Ο Χωρικος Εν Μεσω Κρισης.. εμπλουτισμένο

Δημιουργός: χωρικός

επανεκκίνηση του έπους. επανήλθε η έμπνευση

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Μαύρη ειν'η νύχτα στα βουνά, στους κάμπους πέφτει χιόνι,
και στο μαντρί του Χωρικού τσομπάνης δεν ζυγώνει.
Βέλασμα δεν ακούγεται στη στρούγγα στην κοπάνα
μαστάρι δεν απόμεινε , μήτε κατσικομάνα.

Τ'αρχοντικό ερήμωσε, η σάλα μένει άδεια,
χαρές, φωνές και μουσικές, πιά δεν γροικάς τα βράδια.
Χαθήκανε κι' οι παστρικιές που μάζευε ο Χωριάτης
σαν η κυρά του πάθαινε στον μήνα τα δικά της!

Κι'ένας σκυμένος γέροντας, γέροντας περασμένος
σ'ένα παγκάκι κάθεται βαθιά συλλογισμένος.
Δεν καρτερά κανένανε, δεν περιμένει κάτι
παρα μονάχα τραγουδά στο θλιβερό χαγιάτι.

Αφέντη μου , λεβέντη μου, του κάμπου μας καμάρι,
με τα πολλά χαρίσματα και το χρυσό παπάρι.
Χωριάτη που'σουν ξακουστός σ'ανατολή και δύση
για όλα σου τα καμώματα , και το καλό γα....σι!

Στο καφενείο άρχοντα, στο σπίτι νοικοκύρη,
που η φήμη σου απλώθηκε μέχρι και στο Μισίρι.
Πώς ήρθανε τα πράγματα, πώς άλλαξες τον ρόλο
και βρέθηκες χρεοκωπών δίχως βρακί στον κώλο!


Σε άφησε η Ροδούλα σου , μαζί κι'η πεθερά σου
δεν σου απόμεινε χαρά, και ξύνεις τ'απαυτά σου.
Πάνε όλα τα χωράφια σου , τα καρπερά λιβάδια,
στερέψανε και οι πηγές, χαθήκαν τα κοπάδια.

Μέχρι και αυτός ο σύντροφος, ο πιο πιστός σου όνος
ποιός ξέρει πού να βρίσκεται, σαν τί να κάνει μόνος;
Όταν τον πήρε η τράπεζα για να τον κατασχέσει
καλά καλά δεν πρόλαβε στερνή φορά να χέσει.


Και όταν ετελείωσε το θλιβερό τραγούδι
και στην αυλή μαράθηκε και το στερνό λουλούδι,
ξάφνου μια πόρτα άνοιξε σαρακοφαγωμένη
κι'ο Χωρικός ξεπρόβαλε ντυμένος με μια χλαίνη.

Γεια και χαρά μπαρμπα Μαθιό, τί θέλεις εδώ πέρα;
και βγήκες απ'το σπίτι σου στην παγωμένη μέρα;
Ήρθες και συ για να με δείς, ίσως να με χλευάσεις,
ή μήπως εκουράστηκες και θες να ξαποστάσεις;
συνεχίζεται...

Δημοσίευση στο stixoi.info: 01-08-2013