Τοσο Αυθορμητα

Δημιουργός: Valeria Iliadou, Valeria Iliadou

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Όπου κι αν κοιτάξω,
πάντα θα χω κάπου γυρισμένη την πλάτη.
Ο χιονιάς δεν αφήνει χώρο για όνειρα
ή μήπως είναι τα σίδερα που υψώνουμε μπροστά στις θάλασσες της χαμένης νιότης μας
οι πόρτες οι μισάνοιχτες ανάμεσά τους σαν αιωρούνται οι επιθυμίες μας;

Μια παραίτηση και μια διέξοδος
για όλα τα όχι τα σωστά που μας κυνηγούν,
αυτές τις ερινύες που απόψε ο Ορέστης με μανία εκδικείται.
Θα ξεφύγω για λίγο κι ύστερα πάλι θα σε βρω να στέκεσαι μπροστά μου
να μου συλλαβίζεις την ευτυχία.

Κάθε βήμα κι ένας ήχος,
ένας ήχος που αντιλαλεί στις γωνίες του σύμπαντος.
Τα τρίστατα μονοπάτια και οι επιλογές μας,
αυτά που ακολουθήσαμε και μας πήγαν σε δρόμους διαφορετικούς
από αυτούς που είχαμε διαλέξει.

Στέκεσαι στο προσκεφάλι μου
μια εικόνα που θολώνει όσο περνούν τα χρόνια,
μια λέξη που ξεθωριάζει
και λυπάμαι που δεν μπορέσαμε μαζί να ζήσουμε όλες τις εποχές.
Πόσο όμορφα θα ήταν και πόσο ιδανικά!

Τις σκοτεινές ώρες άφησα τον εαυτό μου
σε μικρές φθορές τον εγκατέλειψα
νομίζοντας ότι θα ρθει ο Σίσυφος να με σώσει απ’τους γρίφους
μα κι αυτός ακόμα μονάχα καθρέφτες μου δείχνει, καθρέφτες με τέρατα
στις δυο μου σχισμές, το όνομά σου.

Και όλες οι επιγραφές
σκαλίζουν το δικό μας αίμα,
μέσα σε προσευχές και σε αγιαστήρια
έρχονται οι θύμησες να ζητήσουν το τελευταίο κομμάτι μου
τις προσταγές και τα πρέπει της ζωής μου.

Τα φώτα σβήνουν
κι η πόλη θα βγει στους δρόμους
σαν φάντασμα που θα με τρομάξει και θα φύγει
μια πόλη που περπατάω χωρίς τα δικά σου βήματα, χωρίς τον προορισμό σου
γι αυτό και χάνομαι ολοένα.

Οι ήχοι έρχονται από μακριά
δυο συλλαβές στα τρεμάμενα χείλη μου
σχηματίζουν χαλάσματα.
Της Σίνας το τείχος παραμένει και δεν μπορώ από πίσω να κοιτάξω
δεν πια έχει σημασία πόσα κλειδιά
κρατάω.

Διαφθορές και υποσχέσεις
κι ο εαυτός μου έμεινε να χορεύει μόνος
μέσα σε γυαλιστερές αίθουσες
τα μπλουζ των αιώνων μας, τα τραγούδια που πια έχουν χαθεί, που πια έχεις ξεχάσει.
Στο κενό τα βήματα μου.

Ποιες Σαλαμίνες θα περιμένουν;
Και ποιες γιορτές θα ανθίσουν ξανά;
Μπουρλότο η ζωή μας και φωτιά
ακροβατεί σε σχοινί τεντωμένο, οι θεατές χειροκροτούν-κοίταξε!
μπορεί και να τα καταφέρω τελικά.

Ποιο θα είναι το όνομα
στης ζωής σου το βιβλίο;
Σε ποιόν θα πεις τις προσευχές και ποιόν θα τιμωρήσεις;
Κι όλους τους ψιθύρους που τα χείλη σου αφήνουν, ποιος θα τους ακούσει;
Κάνουν κύκλους οι εποχές.

Από την Τροία απέδρασα
γιατί το ξερα πως είναι κάλπικο το άλογο,
στο χα πει μα δεν με άκουσες
ήθελες μόνο της γιορτής σου το δώρο να ανοίξεις κι είχες τόση χαρά
δεν μπορούσες να με ακούσεις.

Και τώρα μόνος ταξιδιώτης
ψάχνω πατρίδα σε ανθρώπους
σε πόλεις φαντάσματα που ξυπνούν τις νύχτες
και δεν θα έρθεις πια να με σώσεις, δεν θα ρθεις τα ξεραμένα μου χείλη να ξεδιψάσεις.
Τόσο μακριά, κι όμως.

Αν με ρωτήσεις θα πω πάλι ναι
Αν σε ρωτήσω θα αρνηθείς ξανά
φταίει που ο καθένας μας γεννήθηκε για διαφορετική θυσία,
μέσα στο παράλογο του κόσμου τούτου η περιπλάνηση θα απαντά κάθε φορά διαφορετικά
ας ήταν τουλάχιστον να την αντέχαμε μαζί.

Ο χιονιάς δεν αφήνει χώρο
για όνειρα
μονάχα ο καπνός που και που με ταξιδεύει
στις γειτονιές του κόσμου
σε κάποια μέλλοντα που δεν εξηγήθηκαν
και δεν βιώθηκαν,
σαν αστραπές μονάχα διασταυρώθηκαν
και την ησυχία της τακτικής μας ύπαρξης
τάραξαν
αυθόρμητα, τόσο αυθόρμητα.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 26-05-2013