Βαρέθηκα

Δημιουργός: ElCondorPasa

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Σε βαρέθηκα. Κι εσένα κι εμένα. Μας σιχάθηκα.
Τελάληδες που περιφέρουν διαδικτυακά την πραμάτεια τους, που διαλαλούν και διαφημίζουν άλλος την επανάσταση, άλλος τον ακράτητο και θαυμαστό εθνικισμό του, άλλος την προσωπική του τραγωδία, άλλος την έξαφνα αφυπνισμένη λόγω των ημερών, ευαισθησία του.
Κουρέλια που ενώνονται κατόπιν εορτής για να καταγγείλουν την τραγωδία που έχει ήδη συντελεστεί και να ξεμπροστιάσουν τον ένοχο. Κι ύστερα, έχοντας κάνει το καθήκον τους να ξαναξεσκίζουν τις σάρκες τους. Απομεινάρια μιας ψεύτικης ευημερίας, που ψοφάνε για λίγα λεπτά δημοσιότητας στον τόπο του εγκλήματος, στις ουρές της εφορίας, στο μπακάλικο της γειτονιάς.
Νάρκισσοι. Πολυδιαβασμένοι, πολυταξιδεμένοι, ξερόλες, φιλόσοφοι, φιλάνθρωποι των γιορτών, που τις υπόλοιπες μέρες δεν καταδέχονται να χαρίσουν μια καλημέρα στο διπλανό τους.
Πολιτισμένοι, με δόξα και τιμή, ανώτεροι που καταχρώνται την ιστορία και τη δηλώνουν κτήμα και περηφάνεια τους, ενώ ποτέ δεν τους ανήκε.
Ευαίσθητοι, ρομαντικοί, ιδεολόγοι, ουμανιστές, που στην πρώτη ευκαιρία λυμαίνονται τις ψυχές και κατακρεουργούν τους ελλειματικούς συναισθηματικά.
Αιώνια αισιόδοξοι, που τα βράδια αγκαλιάζουν το μαξιλάρι και κλαίνε, αλλά θεωρούν αμαρτία να το ομολογήσουν. Αντισυστημικοί, αρκεί να μη διαταράσσεται το προσωπικό τους βόλεμα. Φανατικοί υποστηρικτές της ελληνικής γραφής και δεν πειράζει, ας είναι κι ανορθόγραφα.
Αντιρατσιστές, που στο βωμό του χιούμορ κατηγοριοποιούν ανθρώπους σε χοντρούς, ξανθιές, πούστηδες, γύφτους, βλάχους, μουνάρες.
Κατακριτές της νοοτροπίας του δημοσιοϋπαλληλίσκου, φλερτάροντας όμως την κάθε ευκαιρία για λαμογιά απέναντι στον εργοδότη τους.
Επίδοξοι φωτογράφοι, συγγραφείς, σοβαροί οικογενειάρχες που μοστράρουν σε πρώτο πλάνο το κατόρθωμά τους, την οικογένεια και τα παιδιά τους, ενώ έχουν αναδείξει σε μοδάτο χόμπυ τις μεταμεσονύχτιες περιηγήσεις στα τσατ και τα πορνοσάιτ. Δικαστές και κριτές της ζωής των άλλων.
Ένορκοι, που ξέρουν τον πραγματικό εχθρό και τον δείχνουν με το δάχτυλο. Αθώοι.
Κι ούτε μια ουσιαστική λέξη ρε φίλε για την αγάπη.
Ξέρω τι θα πεις ότι εσύ δεν είσαι απ’ αυτούς. Αλλά είσαι. Είμαστε. Μας σιχάθηκα.
Ο Σωτήρης από δίπλα δεν έχει ίντερνετ, δεν ξέρει καλά – καλά να γράφει, σε κάποια από τα παράθυρά του δεν έχει τζάμια, αλλά μένει στο χαμόσπιτο παρότι κάπου νοικιάζει ένα διαμερισματάκι, μόνο και μόνο για να προσέχει μην του κλέψουν τα εργαλεία του και για να είναι κοντά στην κόρη του όταν μπαινοβγαίνει στο ΚΑΤ, παλεύοντας μια χρόνια κάκωση στα γόνατα που την ταλαιπωρεί.
Κι όταν η δική μου «πολυμάθεια» αποδείχθηκε ανεπαρκής να επισκευάσει μια μικροβλάβη στο φωτιστικό, το έκανε ο Σωτήρης.
Και δεν καταδέχτηκε να πάρει το πενιχρό χαρτζηλίκι που του έδινα.
Γιατί γείτονες είμαστε μου είπε και ξέρει πως κι εγώ περνάω δύσκολα. Γιατί έχει τσαγανό. Και καρδιά. Κι ας είναι «Αλβανό».
Θα μπορούσα, με κίνδυνο δικαίως να κατηγορηθώ ότι αφορίζω όλα αυτά που αντιπροσωπεύω, να σου παραθέσω κι άλλα. Αλλά δε θέλω.
Δεν είναι που λατρεύω να μας καταδικάζω. Είναι που μου έχει λείψει η ανθρώπινη επαφή μας και θέλω να μοιραστώ τις σκέψεις μου μαζί σου, πίνοντας ένα καφέ, όπως παλιά.
Θέλω να ξαναπούμε την αλήθεια, ξεκινώντας από τον εαυτό μας. Θέλω να μπορώ να μην ακούω το τραγούδι των σειρήνων, έχοντας ανοιχτά τα αυτιά μου.
Θέλω να νιώσουμε έστω και για μια στιγμή ευγνώμονες και να το φωνάξουμε.
Θέλω ένα πρωί, πριν τελειώσουμε εδώ πάνω, να ανοίξω τα μάτια μου και να μη μας απεχθάνομαι, αλλά να μας θαυμάζω. Θέλω να μην πονάω εγώ, αλλά ούτε κι ο Σωτήρης από δίπλα.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 21-08-2014