Οι γρύλλοι και οι θρύλοι

Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης

Καλό φθινόπωρο σε όλες και σε όλους

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Τ' ανάραχα στο λιόγερμα, τ' ακρούρανο στο δείλι,
κι ο κόσμος μες στο διάνεμα, στην άπαφτη κυκλάδα,
απλόχωρος, κι αν είν', τρανός, θα γύρει στη θαμπάδα,
για ν' απομείνουν, μοναχά, οι γρύλοι και οι θρύλοι…

Με δαύτους θα πορέψουμε, απόψε, στο φρεντζιάτο…
Οι πρώτοι θα τριγλίζουνε, στους άλλους θα χαθούμε,
των δέντρων τα τριξίματα, αχ, πια δεν θα τ' ακούμε,
τ' ανέμου δεν θα μέλλει μας, γινάτικο βιμπράτο.

Σαν θα κινήσουν, γέρικα μόλογα να ξεκλώθουν,
τα τριξαλούδια θα μας λεν' να πάμε παρακάτω…
Βλέπεις, κι αυτά, παραμυθιών, γυρέβουνε ρηγάτο,
για να στρεχιάσουν, στη νυχτιά, πρόστυχα να μη νιώθουν…

Θα πούμε για βασιλογιό, μαρμαρωτό κιβούρι,
που τον βαστά αιχμάλωτο, σε μακρισμένο σκάμα.
Θα πούμε για το χρύσος του, που βρίσκαν, με το νιάμα,
κολήγοι ως καμάτεβαν, για στάρι, για λαθούρι.

Τρελοφωτίτσες θα γνεθούν, στης στόρισης λεκάτη,
καθώς διαβαίναν, σούρουπα, δρόμους για κλησουράκια.
Άφαντα χέρια που βαστούν, ξέφτερα λυχναράκια
θα γίνουν κλώσμα χρονικών, μ' αλήθεια ντελικάτη.

Θα έρθουν στην κουβέντα μας, κονίσματα που στήσαν,
βοσκάρηδες, που βρέθηκαν, μπροστά σε χαμοδράκια,
και σ' άγιο, τάμα έκαμαν, του διάτσου τα τσιράκια,
σαν τα σκορπίσει, σπίτι του, πως θα 'χει, κει που σβήσαν.

Αθιβολή θα φέρουμε, σε φόνους που γινήκαν,
μα για κλεψιές σγαρίλικες, μα για τιμές θιγμένες,
μα με αιτίες μπόσικες, μυστηριανές, κρυμμένες,
που βρήκαν κάποιαν αφορμή, και στον αφρό εβγήκαν.

Λόγο στο λόγο θα 'ρθουμε, σ' αφορεσμένα χρόνια,
όντας χτιζόταν ενοχή, απ' τους, π' όπλα βαστούσαν,
και για μαγάρες λόγιαζαν, αυτούς που δε μπορούσαν,
να φτάσουνε, στα έχοντα, σε φρόνηση, σε πρόνοια...

Μπορεί και να σταθούν βουβά, για λίγο, τα κερκίδια,
σκιαγμένα, απ' των κόπελων, τ' αχάλεφτου, τους δόλους,
μα σαν τα προβοδίσουμε σε κόσμους φεγγοβόλους,
στης σερενάδας, θα ριχτούν, τερέρισμα, αιφνίδια.

Θα γλυκοκουβεντιάσουμε, για τις νεραϊδοπούλες,
που βλόγες δεν αξιώθηκαν, κι ας είναι αμορόζες,
με παληκάρια νιόλουβα, κι όλο γιορτές σκαμπρόζες,
στήνουν σε δρόγγων ξέφωτα, γεμόφεγγου νυφούλες.

Θα πούμε για τα φτερωτά, που ξέκαναν γινάτια,
για νερομάνες, δέρβενα, σταλίκια, βελαόρες,
σαν βαθολόγησαν σοφά, στις δίχαλες τις ώρες,
κι ορδίνιασαν στο μέρωμα, τα φλογισμένα μάτια.

Θα ιστορίσουμε κουτούς, που σπείρανε αλάτι,
και σαν καρπό δε σόδεψαν, είπαν πως οι ακρίδες,
οι φταίχτες, ήταν, κι άρπαξαν, μ' οργή τις αραβίδες,
κι άκλαφτοι πάνε, άλαφο, σαν είδαν σε μια πλάτη.

Κι εκείνους που χαλέβανε, μονόκορδα σταβάρια,
κι ως ήβραν πρίνο ταιριαχτό, σ' ακρόρεμα, βαλθήκαν
όλοι μαζί να τον τραβούν, μα στο νερό βρεθήκαν,
και ξέταζαν, τι έφταιξε, που πιάναν τυλινάρια.

Και κάποιον κλεφτοκατσικά, που έπαθε καζίκι,
κι άφησε νύχτα βροχερή, την κάπα του στα ξύλα,
μιας στρούγγας, τι στη σκοτεινιά, εβούτηξε μια σκύλα,
αντίς για γίδα αμπαδιά ή όψιμο κατσίκι.

Με τέτοια θα μπορέσουμε, τις έρμες τιτριμίδες,
για ύπνο να τις στείλουμε, τι κι ο αποσπερίτης,
πάει να γίν' αβγερινός, και πια δικαιοκρίτης,
δεν είν’ το καθαρό μυαλό, μα θύμησες παγίδες.

Μόνε πάμε στ' ανάπλια μας, πριν ήλιος ανατείλει,
και όσα δεν προκάναμε, να τα ξαφηγηθούμε,
θα τ' αποσώσουμε, στρωτά, άμα παρασυρθούμε,
άλλη νυχτιά, κει που αχούν, οι θρύλοι και οι γρύλλοι…

Δημοσίευση στο stixoi.info: 10-10-2021