Το Δικαστήριο

Δημιουργός: Επιτυχημένες_Απόπειρες

http://successfulattempt.blogspot.gr/2016/03/blog-post_28.html

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[B]Το Δικαστήριο[/B]

Σκοτάδι. Σκοτάδι σχεδόν απόλυτο.
Στο μαύρο φόντο ίσα ίσα μπορεί κάποιος να διακρίνει το μικροσκοπικό τραπεζάκι που δεν έχει τίποτα πάνω παρα μόνο μια λάμπα, και πίσω μια αδειανή, ατσάλινη καρέκλα.
Ξαφνικά,
Φως!

* * * * *

Η λευκή οθόνη τραβούσε τον καπνό απ’ το τσιγάρο όπως ο ήλιος τραβάει τη γη κοντά του. Το κουτάκι της πέμπτης γι’ απόψε μπύρας είχε σχεδόν αδειάσει. Είχε περάσει σχεδόν μια βδομάδα που δεν είχε καταφέρει να ολοκληρώσει ούτε μια πρόταση, μα μονάχα κάτι σκόρπιες λέξεις και φράσεις του έρχονταν στο κεφάλι. Ο Αναστάσης δήλωνε συγγραφέας, μα, πέρα από κάτι προχειροδουλείες που ανέβαζε στο διαδίκτυο, δεν είχε δημοσιεύσει ποτέ του τίποτα.
Πλέον δεν είχε και ιδιαίτερη βέβαια σημασία. Ήξερε πως το τραίνο αυτό είχε χαθεί, πως δε θα κατάφερνε ποτέ να αφήσει κάτι πίσω του ως συγγραφέας, κι απλά περίμενε να πέσει κάτι απ’ τον ουρανό στο κεφάλι του που θα του δειχνε ένα νέο δρόμο - κάτι σαν το μήλο που έπεσε στο Νεύτωνα. Μια επιφοίτηση. Το φως.

* * * * *

Οι πόρτες ανοίγουν. Ο ήρωας προχωράει στο δωμάτιο, κάθεται στην καρέκλα, η λάμπα τυφλώνει τα μάτια του. Συνηθίζει στο φως και διακρίνει τρεις φιγούρες με μαύρους μανδύες. Δε μπορεί να ξεχωρίσει τα πρόσωπά τους, ούτε καν μπορεί να καταλάβει αν είναι άντρες ή γυναίκες. Είναι οι Δικαστές.

* * * * *

Έρχονται πάντα αργά το βράδι, πάντα μετά τα μεσάνυχτα. Αν είσαι ξύπνιος, πρώτα βλέπεις το κόκκινο φως που αναβοσβήνει απ’ το παράθυρο κι ακούς τις σειρήνες. Μετά τα βαριά βήματά τους στο διάδρομο, κι έπειτα την πόρτα σου που ανοίγει, ή - αν είναι κλειδωμένη - που σπάνε. Τέλος σε αρπάζουνε, σου δένουνε τα μάτια και σε τραβάνε μέσα στο όχημα.
Πολλούς είχανε πάρει έτσι. Ανθρώπους που ποτέ τους δεν είχανε κάνει τίποτα, που ακόμα και στο τραίνο δεν είχαν μπει ποτέ χωρίς να χτυπήσουν εισιτήριο. Μια μέρα απλά εξαφανίζονταν και κανείς δεν τους ξανάβλεπε ποτέ.
Κι όταν γινόταν αυτό όλοι ξέρανε πως τους είχανε πάρει. Όλοι ξέρανε πως είχανε δει το κόκκινο φως, είχαν ακούσει τις σειρήνες, τα βήματά τους, την πόρτα που ανοίξανε.
Έτσι ακριβώς πήρανε και τον Αναστάση λίγες μέρες αργότερα. Δεν κλείδωνε ποτέ του την πόρτα του.

* * * * *

«Που βρίσκομαι;»
«Στο Δικαστήριο.»
«Στο δικαστήριο; Μα γιατί;»
«Για να δικαστείτε, φυσικά.»
«Να δικαστώ; Από που κι ως που;»
«Εκκρεμεί μια κατηγορία εις βάρος σας.»
«Κατηγορία; Δεν γνωρίζω τίποτα. Εσείς είστε οι δικαστές;»
«Ακριβώς.»
«Και γιατί είμαι εδώ; Τι θέλετε από μένα;»
«Απλά θα κρίνουμε αν είστε ένοχος ή αθώος για το έγκλημα για το οποίο κατηγορείστε.»
«Ναι, αυτό προσπαθώ να μάθω. Για ποιό έγκλημα κατηγορούμαι;»
«Ο κατηγορούμενος δεν έχει το δικαίωμα να μάθει την ώρα της δίκης την κατηγορία. Θα έπρεπε να τη γνωρίζετε.»
«Να τη γνωρίζω; Από που κι ως που; Πώς; Δεν έχω κάνει κάτι παράνομο!»
«Αυτό θα το κρίνουμε εμείς.»
«Εντάξει, έστω, αλλά πρέπει να μου πείτε την κατηγορία!»
«Σας είπαμε πως απαγορεύεται από τον Κανονισμό.»
«Μα είναι παράλογο!..»
«Ησυχία! Γίνεστε επαναλαμβανόμενος. Αν δε γνωρίζετε την κατηγορία, εδώ δεν είναι το μέρος που θα τη μάθετε. Ας προχωρήσουμε λοιπόν.»

* * * * *

Δε χρειάζεται να ξέρεις. Δε χρειάζεται να μάθεις. Απλά ακολούθα. Μην κάνεις ερωτήσεις. Απλά απάντα. Μην το σκέφτεσαι πολύ το όλο θέμα. Απλά κάντο. Ζούμε στην εποχή που η σκέψη είναι πιο σπάνια απ’ την πράξη.
Εικόνες. Σκέτες, φτωχές εικόνες. Γκρίζο. Κτίρια στα όρια της κατάρρευσης. Βρώμικοι δρόμοι και γόπες στα πεζοδρόμια. Δέντρα βαμμένα άσπρα με ασβέστη. Άδειο τραίνο εν κινήσει. Αν θέλεις να πηδήξεις στις ράγες απλά πηδάς, και σε λίγα λεπτά έρχονται και σε μαζεύουν. Δεν το σκέφτεσαι πολύ. Γιατί αν καθίσεις και το σκεφτείς θα αφαιρεθείς και θα χάσεις τη στάση σου. Και δε θα πηδήξεις και ποτέ.

* * * * *

«Που ήσασταν και τι κάνατε εκείνη τη μέρα;»
«Ποιά μέρα;»
«Τη μέρα του εγκλήματος.»
«Ω, μα για ποιό έγκλημα μου μιλάτε; Σας λέω δεν έχω κάνει απολύτως τίποτα!»
«Ας μην αρχίσουμε πάλι τα ίδια. Που ήσασταν και τι κάνατε την Τετάρτη, 26 Απριλίου;»
«26 Απριλίου; Μα έχει περάσει σχεδόν ένας χρόνος από τότε!»
«Ακριβώς.»
«Ουφ, δεν ξέρω... Δε θυμάμαι.»
«Δε θυμάστε;»
«Όχι, δε θυμάμαι.»
«Καλώς, σημειώνεται...»
«Λογικά ήμουν στο σπίτι μου.»
«Λογικά;»
«Ναι, δε θυμάμαι σίγουρα, αλλά κατα πάσα πιθανότητα ήμουν σπίτι μου. Είπατε πως ήτανε Τετάρτη, συνήθως δε βγαίνω έξω τις Τετάρτες. Συνήθως κάθομαι σπίτι.»
«Και τι κάνατε;»
«Δεν ξέρω... Φαντάζομαι ό,τι κάνω κάθε φορά. Θα χάζεψα στο ίντερνετ, θα είδα καμιά ταινία, κανα βιβλίο, μπορεί να έγραψα και τίποτα. Άντε να πήγα και μέχρι το περίπτερο να πάρω τσιγάρα.»

* * * * *

Ένα βράδι, μια νύχτα απ’ αυτές που το τικ τακ του ρολογίου δε σ’ αφήνει να κλείσεις μάτι και στριφογυρνάς στο κρεβάτι σου κι αναρωτιέσαι αν αξίζει να σηκωθείς να κάνεις άλλο ένα τσιγάρο, ο Αναστάσης είχε δει κάτι, κάτι που αποκαλούσε όραμα. Ποτέ του δεν μπόρεσε να πει με σιγουριά αν ήταν απλά ένα όνειρο ή η γυμνή πραγματικότητα.
Μετά το φως έρχεται το σκοτάδι, μετά τον ήλιο το φεγγάρι, μετά το θέρος ο χειμώνας, και αντιστρόφως. Μετά τις κραυγές έρχεται η γαλήνη, μετά τον πόλεμο η ειρήνη, μετά την παράνοια η ηρεμία. Και αντιστρόφως. Μετά τον ύπνο έρχεται η κούραση, μετά το φαΐ η πείνα, μετά την εκπλήρωση η επιθυμία. Και αντιστρόφως.

* * * * *

«Τα Έγγραφα λένε πως είστε άνεργος.»
«Ναι, αλήθεια είναι.»
«Ζείτε, δηλαδή, από τα χρήματα που σας προσφέρουν οι γονείς σας.»
«Ναι... Μα τι σχέση έχουν όλα αυτά;»
«Δεν είστε εσείς ο υπεύθυνος για να κρίνει τι έχει σχέση και τι όχι.»
«Μα είναι παράλογο! Μου κάνετε ερωτήσεις που δεν έχουνε καμία λογική σειρά! Κι ακόμα δεν έχω μάθει καν την κατηγορία! Δεν είναι δυνατόν να μη μου λέτε για τι κατηγορούμαι!»
«Σας είπαμε ήδη, απαγορεύεται απ’ το Νόμο να σας πούμε την κατηγορία.»
«Ο νόμος, οι κανονισμοί!.. Εγώ δε μιλάω ούτε με το νόμο, ούτε με τον κανονισμό, μιλάω με σας, τους δικαστές, τους ανθρώπους πίσω απ’ τους μανδύες. Από σας ζητάω να μου πείτε!»
«Μέσα από μας μιλάει ο Νόμος και η Δικαιοσύνη. Αυτό δε μπορούμε να το αλλάξουμε και δε μπορούμε να σας κρίνουμε αλλιώς.»
«Μου φαίνεται ότι μ’ έχετε ήδη κρίνει πριν καν μπω μέσα στην αίθουσα.»
«Αρκετά! Φτάνουν τα σχόλια και οι ερωτήσεις. Κάθε φορά που ανοίγετε το στόμα σας δυσχεραίνετε τη θέση σας. Σας παρακαλούμε πολύ, συγκεντρωθείτε στο θέμα μας και απαντήστε μόνο σ’ αυτά που σας ρωτάμε... Έχετε επισκεφτεί ποτέ ψυχολόγο ή ψυχίατρο;»
«Πώς;»
«Έχετε επισκεφτεί ποτέ ψυχολόγο ή ψυχίατρο;»
«Όχι, ποτέ.»
«Σύμφωνα με τον καινούριο νόμο είστε υποχρεωμένος να επισκέπτεστε τουλάχιστον μια φορά το χρόνο κάποιον ψυχολόγο ή ψυχίατρο.»
«Ναι, το γνωρίζω, αλλά ο νόμος αυτός είναι σε ισχύ λιγότερο από ένα χρόνο, που σημαίνει ότι ακόμα μπορώ να πάω. Δεν μπορείτε να με καταδικάσετε γι’ αυτό.»
«Δε σας καταδικάζουμε γι’ αυτό. Αλλά, άσχετα απ’ το νέο νόμο, δεν θεωρήσατε ποτέ ότι χρειάζεται να επισκεφτείτε κάποιον ψυχολόγο;»
«Εε... Όχι, ποτέ.»
«Δεν σας το έχει προτείνει ποτέ κανείς απ’ το οικογενειακό σας ή το φιλικό σας περιβάλλον;»
«Ε, ντάξει... Οι δικοί μου καμιά φορά μου το λένε... Άλλα ξέρετε τώρα πως είναι οι γονείς...»
«Πιστεύετε πως δεν χρειάζεστε τη βοήθεια κάποιου ειδικού;»
«Ακριβώς, δεν τη χρειάζομαι.»
«Δεν υπάρχει δηλαδή κατά τη γνώμη σας πιθανότητα να πάσχετε από κάποιου είδους διαταραχή;»
«Ε, ξέρω γω; Μπορεί και να πάσχω... Δε μπορώ να το απαντήσω αυτό με σιγουριά, απλά μέχρι στιγμής δεν ένιωσα ποτέ ότι χρειάζομαι βοήθεια - γενικά, όχι μόνο σε θέματα ψυχικής υγείας.»
«Μάλιστα. Γενικά θα λέγατε πιστεύετε στην επιστήμη της ψυχολογίας;»
«Αν πιστεύω; Τι εννοείτε;»
«Πιστεύετε ότι είναι λογική και ορθή, κι ότι μπορεί να βοηθήσει ανθρώπους να ξεπεράσουν τα προβλήματά τους;»
«Χμμ, δεν είμαι σίγουρος. Ναι, ντάξει, έχει βοηθήσει σίγουρα αρκετό κόσμο, αλλά κατα πόσο είναι ορθή και λογική δεν ξέρω. Έχω κάποιες αμφιβολίες.»
«Αυτό το πιστεύετε για όλες τις επιστήμες;»
«Ε, όχι, όχι ακριβώς. Γενικά σε όλες τις επιστήμες χωράει αμφισβήτηση και αμφιβολία, απλά σε κάποιες περισσότερο και σε κάποιες λιγότερο. Πχ η φυσική έχει πιο απτά αποτελέσματα, πιο λογικές διαδικασίες και λοιπά. Οι θεωρητικές επιστήμες όπως η ψυχολογία είναι πιο αυθαίρετες.»
«Μάλιστα...»
«Μπορώ να χω λίγο νερό;»
«Λυπόμαστε, απαγορεύεται από τον Κανονισμό.»

* * * * *

Απογευματινή βόλτα στην κρύα θάλασσα. Ακόμα και η άμμος μοιάζει με σπασμένα γυαλιά που σκίζουνε τα πόδια. Όλοι έχουν ακούσει την ιστορία του ναυαγού που ήπιε το αλμυρό νερό του ωκεανού και πέθανε. Είναι προτιμότερο, λένε, να πιείς τα ίδια σου τα κάτουρα.

* * * * *

«Ξέρετε, η έρευνα που έχουμε κάνει δεν είναι υπέρ σας, το αντίθετο. Υπάρχουνε πολλά στοιχεία που αποδεικνύουν την ενοχή σας. Μαρτυρίες, βίντεο, δείγματα DNA, κι ένα σωρό άλλα. Τα Έγγραφα μπορούν να μας οδηγήσουν μόνο σε ένα συμπέρασμα, πως δικαίως βρίσκεστε εδώ και πως είστε ένοχος, και δεν έχετε κάνει τίποτα για να μας πείσετε για το αντίθετο.»
«Έγγραφα, στοιχεία, μαρτυρίες, που είναι όλα αυτά; Εγώ γιατί δεν ξέρω τίποτα; Γιατί ούτε καν που μπορώ να φανταστώ ποιό είναι το έγκλημα μου; Απαιτώ να μου τα δείξετε όλα αυτά τα στοιχεία!»
«Δεν είστε σε θέση να απαιτείτε, κι εξάλλου...»
«Ναι, ξέρω, απαγορεύεται απ’ τον κανονισμό.»
«Ακριβώς.»
«Μα δεν είναι δυνατόν! Έχει γίνει κάποιο λάθος, τα έγγραφα είναι λάθος!»
«Αποκλείεται. Τα έγγραφα δεν ψεύδονται ποτέ.»
«Όχι, δε γίνεται... Δεν είναι λογικό...»
«Και όμως, είναι. Ησυχία τώρα, οι δικαστές θα συνεδριάσουν και θα λάβουνε την τελική απόφαση.»
«Τι; Κιόλας; Μα ούτε καν που με αφήσατε να υπερασπιστώ τον εαυτό μου!»
«Δεν υπάρχει λόγος. Ούτως ή άλλως, δε νομίζουμε ότι μπορείτε να υπερασπιστείτε τον εαυτό σας απ’ τη στιγμή που δεν γνωρίζετε καν για τι κατηγορείστε.»
«Μα...»
«ΗΣΥΧΙΑ!»

* * * * *

Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Δεν έχει σημασία για πόσα είσαι ένοχος. Ένα είναι αρκετό. Κι αν είσαι ένοχος είσαι ένοχος, κι εκεί τελειώνουν όλα.
Η φωτιά κάποια στιγμή σβήνει, ποτέ δεν καίει για πάντα. Ακόμα κι η φωτιά του ήλιου. Άλλοτε εξασθενεί μόνη της, άλλοτε τη σβήνει το νερό, κι άλλοτε το κρασί.

Kαὶ ὁ θάνατος καὶ ὁ ᾅδης ἐβλήθησαν εἰς τὴν λίμνην τοῦ πυρὸς. Οὗτος ὁ θάνατος ὁ δεύτερος ἐστιν, ἡ λίμνη τοῦ πυρός. Kαὶ εἴ τις οὐχ εὑρέθη ἐν τῇ βίβλῳ τῆς ζωῆς γεγραμμένος, ἐβλήθη εἰς τὴν λίμνην τοῦ πυρός.

Ο Αναστάσης πλέον το ήξερε πως ήταν καταδικασμένος, πως ήταν ένοχος για ένα έγκλημα που δεν έμαθε ποτέ ποιό είναι. Μα το είχε κάνει. Και ήξερε πως πια δεν υπήρχε επιστροφή.

* * * * *

Οι Δικαστές γυρίζουνε την πλάτη τους. Συνεδριάζουνε, μα δεν ακούγεται ούτε λέξη. Και μετά στρέφονται πάλι προς την καρέκλα
«Το Δικαστήριο απεφάνθη! Ένοχος!»
Ο ήρωας σηκώνεται όρθιος - έχει αποδεχτεί τη μοίρα του. Οι φρουροί έρχονται, τον πιάνουν απ’ τα μπράτσα, και τον βγάζουν έξω απ’ την αίθουσα.
Τα φώτα σβήνουνε.
Σκοτάδι.

* * * * *

Οι τελευταίες λευκές σελίδες του βιβλίου. Ένας καταμαύρος καμβάς. Μια ελεύθερη πτώση από τον ουρανό. Το άδειο όπλο του πολέμου. Μια λίμνη που κάποτε είχε νερό και μια μέρα ξεράθηκε. Μια κιθάρα με σπασμένες χορδές. Ένα ακέφαλο άγαλμα. Ο επιθανάτιος ρόγχος. Οι επαναστάσεις που πνίγονται στο αίμα. Μια κόκκινη στάμπα. Ένα παιδί που πέθανε απ’ το κρύο.
Ο εσταυρωμένος Ιησούς.
Την τρίτη ώρα τον εσταύρωσαν. Την ένατη είπε το εξής:
Πάτερ, εἰς χεῖρας σου παρατίθεμαι τό πνεῦμα μου.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 11-04-2016