Ο βούρκος

Δημιουργός: xexasmenos apo to plhthos

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Πουλιέσαι εκεί κάτω,
στα υγρά σου σκέλη,
παραδινόμενη σε δανεικούς φαλούς
ζητώντας την προσορινή λύτρωσή σου
στα ηδονιζόμενα βογκητά.

Σαν η πρώτη ηλιακτίδα
φανερώσει της ντροπής σου τα πραγμένα,
με το μουσκεμένο σεντόνι θα τρέξεις να κρυφτείς
τυλίγοντας του φλογισμένου κορμιού σου τη νιότη.

Άλλη μια νύχτα γεμάτη ψέμα, ουσίες, υποκρισία
βρίσκει παροδικά τη λήξη, σε λίγες ώρες
σαν καλοκουρδισμένο ρολόι θα πρέπει να'σαι εκεί,
στο πόστοσο σου,κάτω από την επιβλητική ματιά εκείνης,
εκείνης που σε σπρώχνει σε λιμνάζοντα νερά
που'χουν το χρώμα της αμαρτίας καθώς ξεπλένουν
τη βρώμικη σάρκα τους όσοι επιλέγουν να βαπτιστούν και
να προσκυνήσουν τα δυό σου στήθη σα μοναδικό θεό τους.

Τώρα καλή μου,
όσο κι αν κοιτάς στο χαμένο του ονείρου το χάρτη
τίποτα άλλο δε θα βρεις μοναχά τη φορεσιά σου,
όχι εκείνη, όχι, με το στέμμα και το λευκό το φόρεμα,
ένα διαφορετικό φόρεμα που'ναι ραμμένο με τα χιλιάδες ονόματα
που κατεύναζαν με άσταλους βρυχηθμούς τα ζωώδη ενστικτά τους.

Όσο κι αν τη σάρκα σου μανιωδώς προσπαθείς
να αποχωριστείς με σύρμα και καυτό νερό,

Όσο όμορφη μπορείς να ντυθείς και να χτενίσεις
τα μαλλιά σου στον καθρέπτη,

Όσες φορές και να κουκουλωθείς
στα μετάξινα κόκκινα σκεπάσματά σου,

Όσες φορές κι αν κλείσεις τα βλεφαρά σου
παρακαλώντας αυτό που ζεις να είναι εφιάλτης

Τόσες πληγές και χαραξιές παλιότερες θα αντικρύσεις,
Το κοριτσάκι το ανέμελο δε θα το γνωρίσεις,
Ο χρόνος δε θα γυρίσει πίσω,
Ο εφιάλτης θα'ναι αντίκρυ να σου χαμογελά
καθώς ηχεί το τρεμάμενο πόμολο της πόρτας..

Δημοσίευση στο stixoi.info: 24-01-2013