Μονόλογος ενός 'αναρχικού' (απελπισμένου)

Δημιουργός: Ξεθωριασμένη Αστερόσκονη

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Αδειάζει η ζωή όταν ο κόσμος στριφογυρίζει αδιάφορα
ανάμεσα σε απωθημένα, ψέματα, τύψεις, πληγές,
της νύχτας παραισθήσεις, ξεχασμένες πεποιθήσεις,
όταν τα πλήθη πολλαπλασιάζονται σε μπαρ, παραλίες,
ιδιωτικά σχολεία, μπυραρίες, γάμους, συναυλίες,
εστιατόρια, θέατρα, επαύλεις, δέξιωσεις,
Μετακινήσεις, εναλλαγές, ανακυκλώσεις,
η τραγική ιστορία της μετάλλαξης. Ανάλωση σε άσκοπες γνωριμίες,
σπάταλη κατανάλωση χώρου και χρόνου.
Η εξάλειψη της ουσίας.
Ρομποτική επανάσταση ενός κόσμου που προοδεύει
για να αρέσει καλύτερα και περισσότερο
στους αδίστακτους φίλους και εχρούς του.
Κραυγές κωφών που προσπαθούνε μάταια
να ακούσουν τη φωνή τους μέσα από πειραγμένα μεγάφωνα.
Η μικρότητα της ανθρωπότητας μέσα απ’την μεγα-φωνή
λαλιά του πλήθους, μια παρωδία της αλήθειας που την υπογράφουνε
αυτάρεσκοι, φιλάρεσκοι, υποκριτές κι εγκληματίες-
μια μπάντα ηλιθίων.
Ρεσιτάλ ματαιοδοξίας κάτω από έναν ουρανό
που ίσως τελικά να μην κρύβει τίποτα περισσότερο
απ’ότι η αφελής πινελιά του ζωγράφου που έριξε
γαλάζιο στη μουντζούρα του ‘για να δώσει λίγο χρώμα’.
Ουρές αδιάλλακτων ψευτοπαλληκαράδων
που παίρνουν τον εαυτό τους
πολύ πιο σοβαρά από όσο πρέπει.
Ουρές απρόσωπων υπάρξεων που κρύβουνε
προσωπικές ατέλειες
πίσω από σφάλματα ‘Μεγάλων΄.
Μετριότητες, μικρότητες,
γελοιότητες.
Όλοι μικροί σ’αυτόν τον κόσμο, μικρότατοι.
Οι ‘Μεγάλοι’ συρρικνώνονται όταν τους επιτίθεται
το σμήνος των ‘μικρών’, κι οι ‘μικροί’ νιώθουν να φουσκώνουν
επειδή ανήκουν. Πανομοιότυποι τύποι, άντρες, γυναίκες
μικροί και μεγάλοι.
Ένας κόσμος προβλέψιμος μα διόλου ανατρέψιμος,
απλούστατα γιατί το κακό έχει μάθει να ριζώνει,
γεννιές με γεννιές βιώνει,
επιβιώνει,
αναβιώνει.

Χαμένες στιγμές, χαμένες ζωές, χάος χαμένων,
τα χνάρια του ‘άσκοπου’ στη ματωμένη γη που πατάω.

Με πονάνε τα μάτια μου σου λέω,
πονάω.
Καρφώνω το βλέμμα στην άβυσσο,
Για κοίτα με ρουφάει ολόκληρο η άβυσσος,
το κορμί και η ψυχή μου καίνε σε μια επίγεια κόλαση,
φοβάμαι σου λέω,
φοβάμαι.
Μοιάζει η ίδια η άδεια ζωή μια ανυπέρβλητη παγίδα.
Συρροή από φταίχτες που γυρεύουν ν’(αντ)αποδώσουν ευθύνες.
Παραδίνομαι στη μοναξιά μου.
Ρίχνω λευκό ψήφο για να σαμποτάρω μια κοινωνία
αχόρταγη, αποπροσανατολισμένη.
Γράφω συνθήματα ενάντια σ’αυτούς που προσφέρουν
χωρίς άποψη, χωρίς καμία ανησυχία.
Έτσι είμαι εγώ, ‘αναρχικός’. Έτσι είμαι εγώ.
Γιατί όπου γυρίσω το βλέμμα μού βρωμάει σαπίλα.
Παραδίνομαι στη μοναξιά μου.
Μην τολμήσεις να με πεις μισάνθρωπο,
άκομα κι οι ‘αναρχικοί’ έχουν τους λόγους τους.
Μοιάζει η ίδια η άδεια ζωή μια ανυπέρβλητη παγίδα.

Κι εγώ, μια (πνιγμένη) σταγόνα στον ωκεανό
γυρεύω ακόμα ν’αλλάξω τον κόσμο.
Καληνύχτα σε όλους εμάς τους φοβισμένους,
σε όλους εμάς τους θυμωμένους,
σε όλους εμάς τους πληγωμένους.
Καληνύχτα και σε εμάς τους ρομαντικούς, γιατί το όνειρο
για ένα αύριο καλύτερο μοιάζει παιχνίδι χαμένο.
Χαμένο; Χαμένο.

Η άδεια ζωή των άμυαλων, δυστυχώς προηγείται.
Καληνύχτα.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 15-09-2011