Παλιοσ Θρυλοσ

Δημιουργός: ΦΑΕΘΩΝ

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info


ΠΑΛΙΟΣ ΘΡΥΛΟΣ
Λεβεντονιός ταξιδευτής κακά μαντάτα πήρε,
πως πίσω στην πατρίδα του παντρεύουν την καλή του.
Του κύρη της, χίλια φλουριά του τάζουν κι άλλα τόσα
κι καψερή ή κόρη του μέσα στο κλάμα λιώνει.

Ευθύς σελώνει τα’ άλογο, σαν άνεμος ορμάει
κι ως μες τις στράτες κάλπαζε κι ανασασμό δεν είχε,
ξάφνου τον Χάροντα απαντά, το δρόμο να του φράζει.
Στην μπάντα, λέει στον Χάροντα, βιάζομαι να περάσω.

Γέλασ’ ο Μαυρογέροντας και τα πουλιά χαθήκαν.
Τα λούλουδα μαράθηκαν, τα δέντρα ξεραθήκαν.
-Λογιάζεσαι σε ποιόν μιλάς; Τα πάντα διαφεντεύω.
Στο κοφτερό λεπίδι μου τίποτα δεν αντέχει.

Άνθρωποι, ζώα και φυτά, άστρα, φεγγάρια ήλιοι,
στην παγερή ανάσα μου τα πάντα καταρρέουν.
Ζήτημα χρόνου η νίκη μου. Κεφάλι ποιος δεν σκύβει;
Μα ο νιος τ’ άλογο σπιρουνάει, στον Χάροντα φωνάζει.

Απ’ όλα αυτά πιο δυνατή η περιφρόνηση μου
κι ακόμα δυνατότερη η αγάπη μου για κείνη.
Αυτά, θα μείνουν ζωντανά μέσα στη θύμηση σου.
Τώρα στην άκρη! Βιάζομαι.

Τον κοίταξε ο Θεριστής με τ’ αδειανό του βλέμμα.
Στοχάζεται, καλλίτερα γέρο να τον θερίσει.
Τότε που ίσως γονατιστός θα τον παρακαλάει
κι αγάπες πια της νιότης του θα ‘ναι ξεθωριασμένες.

Μα πάλι γνώμη άλλαξε τη λεβεντιά θωρώντας.
λυπήθηκε τα νιάτα του ν΄ αφήσει να σαπίσουν.
Λυπηθεί τέτοιον έρωτα τα χρόνια να τον φάνε.
Μια δίνει με το δρέπανο κι αερικό τον κάνει.

Κι κόρη τι απογίνε, ρώτησα τον παππού μου.
Αγόρι μου η έρημη σε μοναστήρι μπήκε.
Τις νύχτες σα λυσσομανούν οι θύελλες κι ανέμοι,
πέταλα ακούει στην αυλή, χλιμίντρισμα τα’ αλόγου…


Δημοσίευση στο stixoi.info: 18-04-2013