν κοίταξε στο κάτω μέρος της πόρτας, βλέποντας ένα γατάκι να ακουμπάει πάνω της. Φαινόταν να κτυπάει για να του ανοίξει να μπει μέσα. Με το που πάει όμως η Σόφη να ανοίξει την πόρτα το γατάκι είχε εξαφανιστεί. Η Σόφη έκλεισε την πόρτα κι συνέχισε να τοποθετεί τους πίνακες της στις βάσεις τους. Όταν αργά το βράδυ ο Πιέρ τελείωσε μια από τις καθημερινές παραστάσεις του, του μίλησε για το γατάκι και τον τρόπο που κτυπούσε την πόρτα τους. «Ήταν σαν να με ήξερε, σαν να ήξερε το σπίτι που μένω σαν δικό του», είπε η Σόφη κι ο Πιέρ αφού χαμογέλασε της είπε, «την επόμενη φορά θα το αφήσουμε να’ ρθει μέσα και θα το φιλοξενήσουμε για όσο καιρό θελήσει».
Το ίδιο βράδυ η Σόφη δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Η εικόνα του γάτου να κτυπάει την πόρτα της, την είχε παραξενέψει.

Όταν την πήρε επιτέλους ο ύπνος μια γνωστή φιγούρα την επισκέφτηκε. Μπροστά της στεκότανε ο Μάρκος, λέγοντας της κάτι το οποίο δεν μπορούσε να καταλάβει. Έκανε πάλι τις γνωστές του γκριμάτσες κι ήταν τόσο αληθινός που μπορούσε ακόμα και να τον αγκαλιάσει. Της μίλησε για τα σπίρτα που της είχε δώσει, λέγοντας της πως χαίρεται που δεν τα άναψε ακόμη. Της περιέγραψε μια ακόμα μάχη με ένα δράκοντα βγαλμένο από παραμύθι κι ήταν σαν ένας ακόμα Δον Κιχώτης που περιγράφει μάχες με ανεμόμυλους. Εκεί όμως που η Σόφη τρόμαξε, ήταν όταν άρχισε να της περιγράφει κάτι πολύ πρόσφατο. «Στεκόμουν έξω από μια γκαλερί και είδα κάποια που σου έμοιαζε» της είπε και συνέχισε, «ήσασταν ίδιες σαν δυο σταγόνες κρασί και κτύπησα για να μου ανοίξει να την δω από κοντά, καθώς όμως με πλησίαζε η όψη της άλλαξε και έφυγα τρομαγμένος». Η Σόφη ξύπνησε από το παράξενο όνειρο και άναψε το φως. Εκείνη την στιγμή όμως συνέβηκε κάτι που δεν θα μπορούσε να το περιμένει. Εκεί που προσπαθούσε να καταλάβει τί ακριβώς της έλεγε ο Μάρκος, είδε ξανά το ίδιο γατάκι που είχε δει προηγουμένως, μόνο που αυτή τη φορά κοιμόταν κουλουριασμένο μέσα στο καπέλο που της είχε δώσει ο Μάρκος. Ήταν σαν να’ βλεπε ξανά τον Μάρκο μπροστά της κι ήταν σχεδόν πεπεισμένη πως το γατάκι, δεν ήταν άλλος από τον «άνθρωπο με τις ευχές».

Την επόμενη μέρα, το γατάκι δεν ήταν εκεί. Μάταια προσπαθούσε να εξηγήσει στον Πιέρ τι είχε συμβεί, αλλά αυτός γελούσε λέγοντας της πως δεν ήταν παρά μόνο ένα όνειρο. Εκεί όμως που μιλάγανε, το γατάκι άρχισε να κτυπάει και πάλι την πόρτα, έχοντας αυτή τη φορά ένα κομμάτι ύφασμα στο στόμα του, σαν μικρογραφία της κουβέρτας πάνω στην οποία ξάπλωνε ο Μάρκος έξω απ’ τον καθεδρικό ναό. Κάτι που τους παραξένεψε ακόμη περισσότερο ήταν το γεγονός ότι το γατάκι ήταν τυφλό. «Πως μπορεί ένα τυφλό γατάκι να βρει τόσο εύκολα ένα μέρος;», σκέφτηκαν. Όμως δεν ήταν μόνο αυτό. Το γατάκι φαινόταν να βλέπει μόνο όσα αυτό ήθελε να δει, όπως ακριβώς κι ο Μάρκος. Όταν κατευθυνόταν προς το μέρος του Πιέρ σκόνταφτε σε οτιδήποτε βρισκόταν εμπρός του, αλλά όταν κατευθυνόταν προς το μέρος της Σόφη φαινόταν να την έβλεπε. Ακόμα κάτι παράξενο ήταν πως στο γατάκι άρεσε να κοιτάει τα πορτρέτα του Μάρκου, όπως τα είχε φτιάξει η Σόφη, φαινόταν πως τα αναγνώριζε, πως έβλεπε τον εαυτό του.
Το γατάκι έμεινε μαζί τους δυό βδομάδες, μέχρι που μια μέρα εξαφανίστηκε με το κομμάτι απ’ την κουβέρτα και το καπέλο του Μάρκου. Η Σόφη ήταν απαρηγόρητη, δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Εκεί ήταν που άρχισε όμως να πιστεύει ότι ο Μάρκος θα την επισκέπτεται που και που αλλάζοντας μορφή, σαν να είχε μια συλλογή από αρχαία προσωπεία, διαλέγοντας ένα κάθε μέρα.

___________________________________________________________________________

Δημοσίευση στο stixoi.info: 06-11-2010