Χρόνια πολλά στο είδωλο

Δημιουργός: Ξεθωριασμένη Αστερόσκονη

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Καμιά φορά όταν ξυπνώ ρωτώ τον καθρέφτη αν με θυμάται. Αν θυμάται πως έμοιαζα όταν ύπηρχα σαν άνθρωπος με περισσότερο ένστινκτο και λιγότερες ‘γνώσεις’. Αν με θυμάται νεότερη –ή μεγαλύτερη, ποιος ξέρει- όταν ο κόσμος μέσα μου ήταν μεγαλύτερος από τον έξω κόσμο. Όταν τα κτίρια στους δρόμους δεν μου φαίνονταν θεόρατα, όταν οι δρόμοι δεν μου φαίνονταν γεμάτοι λακκούβες. Αν με θυμάται σε μια εποχή που έβλεπα παντού μπαλόνια να πετάνε στον αέρα. Όταν ήμουνα κι εγώ πανάλαφρο μπαλόνι. Όταν έκτιζα ολάκερη τη γη με ξύλινα τουβλάκια, όταν απολάμβανα να γκρεμμίζω ολάκερες πόλεις με ένα απλό σπρώξιμό μου.
Καταραμένη αμνησία.

Σκιες του χθες χωρίς χρώμα. Οι σκέψεις μου σε τάξη, στρατιωτάκια στη σειρά, ελαφρώς ναρκωμένα. Η ζάλη της γνώσης, η ηλικία την ωρίμανσης που αντί να σε ψήσει σε καίει. «Καίγομαι, καίγομαι, ρίξε κι άλλο λαδι στη φωτιά». Φτάνουν οι σκέψεις, ο χρόνος περνάει μπροστά στα μάτια μου σαν φλεγόμενη σφαίρα. Σκύβω το κεφάλι για να μην καώ μα η καρδιά είναι ήδη στάχτη. Κι ο φοίνικας περιμένει να αναστηθεί απ’τις φλόγες, μα οι πόρτες της κόλασης ανοίγουν όταν οι φωτιές σβήσουν. Κι είναι μακρύς ο δρόμος, κι όλο μακραίνει, μακραίνει, μακραίνει. Πού να τελειώνουν άραγε οι σκέψεις. Λες να πεθαίνουν αν δεν γίνουν λέξεις;

Σκύβω το κεφάλι και άλλαζω παπούτσια. Και για να πατώ πιο γερά στη γη τρυπάω με τα τακούνια μου το χώμα. Σφίγγω τα χείλη και ανοίγω τα μάτια. Ξυπνάω, βλέπω, μεθάω. Περνάνε και πτώματα ψυχών μπροστά απ’τα μάτια μου καμιά φορά και καρφώνω το βλέμμα αντί να γυρίσω την πλάτη. Τα ζω, όλα τα ζω, απ’την εκκίνηση ως το τέρμα κι αντίστροφα. Κι η ρόδα γυρνάει. «Περνάς καλά; Να περάσεις καλά». Όλα περνάνε. Περνάνε και πτώματα ψυχών μπροστα στα μάτια μου καμιά φορά, μού ψιθυρίζουν πως τα όνειρα δεν είναι παρά μια πλάνη, μια πλάνη, μια πλάνη... Αδειάζω το βλέμμα και σφίγγω τα χείλη. Άρνηση. Αργοπορημένη επανάστηση. Και μέσα στην τάξη των σκέψεων συνεχίζω να ζω ανάποδα. Περπατώ ανάποδα. Γελώ, μιλώ ανάποδα. Περιστρέφομαι, περιφέρομαι, πλαντάζω στο κλάμα. Έτσι γιατί όταν καταστρέφομαι, ξαναγεννιέμαι.

Καθρέφτη με θυμάσαι; Μεγάλωσα, αυτό είν’ όλο. Και ξέχασα τους φίλους που περάσανε, τα στιχάκια που γεράσανε, τους μύθους της ζωής που αλλοιώθηκαν θαρρείς στην επανάληψη. Αυτή η επανάληψη έχει τελικά απίστευτες ιδιότητες. Εξαντλεί το ανεξάντλητο. Κι έτσι μέσα στους κύκλους μου ξέχασα κι εγώ τις λεπτομέρειες. Ξεπέρασα ανθρώπους που αγάπησα προσωρινά και με έθαψαν κι αυτοί κάπου βαθιά στο παρελθόν τους. Κάτι μου λείπει κάποτε μα δεν θυμάμαι ακριβώς τι μου φέρνει νοσταλγία, ποιες στιγμές αναπολεί η καρδιά κι ο παλμός της ανεβαίνει. Ανεβαίνει.

Κατεβαίνω τα βράδια στα μπαλκόνια του μυαλού μου και κοιτάζω κάτω να δω το παρελθόν μου. Μα είναι πυκνή η άβυσσος σαν παγωμένη πίσσα. Ανεβαίνω. Κλείνω και τα παντζούρια κι αρχίσω να γράφω. Γράφει κανείς για να θυμάται όταν δεν ανταποκρίνεται ο καθρέφτης. Κι έτσι γερνάει κανείς μέσα σε λέξεις καθρέφτες. Κοιτάζω το μουντζουρωμένο χαρτί μου για να βρω το είδωλο μου. Χρόνια πολλά στο είδωλο που κρύβεται πίσω απ’τους θολούς καθρέφτες των λέξεων. Είκοσι χρόνια αναζήτησης μέσα στο λίγο του κόσμου δεν είναι λίγα.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 23-11-2011