Και τι να λέει! Ε! να,δυο νυχτερινές μαλακίες

Δημιουργός: elixgeo

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

.......
Καμιά φορά θυμάμαι κάποια και με πονάει.
Κάποιες φορές δεν θυμάμαι καμιά και πάλι με πονάει.
Και κάποιες φορές πάλι,
στοχάζομαι κάποια που θα ΄ρθει από το μέλλον
και πάλι με πονάει.

Η αίσθηση της ματαιότητας του πριν και του μετά
-που τώρα εσύ δεν νιώθεις εκεί που είσαι, σκεδάζουσα και σκεδαζόμενη-

στυφίζει η γλώσσα, τρελαμένη ψάχνει
στον ουρανίσκο, στο μέσα των χειλιών,
γλύφει τα ούλα ανάμεσα στα δόντια,
να βρει μια γωνιά…
εκείνη την απειροελάχιστη ακρούλα,
που θυμάται…
κι έχει κρατήσει ένα ίχνος γεύσης από ένα παλιό φιλί,
άλλο εύκολα παρμένο, άλλο δύσκολα, άλλο εκβιαστικά, άλλο απρόθυμα και άλλο σα φτυσιά.

Κάποιες ώρες μακραίνουν και κάποιες μικραίνουν.
Δεν μπορώ να τις βολέψω, να τις κουμαντάρω, να τις δεχτώ.
Χορεύουν γύρω μου η κάθε μια με το ρυθμό της,
μπλουζ, ροκ, σάλσα,
καμιά φορά σκουντουφλάνε και πέφτουν πάνω μου,
καμιά φορά με αγκαλιάζουν, με φιλάνε στοργικά
και πότε - πότε με βιάζουν σα μειράκιον, οι διαβολογυναίκες
και τότε ξαπλώνω και το χαίρομαι.

Η κοκκινόμαυρη πολυθρόνα απέναντί μου απορεί.
Για πολύ καιρό δεν με έχει δεχτεί –χα χα, με λέει εραστή της-.

Τα γαμημένα τραγούδια...
...βάλε μου να πιω απ΄ το πιοτό το δυνατό, της λησμονιάς το βάλσαμο,
...λόγια τσιγάρα,
...και συ που όλα τα θυμάσαι μέχρι κεραίας όπως λες,
...πάρε με στ΄ όνειρο μαζί σου άλλο πρωί να μη με βρει
...θα κεντήσω με διαμαντόπετρες...
...δος μου τ΄ ονείρου τα μάτια να ταξιδέψω εκεί που πας...

είναι γραμμένα έτσι, για να θες κι άλλο κι άλλο, σα μαστούρης,
και αυτά να θένε να τα χωρέσεις όλα μέσα σου,
της κάθε προδομένης μαλακισμένης την κλάψα,
του κάθε ξοφλημένου νταβατζή την ψιλομαγκιά που πουλάει στην επόμενη.

Και συ δεν μπορείς να μαζέψεις πίσω τα λόγια
πού ΄χεις αναίτια πει και δεν ακούστηκαν,
δεν προλαβαίνεις να πνίξεις τα λόγια που θα γράψεις,
σ΄ένα, σκισμένο στραβά, φύλλο από παλιό τετράδιο,
ελπίζοντας πως θα διαβαστούν…
και αυτά να γυρίζουν πίσω,
-ο παραλήπτης άγνωστος να λέει γελώντας πνιχτά ο ταχυδρόμος,
γιατί τον άκουσε-τον παραλήπτη- να πηδιέται και δεν άνοιγε την πόρτα,
και τι να σου πει, ο παραλήπτης πηδιότανε;
-αυτά δεν λέγονται-.
Εγώ ποτέ δεν ανοίγω την πόρτα στον ταχυδρόμο
κι ούτε παίρνω τα γράμματα που έρχονται πίσω,
του λέω βάλτα εκεί που ξέρεις.

Και έρχεται ο άλλος και σου λέει…
δεν έκανα ταξίδια μακρινά
τα χρόνια μου είχαν ρίζες κι ήταν δέντρα.
..................
Είναι τούτες οι ώρες,
που δεν βολεύονται ανάμεσα στις προηγούμενες και τις επόμενες,
που ΄χουνε το δικό τους μπαϊράκι.
Δεν έχουν νούμερα μπροστά όπως, 12η νυχτερινή, 1η πρωινή, 3η μεσημβρινή,
μόνο τσιρίζουν το τελευταίο η η η η η η η η,
οι πουτάνες,
για να χρεώνουν όσο αυτές θέλουν.

Ε! να, τ΄ άκουσες;

Δημοσίευση στο stixoi.info: 13-12-2006