Ιστορίες δρόμου

Δημιουργός: melitaadam@yahoo.gr, Μελίτα Αδάμ

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info




Ιστορία 15η



ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
(Προσωπική ιστορία ταξιτζή)

Είμαι πενήντα χρονών, παντρεμένος με δύο παιδιά. Θεωρώ τον εαυτό μου ευτυχισμένο. Τη ζωή μου την έχω ζήσει, με ό,τι αυτό περιλαμβάνει.
Η στρατιωτική θητεία μου στο ναυτικό με έκανε ν΄ αγαπήσω τη θάλασσα, αν και η καταγωγή μου ήταν ορεσίβια. Μπαρκάρισα σ΄ ένα εμπορικό ποντοπόρο πλοίο. Ζυμώθηκα με την αλμύρα, γνώρισα τη θάλασσα σε όλες τις μορφές της, την αγάπησα με πάθος. Είναι σαν τη γυναίκα που κάθε μέρα σου παρουσιάζεται διαφορετική.
Γνώρισα τον κόσμο ή πιο συγκεκριμένα όλα τα λιμάνια. Γνώρισα γυναίκες διαφόρων φυλών, τρύγησα τον έρωτα, χάρηκα τη ζωή.
Αξέχαστη η συντροφικότητα που αναπτύσσεται στις αντροπαρέες στο καράβι,
ανεπανάληπτα τα ξενύχτια μας, τα μπεκρουλιάσματά μας, οι κουβέντες μας. Μέσα στα θαλασσοδαρμένα πρόσωπα των σκληροτράχηλων ναυτικών, ανακάλυψα τρυφερές, ρομαντικές ψυχές. Παρατηρούσα τα μορφές τους όταν καθισμένοι στο κατάστρωμα βλέπαμε το ηλιοβασίλεμα ή τη χάση του φεγγαριού μέχρι το γέμισμά του, βλέπαμε τ΄ αστέρια. Για το καθ΄ ένα είχαν μια ιστορία.
Ήταν παράταιρο το δάκρυ που κυλούσε στα ηλιοκαμένα πρόσωπά τους σα μάθαιναν πως απόκτησαν γιο ή πως το παιδί τους πήρε δέκα στο σχολειό.
Σπάραζαν στην ανακοίνωση ενός θανάτου δικού τους ανθρώπου.
Επειδή ήμουνα ο μικρότερος στο καράβι, ανέλαβαν όλοι τους, ο καθένας χωριστά, την εκπαίδευσή μου. Πέτυχαν να με μάθουν να σκέπτομαι, να ενεργώ, να είμαι ψύχραιμος, να σέβομαι τις αξίες της ζωής. Μου έμαθαν την ίδια τη ζωή και ό,τι υφαίνει την πραγματικότητα, ακόμη ξερίζωσαν τις δεισιδαιμονίες (μάγια, ξόρκια κ.ά.) που κουβάλαγα από το χωριό μου. Οι γονείς μου με γέννησαν, οι ναυτικοί αυτοί ήσαν οι δάσκαλοί μου, η οικογένειά μου. Σα μεγάλωσα τους μιμήθηκα έγινα κι εγώ “δάσκαλος”.
Έμεινα στη θάλασσα είκοσι χρόνια, ήμουνα οικονόμος-σιτιστής, μάζεψα λεφτά. Σαν έκλεισα τα σαράντα ξεμπαρκάρισα, έριξα κι εγώ άγκυρα, φυσικά κοντά στην ξελογιάστρα θάλασσα. Αγόρασα ένα σπιτάκι στην Καστέλα και μισό ταξί, που τελικά μου έφερε τύχη. Έμπλεξα με μια όμορφη πελάτισσά, έγινε γυναίκα μου, μου χάρισε ένα γιο και μια νεράιδα, σήμερα, οκτώ και πέντε χρόνων αντίστοιχα.
Νόμιζα ότι ήξερα τη ζωή αλλά η επαφή μου με τους στεριανούς ήταν πολύ δύσκολη. Πάνω από είκοσι μήνες μου χρειάστηκαν να μάθω ν΄ ακούω ό,τι μου έλεγαν. Γενικά είμαι άνθρωπος λιγομίλητος, όμως οι καθημερινές διαδρομές με το ταξί, με έμαθαν να συζητώ.
Μου έτυχαν πολλά απρόοπτα. Συναντώ κάθε μέρα διάφορους τύπους. Η πελατεία μου κατά ογδόντα τοις εκατό γυναίκες, πονεμένες, στερημένες, χαρούμενες, σοβαρές, βαριεστημένες, προκλητικές. Οι άντρες συνήθως δικηγόροι, έμποροι, υπάλληλοι, όλοι βιαστικοί, συνοφρυωμένοι, λιγότερο ομιλητικοί. Συνάντησα νέους ανθρώπους, από καλές οικογένειες, καταξιωμένους επαγγελματίες, φοιτητές, ρέμπελους, καφενόβιους, ναρκομανείς και πολλούς αλλοδαπούς. Σημειώνω ότι όλοι ήσαν μ΄ ένα κινητό στο χέρι. Αν μπορούσα να καταγράψω τις συνομιλίες τους θα έγραφα ένα ολόκληρο βιβλίο. Όλα όμως αυτά ωχριούν μπροστά στο περιστατικό που μου έτυχε προ ημερών.
Ένα ανοιξιάτικο βραδύ, νωρίς ήταν, με κάλεσαν από ένα ξενοδοχείο της Συγγρού. Η πελάτισσα, καλλονή με απλή εμφάνιση και μια τσάντα ταξιδιού, κάθισε πίσω. Της πρότεινα να βάλω μπροστά την τσάντα, δε δέχτηκε. Προορισμός μας μια βίλα στο Ψυχικό.
Εγώ, ο χορτασμένος, δε μπορούσα να τραβήξω τα μάτια μου από το καθρεφτάκι. Πέρα από την ομορφιά της, είχε μελωδική φωνή με ελαφριά ξενική προφορά. Οι μόνες κουβέντες που είπαμε ήταν όταν με ρώτησε αν μπορεί να καπνίσει. Της είπα ότι δεν μπορώ να της αρνηθώ.
Γενικά, όντας και ο ίδιος καπνιστής, επιτρέπω το κάπνισμα, παρ΄ όλο που απαγορεύεται. Όμως ένας στερημένος καπνιστής είναι ένας νευρικός πελάτης, κι εγώ δεν θέλω νευρικούς πελάτες, όσο δεν ενοχλούν με τον καπνό τους κανέναν. Με τα παράθυρα ανοιχτά, και το συστηματικό καθάρισμα-απόσμηση, το ταξί παραμένει άοσμο και καθαρό.
Στη διαδρομή το τηλέφωνό της κτύπησε δυο, τρεις φορές. Μιλούσε μονολεκτικά. «ναι», «που», «πότε» «καλά», «τι ώρα;», «σούπερ», «Ο. Κ». Τα χέρια της ήταν τέλεια με λεπτές-κομψές κινήσεις. Με το κλείσιμο του τηλεφώνου έβγαζε κάθε φορά ένα μικρό σημειωματάριο και κάτι σημείωνε.
Προσπάθησα να επιβληθώ στον εαυτό μου και για αρκετά χιλιόμετρα δεν κοίταξα στο καθρεφτάκι. Κάποια στιγμή, διασχίζαμε την Κηφισίας, όταν αντιλήφθηκα κάποιες κινήσεις της, αυθόρμητα κοίταξα, στο καθρεφτάκι, και… δεν πίστευα στα μάτια μου, είχε γδυθεί και ήταν μόνο με το σουτιέν, οδηγούσα με το ένα μάτι στο δρόμο και το άλλο σε εκείνη. Πώς δεν τρακάραμε όταν εκείνη έβγαλε το σουτιέν της, μου έφυγε το τιμόνι από τα χέρια. Τι στήθη ήταν αυτά: Μεστά, μασχαλωτά, με ορθωμένες μαύρες ρόγες, μου θύμισαν στήθη γυναικών στην Αραπιά. Οι ματιές μας συναντήθηκαν. Σα να μη συνέβαινε τίποτα, συνέχισε να με κοιτά ανέκφραστη. Το περίεργο ήταν ότι εγώ ένοιωσα ντροπή και απόσυρα το βλέμμα μου. Η Κηφισίας δεν είχε πολύ κίνηση, πάτησα γκάζι, έκανα σλάλομ και δεν την ξανακοίταξα. Φοβήθηκα τον εαυτό μου και τη συγκίνηση - τον πόθο που μου προκάλεσε η γύμνια της.
Φτάσαμε στο Ψυχικό, με καθοδήγησε με τη χαμηλόφωνη μελωδική φωνή της, «δεξιά», «αριστερά», «ευθεία», «φτάσαμε». Με πλήρωσε πλουσιοπάροχα, χωρίς καν να με ρωτήσει πόσο στοίχισε η κούρσα. Απλά μου πέταξε ένα εκατόευρω.
Δεν σήκωσα τα μάτια μου. Κατέβηκα να της ανοίξω την πόρτα και λίγο ακόμα να πάθω συγκοπή. Από το ταξί μου κατέβηκε μια καλόγρια με σταυρό χρυσό στο στήθος. Είχε χαθεί η γυναίκα με τα πλούσια καστανά μαλλιά και το τέλειο σώμα. Πήρε το βαλιτσάκι της και προχώρησε στην είσοδο της βίλας με τα ράσα της ν΄ ανεμίζουν, χωρίς καν να με χαιρετήσει.
Αποσβολωμένος λες και με είχαν βαλσαμώσει την κοίταζα. Κτύπησε τρεις φορές η βαριά πόρτα ασφαλείας άνοιξε και φάνηκε κόντρα στο φως, μια εύρωστη σιλουέτα, μάλλον μεγάλου άντρα. Αυτός υποκλίθηκε, εκείνη σταυροκοπήθηκε, την τράβηξε μέσα βίαια και οι σιλουέτες τους φάνηκαν στο φαιό τζάμι ν΄ αγκαλιάζονται.

Ακούμπησα στο αυτοκίνητο, άναψα τσιγάρο. Έπρεπε να το συνειδητοποιήσω, η κυρία ήταν μια απλή βιζιτού, για κυρίους με ιδιαίτερα βίτσια...

Δημοσίευση στο stixoi.info: 22-07-2014