Ενηλικίωση

Δημιουργός: Μιχάλης13

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Μοίρασα στα δύο τη φωνή μου μες στο χλωμό της ήχο
να καθρεφτίσω ένα τραγούδι βραχνό.
Ζύγισα με ένα μονάχα άγγιγμα το βάρος που ‘χουν
μέσα τους οι λέξεις που προφέρω:
μια μελώδια απόμεινε για μένα και χίλια λόγια καταφατικά
να γνέφουν στους ανθρώπους.
Σαν δίκαιη πολύ φαντάζει τούτη η μοιρασιά
στα μάτια όσων διακυρήττουνε τους νόμους.
Μα αυτή την πράξη τη γενναία, ποτέ της
δεν τη χάραξε στο μαυροπίνακα η δασκάλα,
όταν μου μάθαινε τον κόσμο.
Κι όλο μεγάλωνα και χώραγα στο στόμα
κύματα, βλέμματα ερημικά κι αστραπές.
Γεύση πίκρας ατέλειωτης, τριγύρω
από τα χείλια και πίσω από το νου.
Και μία γλώσσα ατσάλινη και μόνη, που ‘θελε
να δραπετεύει στο κάθε βήμα της.
Ένας φυγάς που κρίθηκε παράνομος προτού παρανομήσει.
Αυτή η γλώσσα μου κι αυτά τα χείλια μου
κι αυτή η πίκρα που γίνηκε δική μου.
Κι ύστερα εγώ.
Που όλο μεγάλωνα αδιάκοπα.

Κι άξαφνα ήρθαν όλοι αυτοί για να με συνεφέρουν.
Μια μέρα γκρίζα διάβηκαν στο χώρο μου
από την πίσω πόρτα που άφηνα ξεκλείδωτη.
Φορούσαν καθωσπρέπει καλημέρες γελαστές
και ένα νάυλον άρωμα κρεμόταν στο λαιμό τους.
Είμαστε οι νικητές του παιχνιδιού, είπαν.
Είμαστε οι γνώστες της ζωής, είπαν.
Είμαστε αυτό που θες να γίνεις, είπαν.
Η μάνα έστρωσε το τραπεζομάντηλο το λευκό
που χρόνια φύλαγε μέσα στις προσευχές της.
Κι ύστερα τοποθέτησε τριγύρω από τα πιάτα
όλες τις συμβουλές τους, μία-μία.
Ένιωσε τη γαλήνη της γυμνή να τρέχει ανάμεσα μας.
Κι ήταν σαν πάντα να τον πρόσμενε αυτόν τον ερχομό τους.
Εκείνοι σπρώξανε τη ματιά μου σε τούτο
το παράθυρο που ατένιζα τις νύχτες.
Ύψωσαν τους δείκτες των πέτρινων χεριών τους
και μου ‘δειξαν το δρόμο που ‘χε βαφτεί
με φωτεινές επιγραφές και μία ψύχρα ακόρεστη.
Τούτος λοιπόν είναι ο δρόμος που θα πάρεις,
ο δρόμος ο σωστός, ξανάπαν.
Μονάχα για να πορευτείς θα αλλάξεις τη φωνή σου.
Οι ήχοι σου θα πάλλονται όμοια με των άλλων.
Κι οι στίχοι σου νεκροί.
Η μάνα το ‘ξερε κι έγειρε δουλικά σ’ αυτό το πρόσταγμα τους.
Εκείνοι το ΄ξεραν ότι δεν είχαν πια άλλο λόγο να πουν.
Και το ‘ξερα και γω ότι τα πόδια μου δεν τη βαστούσαν άλλη ελπίδα.

Έχω μια φωνή σπασμένη και μοιρασμένη ανάξια.
Τώρα βαδίζω μια διαδρομή με οδηγίες χρήσεις
γραμμένες στην παλάμη.
Μαζί μου μεγαλώνει κάθε τόσο και η σκιά μου.
Όμως τζογάρω πια για να κερδίσω δυο γουλιές εκτίμηση.
Μετά συλλέγω χειραψίες που μοιάζουν πειστικά γεμάτες φως.
Κι όλο κρατώ τα λόγια εκείνα της κατάφασης μέσα στο πορτοφόλι.
Εγώ όμως το αποφάσισα να γίνω από
αυτούς που όλο νικούν στου κόσμου το παιχνίδι.
Μα σαν γυρίζω πίσω θα βρίσκω ένα τραγούδι να με κοιτά δειλά.
Έτσι να μου θυμίζει πως προχωρούσε κάποτε σιμά μου.
Ίσως και να μπορώ να ενδίδω στα κρυφά στον πειρασμό του.
Μια μελωδία που αρκεί να με λυτρώσει και μια φωνή απρόσωπη
να υψώνεται μπροστά μου, δίχως υπομονή.
Αυτός ο ήχος που ειν’ ακόμα τόσο διαπεραστικός για μένα.
Κι ας μοιάζει για τους άλλους μακρόσυρτη σιωπή.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 16-09-2012