Ηώς και Τιθωνός

Δημιουργός: Ιχνηλάτης, Δημήτρης Κωνσταντινίδης

στην Ηώ

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Κόρη του Υπερίωνα και ανιψιά του Ήλιου
ροδόπεπλη, ροδοστεφής, νεράιδα πλουμισμένη!

Τα άλογα σου `τοίμασε, ζέψε το τεθριππό σου.
Απάνω στα μαλλάκια σου χρυσή πορφύρα ρίξε
Χτένισε τις φτερούγες σου με το λεπτό σου χέρι,
τα ρόδινα τα δάχτυλα, τα λεπτοκαμωμένα!

Σκόρπισε τις δροσοσταλιές, το πρωινό το κρύο
κι ανάγγειλε την ροδαυγή και τον καινούργιο ήλιο.
Το φως, δώρισε στους θνητούς, δώστο στους Αθανάτους
σ` αυτούς που ζούν την καθ` αυγή, που ζούν την κάθε μέρα.

Κι ύστερα, γύρνα στο χρυσό καστρί σου, ξαναμμένη
στον πρόσχαρο τον Τιθωνό, που έχει όμως γεράσει!
Σ` αυτόν, που παρακάλεσες τον Δία, να γλυτώσει
από την μοίρα των θνητών ανθρώπων: Να γερνάνε!

Ακόμη είναι όμορφος, μα τα μαλλιά του άσπρα!
Ακόμη έχει ομορφιά, μα δύναμη καμμία!
Απ` έξω είναι νεαρός, αλλ` η καρδιά του σάπια.

Κάθε πρωί, που οδηγείς τά άτια σου με τέχνη,
για να δωρίσεις την αυγή, τις πρώτες ηλιαχτίδες,
αυτός θερμοπαρακαλεί με δάκρυα στα μάτια,
τον Δία, να τον λυπηθεί και πίσω να τον πάρει.

Να ζήσει μιά ζωή θνητή, όση του έχει μείνει!
Του Τιθωνού τα γηρατειά, άλλος μη δοκιμάσει!

Δημοσίευση στο stixoi.info: 02-03-2013