Ζωή χωρίς λόγια

Δημιουργός: ΖΟΡΜΠΑΣ ΘΑΝΑΣΗΣ, ΖΟΡΜΠΑΣ Φ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[align=center]Από Θάνο για Άρη και Γωγώ …. Σας αγαπώ εξίσου …

1
Ο ΑΡΗΣ ΚΑΙ Η ΓΩΓΩ .

Σαν χαλαρώσω και θα πάω στο κρεβάτι μας
Και κουρασμένος έτσι ρούχα θα φορέσω
Που με αυτά με ‘μαθαν πάντα να κοιμόμαστε
Πλάι στο κεφάλι σου το χέρι μου θα απλώσω.
Θα σου γελάσω με τα μάτια μoυ ορθάνοιχτα
και θα κοιτάξω παραμύθι να σου πλέξω
κοίτα καρδιά μου πουθενά μην σε γελάσουνε
και μην φοβάσαι εσύ το ξέρεις πάντα απ’ έξω

τα παραμυθία μου από αγάπη γίνονται
και άμα δεν γίνουν μην φοβάσαι εγώ θα αντέξω
εδώ θα είμαι πάντα δίπλα για να χαίρεσαι
και με τον χάρο κάθε μέρα θα παλεύω
όπως μου ‘μάθαν κάποιοι ανώτεροι παλιότερα
και πως με ψέματα ποτέ μου να μην παίζω
θα σε αγκαλιάζω όπως πάντα εσύ μου ήθελες
κοίτα καρδούλα μου με όπλα να μην παίζεις
κοίτα με γέρασα να μην φοβάσαι κοιτάμε , το ίδιο όπλο κι από εσένα δεν θα αντέξω
κοίτα καμάρι μου μου λένε πως σε ξέχασα
να ξες εγώ μες τα τετράδια τους γράφω .
τα όνειρα σου και δικά μου θα τα κάνω .
και άλλοι φωνάζουν να φοβίσουνε τον φόβο σου
εκείνοι θέλουνε με εσένα να μην σμίξω
μα εγώ σε χαίρομαι και όταν σε φαντάζομαι πως κάθε βράδυ τα μαλλιά σου θα ακουμπήσω …
κοίτα διαμάντι μου και εγώ πολύ σ’ αγάπησα
κι όμως δεν θέλησα ποτέ μου να σε αφήσω
και τώρα κοίτα μες τα μάτια μου τα δάκρυα
πληρώνω πόνο που δεν ξέρω πώς να πνίξω
και αυτό το ‘κλέψαν οι παλιές οι αλητείες μου
και οι αμαρτίες που δεν ήθελα να ζήσω
κοίτα ρουμπινή μου για κοίτα μες τα μάτια μου
πως σαν και σένα παιδικά θέλουν να γίνουν
όταν θα ξαπλώνουμε θέλω να με αγαπάς
και όταν στα μάτια εσύ θέλεις , γέλα , να κοιτάς
δεν θέλω κόκκινα και ρουμπινένια να ναι , πάντα κοίτα
θέλω και εγώ όπως και εσύ καμάρι να γελάς
ξέρεις πως θέλω και άλλα αλλά φοβάμαι κοίτα με
δεν ξέρω σίγουρα και πώς μπορώ να σου το πω
ότι σε αγαπώ και εγώ και ότι έχει γίνει είναι για καλό

θέλω ξέρεις κάθε μέρα και εσύ να γελάς
και από αγάπη δύσκολα μονάχα δάκρυα να πετάς

βαλε αγόρι μου ότι θέλεις μέσα στην καρδιά
ξέρεις πως ψέματα εδώ δύσκολα θα πω
παραμυθένια θέλω από εκείνα που αγαπάς
λουλούδια φαντασίας δέντρα και πολλά πουλιά
και από χρώματα εσύ ξέρεις ποιο καλά .
---------------------------------------------------------------------------------

2
Ο Μερακλής
Άχ βρε Γιώτη μερακλή μου
Και της Λάρισας Μπεκρή μου
Μύρισες και εσύ μελίσσια
και ήθελες και εσύ ξενύχτια
Πάντα με αλουνού κορμί .

Και τον Γιάννο μωρέ Πάνο
Τι τον ήθελες με πιάνο
Να παίζει με σφυρί .

Να ‘πειλή και να φωνάζει
Πως κανείς δεν τον τρομάζει
Να μιλάει και να γελάει
Τάχα φταίει αυτή .

Αχ βρε Γιώτη Παναγιώτη
Είχα και άλλο φίλο μόρτη
Που ζήταγε επιταγή

Ανοιχτή όπως λένε όλοι
Και με πρώτο το Μανώλη
Πάντα με την μουσική

Μα με διάολο κουμάρι
Και με αρχηγό τον Άρη
Δεν την γλίτωνε ούτε αυτή .

Βρέ με διάολο κουμάρι
Πριν να πέσει το σκοτάδι
Έπαιζε και αυτή .

Τώρα είσαι πια στον πάτο
Και δεν τρως άλλο στο πιάτο
Τρως πια στο σκαμνί .

Και όσα είχες τώρα κλαίνε
Πόσα θα έδινες μου λένε
Να ήσουν σαν και αυτή .

---------------------------------------------------------------------------------



3

Ο ΚΗΦΗΝΑΣ
Γλέντα και ζήσε τη ζωή και να μην μετανιώνεις
Θυμήσου πόσα έκανες και μην την επληγώνεις

Γλένταγε πάντα σαν και αυτή όπως και αυτή γλεντάει
Και μην ξεχνάς ότι και αυτή σαν το πουλί πετάει

Γλένταγε δίχως πώς , γιατί και να έχεις πάντα κέφι
Μην μετανιώσεις και αν ρωτάς και αυτή θα σε πληγώσει

Γλέντα σαν να σε εσύ πουλί στου ποταμιού τα άνθη
Και σαν κηφήνας δούλευε μόνο για την χαρά σου

Μέτρα τις ώρες σαν λεπτά από ένα cent κομμένα
Γιατί και αυτή το χαίρετε όταν σκορπάς για εσένα

Γλένταγε κάνα σαματά σαν σπίνος σε κλουβάκι
Στον τοίχο σε μια γωνιά και δίπλα σε ένα τζάκι

Γλένταγε φίλε και θα δεις η τύχη δεν υπάρχει
Όπως και ο θάνατος μαζί με την ζωή υπάρχει

Γλένταγε φίλε και έχε νου πως η ζωή είναι λίγη
Και εις γνώση πάντα της ζωής φεύγουμε πάντα πρώτοι
---------------------------------------------------------------------------------


4
Ζήτα μου ότι θές

- Ζήτα μου ότι θέλεις .

- Το φθόνο σαν διώξω τι ζητώ ;


Να ζω και να υπάρχω όσο μπορώ, και πιο απλά
Με όσα και αν μου δώσουν
Και αν δεν υπάρχουν ούτε αυτά
Ότι έχω να σου δώσω .

- Και αν δεν έχεις για να ζεις ;
Τότε ;
Τι θα μου δώσεις ;

- Εάν δεν έχω και ζητάς το πιότερο από όλα
Αυτό που είσαι και ζητάς πίσω να μου χαρίσεις
Και από φθόνο μονάχα πίσω να το ζητήσεις
---------------------------------------------------------------------------------
5
Η ΜΙΚΡΗ

Ήταν κάποτε που λες , μια τόσο δα μικρή
Πού κοίταζε τον κόσμο όλο λες και ήτανε γιαπί

Και μία μέρα αυτή η μικρή δεν ξέρουμε γιατί
Είπε να κάνει για μια φορά μια τσάρκα στην ζωή

Πήρε λοιπόν τα μάτια της και πήγε στο γιαπί
Και είχε πάρει μία που λέμε απόφαση σοβαρή

Την τύχη ήθελε να βρει πού της αντιστοιχεί
Και με τον πρώτο πού θα της λάχει να πάει να κοιμηθεί

Εκεί που λες συνάντησε ένα μικρό Θεό
Και ευθείς στα μάτια την κοίταξε ο άλλος λες και ήτανε αυτός

Ο άλλος που λες αναστέναξε και κοίταξε ψηλά
Και είπε στον πατέρα του να τη μωρέ μπαμπά

Μια φόρα , και έναν καιρό , ο Θάνος και αυτή
Πήραν μεγάλη απόφαση και ζήσανε μαζί .
---------------------------------------------------------------------------------

6
Μικρή ματιά

Έριξα μια μικρή ματιά κάποτε στην ζωή μας 2
Και πήρα την απόφαση που ήθελε και αυτή αλλά

Πήρα χαρτί πήρα στυλό πήρα και ένα παιδί αλλά
Και όλα στην πλάτη από μικρός τα φόρτωσα και πάμε

Έγραψα στην μανούλα μου μάνα μην με προδώσεις 2
Πήρα και απάνω μου ντροπή και έσκυψα το κεφάλι

Μάνα μου με τσακίσανε και δεν αντέχω μάνα
Δώσε κουράγιο μάνα μου να μην με βρούνε και άλλα .
---------------------------------------------------------------------------------

7
Ο Στράτος

Μετά από χίλιες θάλασσες
βρήκα και εγώ Γιωργίτσα
Να δώ και εγώ βρε μια στιγμή
απ’ τη ζωή σταλίτσα

Μα η στάλα έγινε βροχή
και η βροχή σαν μπόρα
Και η μπόρα σαν κατακλυσμός
και πήρα κατηφόρα

Και η κατηφόρα έγινε
ισιάδι και ανηφόρα
Και που να ήξερα που λες
το τι θα ήμουν τώρα

Πήραν τον Στράτο
για Στρατό
Τον Μήτσο για τιμόνι
Τον Γιώργο καλαματιανό … Χορό …
Τον Σάββα για αστυνόμο

Και έφτιαξα μόνος στο μυαλό
Την κορυφή σαν πόνο
Και πήρα ανάποδή στροφή
και γύρισα στο δρόμο

Και έτσι μαζί εζήσαμε
Καλά Σαν παραμύθι
Και η ζωή μας έγινε
Πανέμορφο στολίδι .
---------------------------------------------------------------------------------


8
Θα είμαι εδώ

Μπορείς να φανταστείς το πόσο όμορφη ήσουν τη στιγμή ,
που έψαχνες απλά δυo μάτια ;

Ήταν απλά επικίνδυνα και ανήσυχα προσμένοντας ζητούσες .
και βρέθηκα απλά εκεί …

Εγώ ο δυστυχής να δώσω τα μάτια που με φόβο αναζητούσες ,
έναντι ενός μιδιάσματος απόλυτα ευγνώμονος .

Μιδίασμα απλής ευγνωμοσύνης που το καθρέπτη σου σαν να κοιτούσες
πήρες , και σαν απάντηση , να ξέρεις λοιπόν όμορφη .

Θα είμαι εκεί και θα σε περιμένω και σένα και τον οποιοδήποτε ,
γιατί έτσι έχω μάθει και έτσι κάνω .

Απλά για να σου ανταποδώσω το χαμόγελο και το ευχαριστώ
που και εγώ με την σειρά μου σου χρωστάω …

Γεια σου λοιπόν όμορφη και θα σε περιμένω μην αργείς
δεν ξέρω πόσο .
Θα είμαι εδώ …
---------------------------------------------------------------------------------

9
Ακουμπώντας το σφυγμό σου

Κοιτώντας ο ένας τον άλλον στα μάτια , και ακουμπώντας απαλά τον σφυγμό του.
Περιμένουμε την στιγμή της αποκορύφωσής μας , την στιγμή που οι τελευταίες
Σταγόνες λάδι του ερωτά μας θα μπούνε σε αυτό το μαλακό στρωσίδι του σπιτιού μας
Τέσσερις γέννες μιας ζωής και δυό καρποί ενός μέτρου μας έχουν μείνει να αναπνεύσουμε
Με κοιτάς και μου ζητάς να σου απαντήσω το πόσο σε αγαπώ και εγώ απλά κοιτάω μετέωρος
Φοβούμενος το τέλος μην έρθει χωρίς να ‘σε χορτάτη από χαμόγελο ξεκούρασης
Και ονείρου …
Και αν τυχόν σου λέω δεν μπορώ να ζήσω με αυτά μόνο , και αν τυχόν σου λέω δεν μπορώ να αντέξω με τόσα μόνο …
Τότε μου λες κοίτα με απλά όπως και τώρα , νοιώθε με απλά όπως και τώρα …
Αν μπορείς και θες κάνε μόνο αυτό …
Αυτό μπορώ το ξέρεις …
Με αυτό μπορείς και εσύ το ξέρω …
Με αυτό σε γνώρισα και με γνώρισες …
Το ξέρω …
Και εγώ καρδιά μου απαντάς και εγώ το ξέρω ξέρεις …
---------------------------------------------------------------------------------

10
Το όνομα εκείνης

Ξέθαψα πάλι από της μνήμης την λήθη
Πόσοι αγώνες γίναμε στο όνομα εκείνης .
Της πιο γνωστής από λες σας γυναίκες και μανάδες .

Πόσα αγόρια χάθηκαν , για να την καλοπιάσουν
Για να κερδίσουν λίγη από την εύνοια την δικιά της
Ξεχνάγαν όμως σαν μωροί άδικα πως θα φύγουν.

Ξεχνάγαν πως θα φαγωθούν από το όμοιο τέρας
Εκείνο που με άλλη μορφή , πιο ήμερη , πιο φιλική
Θα τους καταβροχθίσει .

Τους περιμένανε τιμές και δόξης δαφνοκεντητά
Από πουλιά στεφάνια , αλλά , ξεχνάγαν δυστυχώς
Τι θα τους περιμένει

Μόλις το γήινο φώς κρυφτεί
κάτω απ την αγκαλιά της
και δείξει το αληθινό πρόσωπο που εκείνη κρύβει .

της λίθινης της εποχής που λήθη έχει καλύψει .
---------------------------------------------------------------------------------

11
Οι μάσκες

Σου χάρισα ένα βράδυ δύο μάσκες
Της στεναχώριας μου , και της θλίψης .
Σου ζήτησα να της κρατάς ευλαβικά
Ποτέ μην της φορέσεις .

Σου ‘πα πως αν τις φόραγες θα ‘βλεπες το καθρέπτη
Εκείνο που σου έδειχνε πάντα το πρόσωπό μου .
-Και εσύ… τι έκανες εσύ … ;
-Εγώ … απλά ήθελα να τις βάλω …
Τι έκανα ;

Φανέρωσες το πρόσωπο που ήθελα να κρύψω
Το παιδικό χαμόγελο , και την ματιά του άντρα .
Κατάφερες και έσπασες τον σιδερένιο όρκο
Και πέταξες μες στο νερό το όλο και το θέλω .
Δεν άφησες ούτε για σένα ’νε μια κλωστή να φτιάξεις
Απ’ την αρχή τον μύθο σου και την ζωή να πιάσεις .

Πέταξες με τον τρόπο σου , ενός παιδιού το γέλιο
Και το κρατάς σε αγκαλιά ζωσμένη από φίδια .

Αυτό που μου έμεινε λοιπόν … (λυπάμαι) σ’ το λέω
Είναι μόνο η χαράκια που μονομιάς θα κόψει
Την κεφαλή και την ουρά για τρόπαιο να πάρει
Και ο λόγος μου που θα σε καίει σε κάθε χαρακιά μου
Και να στερεί στους έρχοντες
Το φως σου για να δουν.
---------------------------------------------------------------------------------

12
Του Θανάτου

Σαν σου είπα ότι σ’ αγαπώ
Κατάλαβα πως πέφτει
Ένα δέντρο τόσο ψηλό
Και πως μόνο αν θα κλαδευτεί
Τότε μόνο ψηλώνει

Σαν είδα μες μάτια σου
Κατάλαβα πώς φεύγεις
και σαν ανήμπορο παιδί
Δεν ήθελα να βλέπω

Και γύρισα για να μην δεις
Τι κάνω και πως θέλω
Να ήμουν δίπλα μια στιγμή
Στερνό φιλί να δίνω

Μα εσύ μ’ αγκάλιασες γλυκά
και πάλι δάκρυα χύνω
Μέσα σε δράκου την σπηλιά
Μα του τα καταπίνω .

Μάγουλο σου έδωσα για να
Για να μην σε πονέσω
Όμως τα χείλη ζήτησες
Πες μου πώς να το αντέξω
Να μου το δώσεις και ας μην πιώ
Άλλο θανάτου δάκρυ
Γιατί απ’ το δάκρυ στέρεψε
Τα αγάπης το πηγάδι

Πες μου αν θέλεις το γιατί
Λίγο να μετανιώσω
Και το σταυρό που πέταξα
Πίσω να σου το δώσω

Πες μου τι σου κάνω και δεν θες
Τον πόνο να σου δώσω
Μήπως μου γράφεις γράμματα
Και θες να σε πληγώσω

Πες μου και εσύ καρδούλα μου
Τι έχεις και ραγίζεις
Μήπως δεν βάσταξες και για αυτό
Σε βλέπω και λυγίζεις

Σαν σε είδα μόνη να γυρνάς
Ήθελα να σε αρπάξω
Μήπως τον πόνο σου εγώ
Μπορέσω να βαστάξω

Βάστα και εσύ μου φώναζες
Και σε κοιτούσαν όλοι
Όταν φιλί του Θανάτου
Τότε γύρευαν όλοι

Δως μου το χέρι να πιαστώ
για δεν μπορώ να αντέξω
Τον πόνο που έχουμε μαζί
Άσε λίγο να παίξω

Κι αν δεν μπορέσω να πιαστώ
άσε να πάω στον πάτο
Για αν δεν μπορέσω να πιαστώ
τότε ίσως σε χάσω

Δώς μου το χέρι και ας χαθώ
και ίσως να καταλάβω
Πως αν τυχόν και δεν πιαστώ
μπορεί και να σε χάσω

Μα κοίταμε καλά και πες ,
μπορείς να ζεις μονάχη
Άμα κατάλαβα δεν ζεις
Αν δεν υπάρχει αγάπη.

Και αν καταλάβω κράταμε
κράταμε να μην πέσω
Γιατί άμα πέσω και έρθεις και εσύ
τότε ίσως να μην αντέξω .
---------------------------------------------------------------------------------

13

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ - ΣΚΟΠΟΣ – ΠΡΑΞΗ
ΑΥΤΟΣΚΟΠΟΣ
ΓΝΩΣΗ - ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ - ΕΛΕΓΧΟΣ - ΕΤΟΙΜΟΤΗΤΑ - ΣΟΦΙΑ – ΠΡΑΞΗ
ΕΙΣΟΔΟΣ - ΠΡΟΤΡΟΠΗ - ΠΡΟΣΟΧΗ – ΕΝΩΣΗ
ΕΛΕΓΧΟΜΕΝΗ ΣΕ ΒΑΘΟΣ ΑΝΑΛΥΣΗ
ΕΞΟΔΟΣ - ΛΗΘΗ – ΝΕΜΕΣΗΣ
ΘΑΡΡΟΣ - ΦΙΛΙΑ – ΑΘΑΝΑΣΙΑ
ΘΥΣΙΑΣΤΗΡΙΑ ΟΙ ΝΑΟΙ ... ΓΙΑ ΤΟ ΕΓΩ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ...
ΚΑΘΥΛΩΣΗ - ΕΞΗΓΗΣΗ – ΣΟΦΙΑ
ΜΕΛΕΤΗ - ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ - ΑΠΟΦΥΓΗ - ΔΙΩΡΘΩΣΗ – ΣΩΤΗΡΙΑ
ΟΡΑΜΑ - ΕΚΠΛΗΡΩΣΗ – ΜΕΤΑΛΑΒΗ
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ - ΕΛΕΓΧΟΣ – ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ
ΧΑΡΑ - ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ – ΕΡΓΟ

MATHITEIA

CLASS-RITORIA-KNOWLEDGE

PYTHARCHEIA-DIALOGUE-CREATION

SAFETY-SIZITISI-DEVELOPMENT

HEALTH-EXERCISE-FOS

Τιμής Ένεκεν

Μέρες και νύχτες καρτερώ,
Ωραία κοιμωμένη .

Φωνάζω και παρακαλώ
Μήπως , και σε ξυπνήσω .

Χωρίζομαι και τραγουδώ ,
Βαρύ κρυφό τραγούδι .

Μη μου χαθείς ‘πως χάθηκες
Μέσα στου νου τη λήθη .
Μην μου χαθείς και ‘γω για σε
Πολλά θα μαρτυρήσω .

Κλώθω κλωστή και κέντημα ,
Ντιβάνι να σου στρώσω
Να ταξιδέψουμε μαζί
πλοίου πορεία νότο
και από εκεί αριστερά
στου Ήλιου το παλάτι
και αν αντέξω τελικά
ποτέ μην σε προδώσω
γυναίκα κόρη πρέπουσα ευχής
λόγο σου δίνω πως
κύκλο ζωής δεν έμαθα ποτέ μου εγώ να σπάω.


Εσύ άντρα που ένεκες μούσα
Προτού του τέλους
Και αναζητάς ανάμεσα σε βρύα και λειχήνες
Δεν βλέπεις μπρος σου φωνασκεί
Πελώρια η αγάπη
Μόνο σπρωξιά δεν σου δώσε
Για να το καταλάβεις
Αυτοσκοπός σου έγινε
Να βλέπεις και να ξέρεις
Παρατηρώντας έλεγχο
Σοφία ξένης να ‘χεις
Μπήκες χωρίς να θες εκεί
Προσέχοντας το νου σου
Τον έλεγχο ποιος σε κινεί την
Ένωση να πάρεις , την έξοδο αναζητάς
Ξεχνώντας τον σκοπό σου
Θάρρος φιλίας ανέμελης
Αθανασία να πάρεις
Μες το βωμό του κέρατος
Το εγώ σου βρες να ρίξεις
Τον σταυρικό σου αυτοσκοπό
Να βγάλεις λέει το φως σου
Πρόσεξε κοίταξε καλά
Απέφυγε τα λάθη εύγε !
Κοίτα μπροστά και εκπλήρωσε
Μεταλαβή κυρίου
Κοίτα δίς μην σου αρνηθούν
Ιθάκη για να ψάξεις
Χαρά ανύψωσης θα βρεις
Το έργο σαν τελειώσεις.
---------------------------------------------------------------------------------

14
Ο ΤΕΜΠΕΛΗΣ

Ήτανε μάγκες μια φορά ένας αριστοκράτης
Και κράταγε την ντάμα του σαν να ήτανε Βαγδάτης

Περπάταγε και χόρευε σε αργούς ρυθμούς σαν άντρας
Και η γειτονιά τον κοίταγε σαν να ήταν μάτι χάντρας

Χάντρα τον φώναζε και αυτή σαν ντάμα κούπα που ήταν
Αχ φώναζε η γειτονιά σαν άκουγε την κούπα

Βρόνταγε και τον μπαγλαμά όταν βρισκόταν μόνος
Και έπινε και μια ρακιά σαν του ερχόταν πόνος

Το μέγα λάθος που έκανε όμως για την ζωή του
Υπολόγιζε με η χωρίς πάντα και την ζωή του

Πόνταρε πάντα στα χαρτιά χωρίς την ντάμα μόνος
Γιατί ήταν πάντα σίγουρος σαν το γυρνούσε μόνος

Η ντάμα πάντα γύριζε από καρά σε κούπες
Και από σπαθιά σε κόκκινες με μαύρες τόσες …

Και από κηφήνας που έφερνες στο σπίτι πάντα μέλι
Δες φίλε τώρα δε θές σε αποκαλεί τεμπέλη
---------------------------------------------------------------------------------

15
Χωρίς τιμόνι

Είχαμε περηφάνια λες
σου λέω ήμασταν μόνοι .
Δίναμε λόγο σε Θεό ,
σου λέω ήσασταν μόνοι .

Μόνοι σας ζούσατε και εμείς ,
εμείς χωρίς τιμόνι .
Μόνοι σας ζούσατε μα
εσείς είχατε το αμόνι .

Κάθε στις που βάραγε ,
βγαίνατε ούλοι τσάρκα .
Και στη πλημμύρα με βάρκα δυο
την φτάνατε ως τα άκρα .


Τζάμπα οι μάνες προσευχές
σε εικόνες και καντήλια .
Τσάμπα και οι άντρες με αντοχές
καθάριζαν κρεμμύδια .

Τζάμπα κρατάει και η Εκκλησιά
μόνη της τα στολίδια .
Τζάμπα και όλοι οι αρχηγοί
τρώνε σήμερα μύδια .

Μείνατε μόνοι σας και εμείς
πιστά ακολουθώντας .
Μείναμε μόνοι σε γραμμή
άγονη αγκομαχώντας .

Είχαμε περηφάνια λες ,
σου λέω ήμασταν μόνοι .
Δίναμε λόγο σε Θεό ,
σου λέω ήσασταν μόνοι .
---------------------------------------------------------------------------------

16
Το μισητό παιδί
Ποιός μίσησε και εκείνο το παιδί , που πάντα από όλους πρώτο
Σήκωνε τα δυό του μάτια ψηλά , χαμογελώντας μόνο .

Πες μου και εσύ ποιόν μίσησες εσύ , πες μου ποιόν από τους δύο
Και οι δύο χαιρέταγαν ψηλά και οι δύο τον ίδιο Ήλιο .

Φώναξε πες το σε όλους και παντού , πως η Άνοιξη θα έρθει
Όπως για όλους η Αυγή και ο Ήλιος πάντα φέρνει .

Πες μας παιδί σε φόβισε ποτέ , ο Ήλιος και η Λιακάδα
Πες μου αν δάκρυ έσταξες ποτέ για αυτό που λεν' αράδα .

Άνοιξη γιέ μου φώναξε να 'ρθεί μέσα και στην καρδιά μας
Και αυτός ο πόλεμος σιγή στην πρώτη μας καμπάνα .

Φώναξε γιέ και εσύ βρε γείτονα , δεν δίνουμε ούτε στάλα
Μήτε φωτιά και πόλεμο στων γιών μας την Αράδα .
---------------------------------------------------------------------------------

17
Ο θάνατος ακόμα μας μυρίζει

Όταν κατέβηκε ήταν άνοιξη θαρρώ
Μαύρη σκιά φαινότανε πριν ο ήλιος να πλαντάξει
Οι κυνηγοί ρωτούσανε πώς πείνασε αυτός
Τέτοια εποχή έπρεπε στα κρύα να λουφάξει
Μα πεινασμένος έρχονταν με ζάλη στο μυαλό
Με πείνα λες και ήθελε σαν τέρας να αρπάξει .

Δίναν θυσία στο βωμό όλοι τους τις παρθένες
Μήπως κάποιος Θεός μπορεί παλιός να βοηθήσει
Μα οι Θεοί φαγώθηκαν πριν απ’το πρωινό του
Και μείνανε ξανά και αυτοί με ένα σταυρό στο χέρι
Τότε ήταν που ξύπνησαν τα αδέρφια του Μιχάλη
Πήραν σπαθιά , δόρια ‘τια και έτσι μπήκαν στη φωτιά του

Πέρασαν μέρες τρείς και επτά και δεκαπέντε
Και έτσι μαζί του φτάσανε ‘ως την γενέτειρά του
Άσπρο το χιόνι σαν πανί και ο ήλιος σκεπασμένος
Άπ’το άγριο ξημέρωμα που ‘χε η στέπα φτιάξει
Λιχτίζαν τα σκυλιά , τα ‘λογα αναστενάζαν
Και έτσι σταμάτησαν να δουν πως θα το’νε σκοτώσουν

Έπιασε ο ένας το σχοινί μαζί με το μολύβι
Ο άλλος έπιασε με τα δυό χέρια του το μετάξι
Και ο τρίτος έπιασε με μιας μέταλλο να γυαλίσει
Γιατί τέτοια τιμή σ’ αυτόν του άξιζε να πάρει
Τότε ήταν που δάκρυσε σαν γόνα να ‘χει σπάσει
Και σαν πικρία να έδινε πλησίασε και θάφτει

Δέκα φορές τον τύλιξαν με τετραπλό μετάξι
Και με σχοινί τον δέσανε μήπως τους αγριέψει
Μια μολυβιά του δώσανε μήπως και να τρομάξει
Και τότε είδανε τον λύκο να μην τους εσαλεύει
Με το σπαθί ανοίξανε τον λάκκο που ‘χε λάχει
Κοντάρι δίμετρο βαρύ να τονε σημαδέψει

Τι σου ‘λαχε λύκε από χιόνι μέρα να ΄ρθείς
Σε τούτα εδώ τα χώματα που δέντρο δεν φυτρώνει
Παρά μονάχα άγκαθα και ένα τσουβάλι κέδρα
Σε μια μεριά που ο Θάνατος ακόμα μας μυρίζει
Πένθος και εμείς σου κάνουμε σόι να είχες κάνει
Μήπως το λάθος που έκανες ακριβά έχεις πληρώσει .
---------------------------------------------------------------------------------

18
Η Αλμπέρτα

Κοιτούσες μόνος λέγοντας
άλλο δεν θέλω να ΄χω
και τους σφυγμούς σου ρώταγες
πείτε μου πότε να ΄ρθώ

Μα ξένος είχες γεννηθεί
Ουζμπέκων ξένη χώρα
και έμοιασες μη θέλοντας
σε άλλη μητέρας χώρα

Ποιο τρένο πες μου
ποια γραμμή, ποιο πλοίο
ποιος αέρας

Σε έφερε εδώ στον τόπο σου
περήφανε πατέρα

Σε σπρώχναν και σε κλώτσαγαν
λες του μπαστάρδου γέννα
του σκύλου που η μάνα του
σε γένναγε σε τρένα

Τσάκισες όμως και έτσι λεν
μονάχος όταν κάπως
κάποιος σου μίλησε, αγνά
με της μητέρας πάθος

Ήρθες καρφώθηκες εδώ
στην μόνη σου πατρίδα
που 'λαχε να την παίξουνε
Θανάση σε μια παρτίδα
---------------------------------------------------------------------------------

19
Η κλαψιάρα

Από μικρή μου λέγανε
να αφήσω τα τερτίπια
Και εγώ έκλεινα τα δυό μου αυτιά
Και έπλεκα παραμύθια

Μεγάλωσα και ακόμα δες
Μυαλό ούτε κουκούτσι
Ανάθεμά με μάνα μου
ας μου έδινες χαστούκι

Με το μυαλό τα ήξερα
Μου έλειπε η πράξη
Το πάλευα με πάλευε
Και όλα λήγαν με τάξη

Βρε μάνα μου δεν σε άκουγα
Όταν εσύ βαρούσες
Πάλι καλά που πρόκοψα
Όταν εσύ μιλούσες

Πάλι καλά βρε μάνα μου
Που θελες να με γδάρεις
και μια κουδούνα κρέμαγες
όπως και στις γαϊδάρες

Μεγάλωσα και σου χρωστώ
Που έγινα δασκάλα
Σε τεχνικό σχολειό για δες
Τώρα μαθαίνω και άλλα

Πάλι καλά βρε μάνα μου
Που έγινα κλαψιάρα
Πάλι καλά που είμαι καλά
Και έγινα δασκάλα .
---------------------------------------------------------------------------------


20
Το τρένο άργησε ξανά

Το τρένο άργησε ξανά να ‘ρθει στην Κατερίνη
Και συ καθόσουν χαμηλά γυρεύοντας εκείνη

Σαν είδες φλόγα που φωτιά και πάθος κυριεύει
Ήταν αυτή ίσως που αγάπησες και ίσως σε γυρεύει

Κάτσε και σκέψου τι κακό προκάλεσες σε εκείνη
Όταν στα μάτια κοίταζες το ψέμα σαν και εκείνη

Καθόσουν και σκεφτόσουν ποιόν πρώτο θές να σώσει
Σίγουρο ήταν πώς αυτή θα ήθελες να νιώσεις

Σε κοίταζε σε ρώταγε σαν τάχα να απορούσε
Το ίδιο και αυτή σκεφτότανε αν εσένα αγαπήσει

Και όμως σκέφτηκες λοξά και έριξες ένα ψέμα
Πώς η φωτιά που άναψες την κυριεύουν δέντρα
---------------------------------------------------------------------------------

21
Άσε την Χάρε

Μόνο και μόνο για να 'δεις το πόσο σ'αγαπάω
Κάθομαι τα άστρα και μετρό για έναν λόγο μόνο

Να καταλάβω αν μπορώ να αγαπώ τον πόνο
Τον πόνο που μου χάρισες και ακόμα μετανιώνω

Αν ήξερες πως σ' αγάπησα και πόσο μετανιώνω
Που ακόμα μέχρι σήμερα μπορώ και με πληγώνω

Δεν ξέρω μόνο αν μπορείς λίγο να καταλάβεις
Πόσο και πως εγώ μπορώ ακόμα να ματώνω

Κι όμως ακόμα προσπαθώ και πάλι μετανιώνω
Που δεν κατάφερα στιγμή να διώξω λίγο πόνο

Μονάχα λίγο να σε δώ και ύστερα ας πεθάνω
Μα το κακό που μού 'κανες είναι πολύ μεγάλο

Με μάτωσες με πλήγωσες και ακόμα όμως κρατάω
Δώσε μου χάρε μαχαιριά στα στήθια μου απάνω

Δώσε και κόψε την στα δυό και μη με λογαριάζεις
Και αυτήν που με έφερε εδώ άσε την αν τρομάζεις

Και αν σε ποτίσει ψέματα πως τάχα αυτή δεν φταίει
Άσε την χάρε να χαρείς και ύστερα να κλαίει
---------------------------------------------------------------------------------

22
Αγάπη – Πένθος – Έρωτας – Ζωή

Προσπαθώντας να βρω και πάλι
το τσιγάρο που πρώτα είχα βάλει στα χείλη

Στάθηκα περίεργα χαρούμενος και
τρομακτικά περίεργος να δω τι θα μου λέγαν .

Διαβάζοντας για πρώτη φορά τα μάτια σου
κάθισα και ζωγράφισα ότι ακριβώς ζητούσες .

Τον πόνο, τη χαρά μου, τη χαρά σου, τη λύπη σου
Σε κύκλο τα έκλεισα και ορκίστηκα σε σένα .

Και μετά δάκρυσα, δάκρυσα και γέμισα
ακόμα ένα ποτήρι κρασιού σαν και εκείνο.

Σταγόνα-σταγόνα και ορκίστηκα όπως και εσύ
σε μένα άγριος πόνος, λησμονιά, ταξίδι και ούτε λόγος .

΄Εδεσα και τα χέρια μου με δέρμα του παππού μου
σε μια καργιόλα με πυρά να κάψω τα σημάδια.

Στα δόντια μου σφιχτά κρατούσα την πνοή μου
μην τυχών και ξεστομίσω λέξη .

Λέξη που αγκάθια από κισσό στα βάθη ενός δάσους
που ένα μέρος έμενε κυνηγημένος να βρει .

Το είπες το άκουσα , το ένοιωσες μα λέξη δεν μου τύχε
ούτε φωτιά ούτε σουγιά να κόψω.

Ξεσκίζοντας στα χέρια μου πέταξα τα όνειρά μου
και καταπίνοντας βαθιά στις φλόγες του μυαλού μου .

Και ήρθε στιγμή που μπρος μου εσύ βρέθηκες
και η Ιθάκη λέγοντας μου μα φορά ακόμα να ΄ρθει πάλι .

Μα τώρα ανάποδα γύρισαν όλα όλοι και όλες
θάνατο έκανα τη ζωή και γέννηση το πένθος .

Την μέρα-νύχτα την ώρα αιώνα και εσένα, εμένα
Τι άλλο θες εσύ και εγώ πλέον μην ερωτήσεις
Αγάπη - πένθος – έρωτα – ζωή
Αιώνια μνήμη .
---------------------------------------------------------------------------------

23
Πιστά σκυλιά

Χορεύοντας γύρω από τον αέναο κύκλο του ερωτά μας
σε κοιτώ και αναρωτιέμαι
αν νοιώθεις την ίδια ζεστασιά με εμένα .

Στα μάτια μου ένα δάκρυ γλιστράει και εσύ εκεί ακούνητος,
κλειστά τα μάτια σου σαν από πεθαμένου άστρο σκότος
και όμως μια λάμψη νοιώθω .

Νοιώθω σαν ψάρι στο βυθό που πρώτη φορά αχτίδα ήλιου βλέπει.
Σαν εκκλησιάς καμπαναριό που γκρέμισε ολωσδιόλου και μόνο η ανάμνηση
του χτύπου έχει μείνει .

Με ακολουθάν πιστά σκυλιά που μια μάνα διψασμένη έχει στείλει
γιατί το δάκρυ αυτό που η θύμηση έχει φέρει ίσως τα ξεδιψάσει
έστω και στην ιδέα .


Γιατί δε μου μιλάς , που είσαι , γιατί τα μάτια σου κλειστά
κρατάς και δεν με βλέπεις , φτάνω σε λίγο και μπορεί
για αλλού να ξεκινήσω .

Κουράστηκα και ο χορός πρέπει να σταματήσει ,
ήρθε η ώρα που φιλί θα σου ζητώ, σε λίγο φτάνω στου δρόμου την αρχή
που όλα ξεκίνησαν .

Ακόμα και τα δυο σκυλιά που με την μάνα μέναν
είναι ακόμα πίσω μου πιστά ακολουθούνε, δεύτερο δάκρυ δεν γνωρίζω
αν θα έχω να τα δώσω .

Μου έλειψες και η αγάπη μας πεινάει και περιμένει
μια μπουκιά στο στόμα της ακόμα δεν έχει βάλει.
Πιέστε σκυλιά το δάκρυ ένα μονάχα έχω , εδώ χωρίζουμε και ίσως ξανά
ποτέ δεν ειδωθούμε .
---------------------------------------------------------------------------------

24
Περίμενε

-Περίμενε και μην ρωτάς γιατί το φως σου κρύβω
Το κάνω όχι απλά να μην το δούνε άχρωμα κάποιου μάτια

Το κρύβω μην τυχόν και αυτοί μπορέσουν να σου πάρουν
Την ομορφιά κάθε μικρής φωτός σου ηλιαχτίδας

Ρουφώντας με το άχρωμο εγώ τους κάθε μικρή σου γνώμη
Και αντιγράφοντας μη τυχόν φως σαν και εσένα κάνουν

-Από αγάπη να το ξες ελπίζω να το κρύβεις
Εγώ σε σκοτεινή φωλιά μεγάλωσα να ξέρεις

Κοίτα τους πώς με προσδοκούν και πώς με περιμένουν
Θέλουν και αυτοί πιστεύω , ναι , της γνώσης μου να πάρουν

-Δεν τους φοβάμαι έχε το νου , σου λέω να προσέχεις
Μήτε χοντρό πανί , έχε το νου , μη βάλεις για να κρύψεις

Καλώδια κοίτα τους κρατούν , γνώσεις μεγάλες έχουν
Λίγοι είναι αυτοί που μείνανε την πέτρα να διαλέγουν

Πιες , φάε κάνε ότι θές , μα ψεύτικος μην είσαι
Κοίτα το φώς σου φαίνεται πίσω από το βελούδο

Κοίτα τους υπολογισμούς πως κάνουνε στο πόδι
Στάσου μην δικαιολογηθείς σε νιώθω είσαι δικός μου

Ξέρω προβάλλεσαι και εσύ και ο εγωισμός σου πονάει
Κοίτα καλά , υπάρχει φώς ; Η μήπως καταφέραν ;

-To φώς που έκρυβες καλά με το χοντρό βελούδο
σαν σε αρχαίο λαμπατέρ σπασμένη λάμπα κάναν

-Σε βλέπω , πάψε , σκέψου , πράξε και μην κοιτάς
Το φώς που μαύρο νιώθεις , από αυτούς που τρώγονται ο ένας με τον άλλον

Προχώρα εμπρός , ξεπέρνα το και μην ξεχάσεις διόλου
Στα μάτια σου ήταν το φώς αφού όλα αυτά τα είδες

Ανέβηκες και ακόμα πονάς , μην τους κοιτάς μα δέξου
Πόνος δεν είναι κούρασης , είναι πληγή που κλείνει

Κοίτα μπροστά , δες καθαρά ταξίδια έχεις να κάνεις
Φώς πλέον δεν χρειάζεσαι , έγινες σύ το φώς μου
---------------------------------------------------------------------------------

25
Ήσουν πάντα εκεί

Ήσουν πάντα εκεί ανάμεσα σε όλους
Μπορούσες και είχες απόσταση πάντα με όλους και όλα

Πολλοί ήταν αυτοί που έδωσαν ψυχή , χρήμα , πίστη και ήθος
Να σε κερδίσουν και να μπουν και αυτοί μέσα στο πλήθος

Πάντα μετέωρη και εγώ , πιστά σε ακολουθούσα
Μη θέλοντας όμως και εγώ μπορεί να σε ποθούσα

Μετρούσα πάντα τις στιγμές όταν σε πλησιάζαν
Να 'ξερες μόνο αν πόναγα όταν σε κομματιάζαν

Ήθελες μήπως ή άδικα σε βάλανε στη μέση
Πυροβολώντας μισητά μεσ’ την καρδιά σου βέλη

Ήθελα ασπίδα να 'μαι εγώ και έτσι πήγα στην άκρη
Και σε αγκαλιά διπλοϋφαντή σε έβαλα με αγάπη

Πάλι όμως ήσουν μακριά πάλι απόσταση είχα
Ο εγωιστής , εγώ νόμιζα έτσι δικιά μου σε είχα

Πάλεψα να σε φτάσω μα , όσο κοντά ερχόμουν
Τόσο μακριά μου έφευγες και όμως εγώ κρατιόμουν

Κρατιόμουν να είμαι μακριά όσο σου χρειαζόταν
Μήπως τυχόν και υφαντή αγκαλιά δεν σου χρειαζόταν

Φοβόμουν μήπως κάνοντας πως έρχομαι σε 'σένα
Σαν φυσικό ατύχημα χανόσουν από εμένα

Ακόμα δεν κατάλαβα και έτσι αναρωτιέμαι
Μήπως εσύ είσαι η αγκαλιά
Και εγώ είμαι το κέντρο .
---------------------------------------------------------------------------------

26
Σταμάτα να κλαίς

Σταμάτα να κλαις .
---------------------------------------------------------------------------------


27
Συγχώρα με κυρά Φροσύνη



Συγχώρα με κυρά Φροσύνη
που δεν μπορώ ,
αλλά να ξέρεις πως υπάρχω
και έχω δύναμη γι' αυτό .
Το να παλεύω για να δώ
και εγώ κάποια στιγμή
το φως σου .

Αυτό που τότε πνίξανε
σε ενός και μόνο ίσως
τότε στου ποταμού
την λίμνη το μαύρο σκότος .

Συγχώρα με κυρά Φροσύνη
που και ακόμα σήμερα
αν σε δώ μπορεί και να απορήσω .
Γιατί από εκεί ψηλά ,
του Ερμή την κορυφή δεν φαίνεται
το φώς σου .

Σκόπιμα βλέπεις ίσως
όμβρια , σκουπίδια ,
ζελατίνες και φαγιά '
ανάμεσα στις ομορφιές βατράχων
και αληθινών φιδιών να 'ρίξαν
για να κρύψουν .

Τί ομορφιά μωρέ κυρά
κρύβει το όνομά σου ,
φρονίμων τάγμα με λευκά
άλογα και με δόρια
που μες τη γής σαν μπουν ξανά
όλα τριγύρω ανθίζουν .

Θα 'ρθώ ξανά , στο λέω , κυρά
και πάλι
ποιο προσεκτικά και όχι σαν πριν ,
να δώ τί σου συμβαίνει
τί έγινε και δεν μπορώ
το φώς σου πια να βλέπω .
---------------------------------------------------------------------------------

28
Οne more Bud Day

Πέρασα και πάλι ένα δύσκολο βράδυ
ήσουν τόσο κοντά αλλά ...

Πέρασα και πάλι ένα σαν όλα εκείνα
ήσουν και πάλι τόσο κοντά όπως τότε αλλά ...

Πέρασα είπε κάποιος για να σου πω καλά Χριστούγεννα
και ας ήταν ακόμα καλοκαίρι όπως τότε αλλά ...

Ήταν απλά ακόμα ένα άσχημο βράδυ
και όμως ήσουν όπως πάντα κοντά .


Δεν θέλουν να νομίζουν πως και εγώ σαν και αυτούς περνώ καλά
αλλά ... ξέρω πως θα είσαι και πάλι τόσο κοντά.

Θέλουν να ξέρουν ότι δίπλα τους δεν είμαι σαν και αυτούς καλά
αλλά ... ξέρω πως είσαι τόσο κοντά .

Νομίζουν πως θα είναι το καλύτερο για εκείνους μαζί με εμένα βράδυ
αλλά ... είσαι και εσύ πολύ κοντά .

Νομίζουν απλά πώς σαν της γέννας την γιορτή θα περάσει κάποιος να σε αγγίξει
αλλά ... δεν ξέρουν πως είναι ακόμα καλοκαίρι .
---------------------------------------------------------------------------------

30
Για τον Πατέρα Και τον Γιό

«Ήρθες παλιόφιλε καλέ , ήρθες χωρίς να ξέρεις
τον πόνο που΄χω το βαρύ όταν νεκρό μου φεύγεις»


Αρχίζει τότε το άτι του , χορό στις δοξαριές του,
και αφυψηλού περήφανα χορεύει στις ξυλιές του.
Κάθε ξυλιά και χτύπημα πετάλου πα στο χώμα,
και κάθε πόνου καμπανιά θανάτου σκούρο χρώμα,
και ο βιολιτζής κάθε φορά που ράγιζε η ψυχή του,
απ’ το χορό του αλόγου του, έβγαινε και η φωνή του .
Δάκρυ και αίμα έσταζε στο χώμα απ’ το κλαδί του,
καμπάνα κούφιας εκκλησιάς σαν έβγαινε η φωνή του.

Να σταματήσει ήθελε, λάθος μήπως και κάνει
Και κατά λάθος στο σταυρό το άλογο μην βάνει.

«Παίξε μου κι άλλο βιολιτζή τον χάρο μην φοβάσαι
μαζί του βλέπεις περπατώ στο δάσος που κοιμάσαι»



Τρόμαξε τότε ο βιολιτζής και άρχισε να χορεύει
φοβήθηκε μην κοιμιστός παίζει και τον πλανεύει
Άρχισε τις ανάποδες τις δοξαριές που λίγοι ,
μπορούν σε χάρο δακρυστό σκάλας να δώσουν ρίγη


Λες και έβλεπε ένοιωθε αυτόν που πήρε το παιδί του
που με ευχές χρόνια πολλά έπαιζε στην γιορτή του.
Είχε σημάδι στην καρδιά που βάρος είχε τόνους
σε θάλασσας βαθειά νερά που ΄χε να πέσει χρόνους.
Και τρυπημένο με άγκιστρα που μελανιές αφήνουν
από ταψί ορείχαλκου που ούτε οι φωτιές το σβήνουν.


«Μην σταματάς ούτε στιγμή , τον ήχο που χαϊδεύεις ,
νεκρώσιμο νοιώθω σκοπό και εγώ εσύ πως παίζεις»


Δάκρυσε τότε ο βιολιστής στου λόγου αυτόν τον ήχο
και τότε αρχίνησε να τραγουδά τον παρακάτω στοίχο,
είχε χρόνια πολλά να δεί και να ακούσει δάκρυ
απτο φτωχό που του λάχε να δει να βγαίνει άκρη
Σε βήματα κρυφού σκοπού που μόνο εκείνος ξέρει
Σε ποιού το δρόμο έχει κερί και ποιού ακουμπάει χέρι .

«Μικρό είσαι αγγελούδι μου , σε δάγκωσαν τα άστρα
χόρευες από δυό χρονών στου ονείρου μου τα κάστρα.
Χόρευες και δεν σε ένοιαζε , ποιανού χορό χορεύεις
Αφού δοξάρι δίπλα σου , είχες εμένα και έχεις»

Σταμάτησε του βιολιτζή , για μια στιγμή να στάζει
το δάκρυ του που κύλαγε , κάτω στην γη να φτάσει .
Φώναξε τότε δυνατά τον παρακάτω στοίχο
Και ανάσταση λες και έγινε από καμπάνας ήχο.
Φώναξε τόσο που έσπασα το τάμα του ρεμπέτη
που χόρευε δίχως ντροπή στις μουσικής την μέθη
Τρόμαξε και ο άνθρωπος απ’ τις φωνής τον ήχο
Που του ‘μοιαζε πως ήτανε σαν τις καρδιάς του χτύπος .
Συνέχιζε όμως να κοιτά τον βιολιτζή στα μάτια
που κάθε νότα που έπαιζε τον έκανε κομμάτια .

«Χόρευε και μην μελετάς του αλόγου σου την όψη
γιατί από τρίχες εκεινού , σου παίζω για τη νιότη.
Την νιότη που είχα και έχασα σε μιας στιγμής αγάπη .
αγάπη που έδωσε τροφή σε αστεριού γινάτι»

Πόνεσε τότε του χεριού , παλιά πληγή του ανθρώπου
που είχε από γεννησιμιού σημάδι πάρει πρώτου.
Μηχανικού που λάδωνε σγκουριές για τα καράβια
Και που αυτουνου πατέρας του του δώσε μαύρα χάδια.
Τον διώξανε και ‘κεινο ‘νε με του θανάτου στίγμα
του ζωντανού τον χωρισμό που δεν λογατε βήμα.
Κάθε του βήμα και μιλιά με κλάματα πλεγμένη
και κάθε δάκρυ τουφεκιά σε εκκλησιά ριγμένη .
Ήξερε λένε και έριχνε με την ματιά μολύβια
μολύβια όμως που δεν λογάν τις μοίρας τα παιχνίδια .


«Χόρευε και τα μάτια σου, καθάρια πάντα νάνε
Γιατί του αλόγου σου οι φωνές και τούτες μπορεί νάνε
Ο χάρος όταν ακουμπά , σε καποιανού τον πόνο
δεν λογαριάζει προς σε ποιόν θέλει να κάνει φόνο»

«Χόρευε κοίταζε ψηλά το άλογο μην ξεχάσεις
γιατί με δάκρυ από τουνε ποτέ δεν θα ξεχάσεις .
Και αν τύχει σπάσεις και γυαλί με μολυβιάς σημάδι
Να ξέρεις ο πατέρας σου στο ΄μαθε το ρημάδι»

Και τότε γονατίσανε και οι δυο μαζί στο χώμα
και ο φίλος λίγο παρεκεί κόκκινο έφτιαχνε χρώμα.
Κοιτιόντουσαν δεν πίστευαν της μοίρας το παιχνίδι
πως το άλογο πλέον νεκρό είχε γινεί σαν φίδι .
Φίδι που εμελέταγε ποιόν από τους δυό θα πάρει
εκείνον που είχε το βιολί ή το νιό παλληκάρι.

«Χάρε σαν δεις γονατιστό , να κλαίει το παιδί του
μην λογιστείς με τίποτα να πάρεις την ζωή του.
Και καβαλάρη αν θα δεις συγχωρέσει να δίνει
σε κείνου που απ την τριχιά του αλόγου δάκρυ πίνει»

Σημ: Δεν ξεχνώ να αγαπώ και πρώτα από όλα εμένα
---------------------------------------------------------------------------------

31
Και αν Κάτι πήγε στραβά

Δεν ήξερε που θα μας πάει , μα πήγαινε και πάει
και μόνος του τραβάει σκοινί και την προβιά κρεμάει,
και από λιοντάρι γίνεται ξανάθρωπος και γυρνάει ,
που πάει ποτέ δεν ρώτησαν ούτε και αυτός ρωτάει .

Μουστάκι κιόλας έβγαλε , έγινε τάχα κάποιος .
Κανένας θα σου πω εγώ μπορεί και να 'ναι λάθος .
Και μούσια άπλωσε παχιά σαν λιονταριού πλεξούδα ,
και έμαθε με την φωτιά να καίει πελεκούδια .

Ίσια τραβούσε δρόμο του δεξιά ζερβά κοιτούσε ,
ευθεία πάντα πήγαινε κανένα δεν ρωτούσε .
Αν του την κάρφωνε κανείς του έδινε δυο φρούτα ,
το ένα ροζ και το άλλο μπλε και για καθενός τα μούτρα .

Και καθώς πήγαινε κι αυτός ευθεία όπως τραβούσε ,
τοίχο ψιλό βρίσκει μπροστά κι άρχισε και κεντούσε .
δεν κένταγε με βελονιές μήτε κλωστής καννάβι
βαρούσε το καλέμι του σαν βράχος το καράβι .

Κάποιοι παραμιλήσανε , τρομάξαν βλέπεις μήπως
η καλαμιές οι δυνατές γκρεμίζανε το τοίχος .
Σε ξύλο του παν' χτύπα το σαν το tatoo το δέρμα
μήπως μα αυτό απ'τη θάλασσα φτάσουμε ως το τέρμα .

Γέλασε πονηρά στραβά κάτω από τον ιδρώτα ,
που σκούρο χρώμα είχε γενεί με σκόνες απ'το χώμα ,
έμοιαζε κόκκινος κι αυτός όπως το ροζ το φρούτο ,
για ποια μεριά τον τράβαγαν δεν ρώτησε ούτε τούτο .

Ήτανε βλέπεις πονηρός , άκουγε τις φωνές τους
που ξύλο θέλανε γερό να αντέχει τις βροχές τους ,
ξύλο να αντέχει στον καιρό και στις βροχής την λήθη
μα φάνταξε και αυτό που λες σαν των νερών τα πλήθη .

Το έφτιαξε το καράβι τους με ξύλο όπως ξηγήσαν
και ήταν ακόμα ποιο γερό από 'τι του ζητήσαν .
Σάπισε λεν κάποια στιγμή μα εκείνο ευθεία τραβούσε
και ουρανό σαν κοίταζες όλο σου χαιρετούσε .

Έγνεφε και αυτός μαζί σαν λύκος σε αγέλη
γιατί 'ξερε του καραβιού όλα σχεδόν τα μέλη .
Δεν ήξερε μόνον αυτόν τον ίδιο εαυτό του
αφού πάνε όλα στραβά .... τον πήρες στο πλευρό του .
---------------------------------------------------------------------------------

32
Καληνύχτα

Ήθελα πάλι για μια φορά να με κρατήσεις από το χέρι
Και μαζί και πάλι τον αέρα στο πρόσωπο μας να νιώθουμε .

Σαν ποτέ να μην είχες φύγει από δίπλα μου και από το άγγιγμά μου
Σαν και το χάδι στα μαλλιά σου να μην σταμάτησε ποτέ .

Ήθελα ξανά σε εκείνο το βουνό να ταξιδέψω με εκείνο το άρμα
Το άρμα εκείνο το τρομερό που δεν με φόβισε ποτέ και που με απορία το κοιτούσα .

Πότε , με ποιούς , γιατί και πώς ... τι χρώμα θα είναι εκείνο
Χρώμα γλυκό , χρώμα πικρό , χρώμα αλμυρό η από εκείνο μου έλεγες συνέχεια .

Πότε , με ποιούς , γιατί ... πες μου το χάδι να μην έχεις άλλο
Πες μου γιατί να βασανίζεσαι και εσύ και εγώ και οι δυό ή μήπως άδικα νομίζω.

Ήθελα , ξέρεις , να χαθείς ; Ήθελα , ξέρεις , να χαθώ ;
Δεν έχει σημασία , το χρώμα μόνο πες μου , το χρώμα δεν πρόλαβα να πω .

Σαν να μην έφυγες ποτέ από τον ήχο της φωνής μου και της δικιά σου τον ακούω συχνά
Σαν από εκείνο εκεί ψηλά , σε εκείνο εκεί το δάσος , θυμάσαι ;

Ναι , σαν εκείνο το δάσος καρδούλα μου γλυκιά , όπως εκείνο το δάσος
Που τα χρώματα κοιτούσαμε όλοι μαζί αγκαλιά θυμάσαι ;

Πράσινο , κίτρινο , κόκκινο , μπλε , πορτοκαλί ...
Όπως εκείνο το δάσος καρδούλα μου γλυκέα ... όπως εκείνο ...

Καληνύχτα ... σε αγαπώ ...
---------------------------------------------------------------------------------

33
Για εσένα Bro

- Περπάτησα πάλι μόνος … Ξέρεις ήθελα μόνος να βρω τι θέλω, εγώ για μένα και…
- Γιατί ; Δεν έμαθες ;
- Έμαθα, ξέρεις δυστυχώς δεν μπορώ να κάνω αλλιώς… πρέπει νομίζω μόνος…
- Γιατί ; Γιατί δεν έμαθες ;
- Δεν έτυχε να έχω μα δεν μπορεί κιόλας, την θέληση να ακούω…
- Γιατί ; Γιατί δεν έμαθες ; Γιατί δεν με ακούς ;
- Ξέρεις… δεν βρήκα…
- Δεν βρήκες τι φίλε και αδερφέ μου ;
- Δεν βρήκα, ξέρεις … το κοινό… το κοινό σημείο που μας ενώνει
- Γιατί… γιατί το ψάχνεις ακόμα δεν ακούς ;
- Ακούω, για αυτό… για αυτό και περπατάω μόνος
- Μα δε ακούς… ποιο είναι το κοινό ; Δεν έμαθες ακόμα ;
- Η αγάπη φίλε… η αγάπη
- Και… ναι εγώ… εγώ δεν σε αγαπάω ;
- Ναι αλλά εγώ… εμένα με αγαπάω ;
- Σταμάτα επιτέλους αυτό το εγώ
- Σου λέει σε αγαπάω
- Ναι αλλά εσένα… εσένα πότε θα μάθεις να αγαπάς ;
---------------------------------------------------------------------------------

34
Γυναίκα και Κόρη μας

Μέρες και Νύχτες καρτερώ,
Ωραία κοιμωμένη .
Φωνάζω και Παρακαλώ ,
μήπως , και σε ξυπνήσω .
Χωρίζομαι και Τραγουδώ ,
βαρύ κρυφό τραγούδι .
Μη μου χαθείς ‘πως χάθηκες
μέσα στου νου τη Λήθη .
Μην μου χαθείς και ‘γω για σε
πολλά θα Μαρτυρήσω .


Κλώθω κλωστή και κέντημα ,
Ντιβάνι να σου στρώσω
Να ταξιδέψουμε μαζί
Πλοίου πορεία Νότο
Και από εκεί αριστερά
στου Ήλιου το Παλάτι
Και αν αντέξω τελικά
ποτέ μην σε προδώσω
Γυναίκα Κόρη πρέπουσα ευχής
Λόγο σου δίνω πως
Κύκλο Ζωής δεν έμαθα ποτέ μου εγώ να σπάω.
---------------------------------------------------------------------------------

35
Ο φθόνος


- Ζήτα μου ότι θέλεις .

- Το φθόνο σαν διώξω τι ζητώ ;


Να ζω και να υπάρχω όσο μπορώ, και πιο απλά
Με όσα και αν μου δώσουν
Και αν δεν υπάρχουν ούτε αυτά
Ότι έχω να σου δώσω .

- Και αν δεν έχεις για να ζεις ;
Τότε ;
Τι θα μου δώσεις ;
- Εάν δεν έχω και ζητάς το πιότερο από όλα
Αυτό που είσαι και ζητάς πίσω να μου χαρίσεις
Και από φθόνο μονάχα πίσω να το ζητήσεις .
---------------------------------------------------------------------------------
36
Γίνε κραυγή

Καθόλου μην προσποιηθείς πως'
Θες να πεις το σιώπα .


Αγώνα θες να κάνεις να το πεις
Το σιώπα που σε έκανε τυφλό και εργάτη πίστης .

Αν όμως θέλεις να σιωπήσεις
Μην αναλογιστής ποιος σε έκανε αυτό που είσαι .

Έγινες από μόνος σου μια σιωπηρή κραυγή
Μία κραυγή τόσο ηχηρή που σπάει τις καμπάνες ...

Να μην ξεχνάς τον ποιητή αυτόν που έγινε κραυγή
Μία κραυγή τόσο ηχηρή που σπάει τις καμπάνες .
---------------------------------------------------------------------------------

Δημοσίευση στο stixoi.info: 03-12-2014