Ο κλέφτης

Δημιουργός: ΕΛΠΗΝΟΡΑΣ

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info


Ο.. ΚΛΕΦΤΗΣ

Που γεννήθηκε, δεν ξέρει.
Νόθο-λέγαν-το καημένο.
Απ' τα χρόνια του τα πρώτα,
με το χέρι απλωμένο.

Πάει να πιάσει τα σαράντα.
Μια ζωή όλο τα ίδια.
Το χαμόγελο το ψάχνει,
κάθε μέρα, στα σκουπίδια.

Σήμερα θα κάμει Πάσχα.
Βρήκε,..ένα πορτοφόλι!
Να 'σαστε καλά, αδέρφια
Τι απρόσεκτοι είν' όλοι.!

[Κάποιος, απο μια κυρία,
φρόντισε να το "ξαφρίσει",
τ' αδειασε, και στα σκουπίδια
φρόντισε να το αφήσει.]

Τ' άνοιξε, με αγωνία,
-λές, Θεέ μου, τύχη να 'χα;-,
μα, ο δόλιος, αντικρίζει
μια ταυτότητα, μονάχα.
------------------
-Λέγε τώρα, πού το βρήκες.
Κάτι πήγαινε να πει.
- Τα 'πε πρώτα η κυρία,
που εδήλωσε κλοπή.

-Μα εγώ εις τα σκουπίδια,
τό 'βρηκα κυρ' νωματάρχη.
-Μην αναμασάς τα ίδια.
Στο αυτόφωρο, εν τάχει.
------------------
Σαν ακούει την ποινή του,
ως άλλος Σωκράτης, λέγει:
Την βολέψαμε. Δυό χρόνια
θα 'χουμε φαί και στέγη.

Σαν πουλάκι στο κλουβί,
σκέφτεται, και..δε τον μέλει.
Όμως, εις τη φυλακή,
δεν υπάρχουνε αγγέλοι.

Κάποιος μάγκας τον πειράζει,
μα, νεκρός αμέσως πέφτει.
Ήτανε βαρύ ν' αντέξει,
και τη ρετσινιά του κλέφτη!.

Τώρα, πλέον, ισοβίως,
θα ΄χει την ψειρού κονάκι.
και θ' ακούει παραμύθια
απ' τον σύντροφο του...Ακη.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 24-11-2018