Λαμόγια

Δημιουργός: ροβολος, Γιώργος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ο Παύλος σα γεννήθηκε, τον έκλασαν οι Μοίρες.
Σας φαίνεται παράξενο; Κάποιες φορές συμβαίνει.
Για αυτό λοπόν και βρώμαγε, δεν ήταν απ' τις μπύρες
μήτε κι από τα τσίπουρα η δουλειά ήταν σκαρωμένη.
Κάνανε πάρτυ ολοχρονίς στη κεφαλή του οι ψείρες
μα το νερό του ήταν οχτρός κι η πάστρα σιχαμένη.
Είχε όνειρα φιλόδοξα, κόλπα πολλά να στήσει
καθώς θαρρούσε, όπως αυτόν, δεν έκανε άλλο η φύση.

Η Ευανθούλα από μικρή γύρευε μια φλογέρα
στο στόμα της να τη φυσά, στο χέρι να την παίξει
κι ήχος βαθιού πλαντάγματος να ακούγεται ως τα πέρα
α! η γυφτοπούλα σε οκλαδόν θέση πως ήταν sexy.
Τέλος, της έγινε εμμονή, πάλευε νύχτα-μέρα
τέτοιου ταλέντου να φανεί άξια απ' τα δεκαέξι.
Είχε νταλγκά για τ' όργανο, το 'φτυνε το φιλούσε
στο κόρφο της το ζέσταινε, χωρίς αυτό δε ζούσε.

Τον Παύλο τον επήρανε νωρίς-νωρίς χαμπάρι
στρίβε λαμόγιο, του είπανε, γιατί θα πέσουν φάπες
κι έμεινε μόνος να κρατά στα χέρια το παπάρι
μα αυτός αγρόν ηγόραζε του τα 'πες δεν του τα 'πες.
Τη γυφτοπούλα γνώρισε κι αμέσως να την πάρει
ταιριάξαν, βλέπεις,στα μυαλά, ταιριάξαν και στις μάπες.
Και στη γαμήλια τελετή, μετά βαγιών και κλάδων
εφάνη λένε ο Βελζεβούλ χαίρων ομού και άδων.



Δημοσίευση στο stixoi.info: 02-10-2015