Όταν χιονίζει

Δημιουργός: Νικηφόρος Μελάς, ΓΡΥΠΑΡΗΣ Μ. ΑΝΤΩΝΗΣ

Ζήτω αδέσμευτος να εκφράζομαι ελευθέρα μπορώ; Κι από σας κανείς δεν την ορίζει, κι από σας κανείς δεν την κρατεί την ακέρια Δικαιοσύνη και την ακομμάτιαστη Αρετή• Γιατί σέρνουν όργητες και µίση πάντα, εσάς δεξά κι εσάς ζερβά. Κωστής Παλαμάς

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Άλλο ήθελα να ανεβάσω αλλά… ανέβασα αυτό για την νέα φίλη μου Kiriaki Mat (διαδικτυακή) μην παρεξηγηθώ πάλι από τον Λύκο της νύχτας. Τα ποιηματάκια αυτής της κοπέλας αν και μικρά και (παλαβά) κάτι μου κάνουν. Μου ερεθίζουν τη σκέψη. Έχουν ενδιαφέρον! Για ξαναδιαβάστε τα όλα από την αρχή. Κάποιο λέει: σπασμένο κορμί μου γέμισες φύλλα… εάν ήσουν ένας Νταλί της ποίησης, τι πιο όμορφο για να περιγράψεις το φθινόπωρο. Τελικά μήπως δεν είναι και τόσο (παλαβή) όσο θέλει να μας δείχνει; Μοιάζει όμως να γνωρίζει πολλά γι αυτό και εγώ θα ανεβάσω για πάρτη της ένα ποίημα γρίφο να δούμε τι θα βρει;

Τι θέλει να πει ο ποιητής; Για να βοηθήσω λίγο… εδώ έχουμε μια μικρή ιστορία, με αρχή μέση και τέλος.
Όποιος μπορεί να την μαντέψει ας την γράψει στα σχόλια. Μα αν κανένας δεν την λύσει αύριο θα δει την λύση!!!

Η Σκρόφα μας η Λούγκρα μας η λουγκοφαγωμένη,
όλον τον κόσμο έφαγε κι ακόμα δεν χορταίνει!
Τα βουνά χιονίσανε οι μύλοι σταματήσανε τα δυο γενήκαν τρία,
μεσ’ στο σκιστό το στρογγυλό στο χιόνι και στα κρύα!

Βλέπω μια τρύπα στο μαλλί θεέ μου σαν την βάζω,
τεντώνει όταν την φορώ ζαρώνει όταν την βγάζω.
Χαϊδεύω στρίβω το μαλλί στα δάχτυλα καμώνω,
το σάλιασα το κόρδωσα στην τρύπα της το χώνω!

Μες το χιόνι η μητέρα με την κόρη μα αντέχουν,
τις αρμέγουν με το ξύλο και το ίδιο όνομα έχουν!
Είναι όμορφη σαν χύνει γι αυτό πάντα κυνηγιέται,
Κι από κόκκινη μητέρα μαύρο το παιδί γεννιέται!

Βγαίνει έξω και μυρίζει από μάνα που πεθαίνει,
άψυχο ψυχή δεν έχει και στον ουρανό πηγαίνει!
Έξω στρίβει και βογκάει και χτυπά σαν επισκέπτης,
σου σφυρίζει και σου τρίζει μα κοιτάς και δεν τον βλέπεις!

Τρικέφαλος δεκάποδος πενηνταδυονυχάτος,
γεννά πατέρας άσχημος ο γιος του μυρωδάτος!
Τρελό εγγόνι πού ‘καναν υγρό της ακουμπάω
από τον κόλο την βαστώ στο στόμα την φιλάω!

Αν έρθει χιόνι στα βουνά οι ηδονές αλλάζουν
αδέλφια πέντε σ’ άρπαξαν δυο σφυριά σε σπάζουν,
μια κοπελιά τ’ αγκάλιασε κι οι άλλοι την βιάζουν
και με τα χίλια βάσανα στην Κω την κατεβάζουν!

Έρχεται προς το κρεβάτι άσπρη κουνιστή χιονάτη
έχει ένα πραγματάκι μια σπιθαμή και κάτι,
σου το δείχνει και τρομάζεις σου το βάζει και φωνάζεις
σου το βγάζει κι έχει χύσει όμως σ’ έχει ωφελήσει!

Πότε αφράτος κι αλαφρύς πότε βαρύς κι ασήκωτος,
σαν στήθος άσπρο κι απαλό και κόρφος ξεθηλύκωτος!
Το πρωί γλυκός σαν μελί είναι αυτός που απομένει
Μήτε σε χέρι πιάνεται μήτε σε τρύπα μπαίνει!

Τώρα που το βλέπω δεν το βλέπω
Και το βλέπω όταν δεν βλέπω!

Σήμερα που ρίχνει χιόνι βάζω πέτρες στο αμόνι
φιλντισένιο περιβόλι κελαηδεί γλυκά τ’ αηδόνι,
πίσω στον φράχτη κάτασπρο κόκκινη σκύλα μένει
πότε γαβγίζει πότε ορμά και πότε περιμένει!

Τι θέλει να πει ο ποιητής…

Είναι ένας φτωχός και γέρος ποιητής, η γη (η Λούγκρα) που έχει φάει κόσμο και κοσμάκη τον καλεί και αυτόν κοντά της στον υγρό τάφο της.
Έχει γεράσει πια : (χιόνισαν) έχουν ασπρίσει τα μαλλιά του , οι μύλοι σταμάτησαν: έχουν κουραστεί τα χέρια του και δεν δουλεύουν και τα δυο γενίκαν τρία: περπατά με μπαστούνι.
Κρυώνει συνέχεια και έχει μονίμος: (το στρογγυλό μες το σκιστό) το κουμπί κουμπωμένο στο πανωφόρι του.
Κρυώνει και πάει να βάλει τις κάλτσες του, αλλά η μια κάλτσα έχει τρύπα! Παίρνει τότε βελόνα και κλωστή και την μαντάρει.
Τα χέρια του είναι παγωμένα, αλλά πρέπει να βάλει ξύλα στο τζάκι , ευτυχώς έχει ξύλα από: (μητέρα και κόρη το ίδιο όνομα) ελιά που για να μαζέψουν τον καρπό την (ραβδίζουν). Τα κουβαλά μέσα , ανάβει το τζάκι η φωτιά (κόκκινη) ο καπνός το παιδί της μαύρο. Από τα ξύλα που καίγονται: (πεθαίνουν) βγαίνει έξω ο καπνός : (άψυχος) αλλά πάει στον ουρανό.
Το χιόνι έχει σκεπάσει το σπίτι, ο άνεμος: (αυτός που σφυρίζει) λυσσομανά και χτυπά τα παράθυρα, αλλά ο παππούς κοιτάζει έξω και δεν βλέπει κανέναν.
Τότε το μάτι του κοιτάζει πιο μακριά και βλέπει το κούτσουρο: (ο άσχημος) του αμπελιού που το ζευγαρίζει ο:(τρικέφαλος δεκάποδος πενηνταδυονυχάτος) ο ζευγάς με τα δυο βόδια. Τότε του έρχεται στο νου ο:(μυρωδάτος γιος) το σταφύλι και ο: (τρελός εγγονός) το κρασί. Πάει μέσα παίρνει λίγο κρασάκι και το βάζει σε μια κούπα: (από τον κόλο την βαστώ στο στόμα την φιλάω) και αρχίζει να πίνει.
Ξέρει ότι ξεροσφύρι θα τον πειράξει γι αυτό προσπαθεί να φάει κάτι πιάνει με τα δάχτυλα του λίγο τυράκι με ψωμί και με τα δυο δόντια:(δυο σφυριά) που του έχουν απομείνει προσπαθεί να το μασήσει, το πάει από εδώ με την γλώσσα το πάει από εκεί με τα ούλα κάποια στιγμή το καταπίνει και το πάει στο: (Κως εάν του παρατηρήσουμε στο χάρτη) μοιάζει με το στομάχι μας.
Έχει πια σουρουπώσει κι έρχεται η νοσοκόμα του για να του κάνει μια ένεση. Ο παππούς την φοβάται την ένεση αλλά του την κάνει και ο γέρος πέφτει για ύπνο.
(Πότε αφράτος κι αλαφρύς πότε βαρύς κι ασήκωτος, σαν στήθος άσπρο κι απαλό και κόρφος ξεθηλύκωτος, το πρωί γλυκός σαν μελί είναι αυτός που απομένει, μήτε σε χέρι πιάνεται μήτε σε τρύπα μπαίνει!) ο ύπνος
Τώρα πια αρχίζει να βλέπει ένα όνειρο:(όταν δεν βλέπεις το βλέπεις) έχει πολλά λόγια που θέλει να πει το στόμα μέσα στο όνειρο του. (βάζω πέτρες στο αμόνι):λόγια (φιλντισένιο περιβόλι που κελαηδεί γλυκά αηδόνι) τα δόντια με την γλώσσα. Αλλά σαν γέρος ποιητής έχει πια μεγάλη εμπειρία στην χρήση της. Η γλώσσα του:( πότε γαβγίζει πότε ορμά και πότε περιμένει) οπότε σκέπτεται λίγο και λέει: Γη μου είχα πολλά να σου πω μα θα σου πω μόνο τούτο… είναι γλυκιά η ζωή!

Α. ΓΡΥΠΑΡΗΣ

Δημοσίευση στο stixoi.info: 26-10-2018