Το δάσος

Δημιουργός: Μ.Ελμύρας

Από το : 'Διαφωνία για τον ήλιο κάποιου Ιούνη' . Καλό βράδυ

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Το δάσος.

Στην καρδιά μου εστάλαξε των ανθρώπων το δάκρυ
απ’τα χρόνια που φύγαν.. κι’από’κείνα που θά’ρθουν…
-Πόσο λίγο το γέληο στων χειλιών τους την άκρη!
-Που χαθήκαν τα όνειρα που περίμεναν νά’ρθουν;

Πήρα πέννα να γράψω..με μελάνι και αίμα,
όσες άκουσα αλήθειες.. και φαντάζανε ψέμμα
τόσα λόγια που κράτησα στου νού την απόχη,
όσες έκρυψα άγάπες στου Μαγιού μου μια κόχη
σαν ορμήσανε θάλασσες οι φωνές των πνιγμένων
στην σχεδία που έριξα ουρανών τρομαγμένων
από άδικου γέληο.. και της λήθης η κρήνη
μού΄πε:- Ήρθε η Νύχτα την Ημέρα να κρίνει..!

-Κι’όσοι φύγαν, μου είπε, όσους κλαίει τ’αηδόνι,
όσοι φλόγα καιγόνταν και η φλόγα’χει σβήσει,
στον χειμώνα όσοί ήρθαν βιαστικό χελιδόνι,
όσοι θάνατο ήπιαν στης ζωής το μεθύσι,
τριγυρνάνε στη μέρα, σαν αέρα λυγμός,
σαν αγάπης παντιέρα, σαν χαμού σπαραγμός,
μα σαν γέρνει ο ήλιος σαν σκιές ξεμακραίνουν
και τα λόγια τους θρόοι φυλλωσιών που πεθαίνουν…

-Να τους φτάσω! είπα τότε.. να προφτάσω δυό λόγια
να μου πούν.. να μου δείξουν στης ζωής την αντάρα,
ποιόν δρόμο να πάρω.. του καιρού τα ρολόγια
πως χαμό να μη δείχνουν.. και μια μαύρη κατάρα
στην καρδιά μου αργόπεφτε, σαν βροχή και σαν χιόνι,
ανατρίχιαζε ο ήλιος,η γης,το αηδόνι
και φρικιούσε η θάλασσα με τα μύρια καράβια,
κι’ όσα μείνανε στήθεια από όνειρα άδεια..

Το κατόπι τους πήρα..σε νυχτιάς μαύρο δάσος..
Τους καλούσα και άκουγα τις φωνές τους σιμά μου,
φορές ήτανε πλάϊ, φορές πίσω, μπροστά μου
απορούσα και έλεγα:-Μην πορεύομαι λάθος;
τι το δάσος που μπήκα πορευόταν μαζύ μου,
όσο πήγαινα πήγαινε, κάθε βήμα δικό μου
τ’ακλουθούσε δικό του, σαν σκιά στο πλευρό μου,
ώσπου κάποτε ξέκρινα να μιλάνε παιδιά
για’ναν ήλιο που τά’λουζε σ’ουρανού αμμουδιά,
και μια γύφτισα μάγισσα πού’ρθε, λέγαν,’να δείλι
με κρινάνθια, απήγανο,γιασεμί κι’ασφοδείλι
με γλυκόλογα γέλασε, μαζύ να τα πάρει,
να τους’πεί παραμύθια της νυχτιάς… στο φεγγάρι!

-Καρτεράτε με!, φώναξα και σωπάσαν για λίγο,
-Σαν εσάς παιδί ήρθα και σαν τέτοιο θα φύγω!
Σαν εσάς παιδί ήρθα, μά’χω χάσει τον δρόμο
την φωτηά να ξεφύγω, τον φονηά τον λοτόμο!
Και κορμούς είδα δέντρων πυρκαγιές πού’χαν κάψει
να γυρνούν σε πιρόγες που το δάκρυ’χε σκάψει
και τις έσερνε όλες του ‘νύν’ το ποτάμι
σε μια θάλασσα πού’δα μοναχό ν’αργολάμνει
ναυαγό τον Καιρό κι’ακουγόταν να λέει:
‘-Στου ‘αεί’ τον αγέρα μια φλογέρα που κλαίει!’

Εσιγήσαν για λίγο και μετά ξαναρχίσαν
ακατάληπτα λόγια.. γιά’να μαύρο φεγγάρι,
για λουλούδια της πέτρας που μια νύχτα ανθίσαν
από έρωτα αγέρι στης καρδιάς το νταμάρι,
και για κάποιον που κίνησε κουβαλώντας στον ώμο
όσους φόβισ’ η νύχτα ,όσους χάσαν τον δρόμο
κι’όλο πάει διαβαίνοντας της αβύσσου γιοφύρια,
σπόρο ρίχνει ν’ανθίσουν της χαράς πανηγύρια
σε μιαν έρημη θάλασσα που ελπίδα δεν διάβη,
που δεν γέμισε νόστος τα πανιά σε καράβι
κι’όλο πάει, όλο πάει και φωτηά τόνε καίει,
-Για’σας πήρα τον δρόμο! όλο λέει και κλαίει,
για’σας κίνησα κι’ήρθα, τρόπος έγινα, δρόμος,
γεννητής, καταλύτης ..είμαι ο μόνος σας νόμος!

Μέσ’το δάσος πορεύομαι αμνημόνευτα χρόνια
κι’οι φωνές των παιδιών ξεμακρύναν, σωπάσαν,
μεγαλώσαν οι νύχτες, οι ημέρες γεράσαν,
αλυχτά η σιωπή και στα όνειρα χιόνια
το γνωρίζω δεν θά βγω,..τι εγώ’μαι το δάσος,
η χαρά εγώ είμαι, το τραγούδι, το πάθος,
το φεγγάρι, ο ήλιος και της νύχτας τ’αστέρια,
οι αγάπες που έσφιγγα με τρεμάμενα χέρια,
που θα κάνει όλα στάχτη η φωτιά που θ’ανάψει
πυρσοφόρος κουρσάρος που το δάσος θα κάψει
γι’αυτό πήρα να γράψω με μελάνι και αίμα
για μια αλήθεια πικρή κι’ένα υπέροχο ψέμμα..-

Δημοσίευση στο stixoi.info: 14-11-2016