Η οικονόμα

Δημιουργός: vyzance

Το πρώτο δίστιχο, παραποιημένος παλιός στίχος του Μπουλά. Οσοι το ξέρετε σας προφταίνω μη με φάτε.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Από μικρή φαινόμουνα
τί σόι οικονόμα θα γινόμουνα
ως και στο μαιευτήριο
στην έξοδο ήθελα διαπιστευτήριο

Πηγαίνοντας στον παιδικό σταθμό
για πλαστελίνες είχα προϋπολογισμό
και μες στην κασετίνα μου
μολύβι φαγωμένο από την πείνα μου

Τα άλλα τα παιδάκια δε με παίζανε
ως Σκρουτζ Μακ Ντακ κι αυτά με περιπαίζανε
μα εγώ αργότερα θα τα εκδικιόμουνα
όταν μες στο χρυσάφι θα πλενόμουνα

Σαν πήγα στο δημοτικό
τσακώθηκα και με το μαθηματικό
ένα και ένα τόνιζα πως κάνει ένα
όταν φυλάς το ένα δείχνεις μόνο ένα

Με μία γόμα δανεική κι αγύριστη
πράξη έκανα σοφή κι αχαρακτήριστη
σε ένα τετράδιο έσβηνα και έγραφα
και ως την έκτη τάξη Σκρούτζ υπέγραφα

Την αλφαβήτα τότε δεν τη μάθαινα
μα έβλεπα προπαίδεια και πάθαινα
κράταγα τα βιβλία του πατέρα μου
και με προσθέσεις τέλειωνε η μέρα μου

Τί ήτανε παιχνίδι δεν το γνώριζα
ούτε ανάσα σε νεκρό δε δώριζα
και στο θρανίο καθόμουνα μονάχη μου
εγώ, το έλκος μου και η στηθάγχη μου

Στην πρώτη Γυμνασίου με γιουχάριζαν
σαπούνια σαν με έβλεπαν μου χάριζαν
γιατί κι αν ήμουν το μυαλό του τμήματος
ανέδιδα τη μυρωδιά του χρήματος

Τα άλλα παιδιά φλερτάραν επιπόλαια
και γω σχεδίαζα μελλοντικά συμβόλαια
δίχως να δω το πώς μπήκα στο Λύκειο
με έπαινο στο κεφάλι επινίκιο

Στις τράπεζες ξημεροβραδιαζόμουνα
τα κόλπα μάθαινα και φανταζόμουνα
έμενα με ταγιέρ τρανή τραπεζικό
τί κι αν με βλέπαν όλοι μαθηματικό

Το χρήμα προσκυνούσα και το λάτρευα
τα τραύματα με ομόλογα τα γιάτρευα
τί κι αν δεν είχα αποκτήσει ούτε ένα γκόμενο
με τόσο πολύ χρήμα, ήταν επόμενο

Σχολείο τελειώνω, πάω πανεπιστήμιο
στα οικονομικά πλάσμα πειθήνιο
τελειώνω τα έτη μου κανονικά
και απασχολούμαι πλέον επαγγελματικά

Καρριέρα, χρήμα, όλα πια στα χάι μου
να όμως που δεν είχα άντρα πλάι μου
και είπαμε, οικονόμα-οικονόμα
παρθένα όμως μη με φάει το χώμα

Το έφερε η μοίρα κι υποχώρησα
σε μπαρ μέσα γνωστό το Μήτσο γνώρισα
που είχε σπουδάσει μόνο στην οικοδομή
και χρήματα δεν είχε ούτε για ψωμί

Μα ήταν ο μόνος άντρας που με κοίταξε
το γυναικείο μου Είναι ευθύς λύσσαξε
"έλα μωρό μου, τίναξε τη μπάνκα μου
κάνε μου ισολογισμό, μέτρα τα φράγκα μου"

Ηπια όσο ουίσκυ δε δοκίμαζα
με κέρναγε αυτός κι εγώ το ρήμαζα
κι έτσι καταλήξαμε στο τριάρι μου
και τίναξα η γυναίκα πια τα βάρη μου

Ευτυχισμένη εις ύπνο εξεράθηκα
ξυπνώ αργά, "η τράπεζα!" ταράχτηκα
μα ύστερα πού πια μυαλό για τράπεζα
όσο κοιτούσα γύρω τόσο τά'παιζα

Πού πήγε ο καναπές, η πολυθρόνα μου
το σετ ασημικών και η χελώνα μου
ένα κολλιέ χρυσό που είχα κορώνα μου
και το ρευστό που έραβα στο στρώμα μου;

Ω συμφορά! Ωιμέ κακό! Ω αλί και τρισαλί!
Φτωχομπατίρη στο κρεββάτι μου έβαλα η τρελλή
και μέχρι να προλάβω να πώ κύμινο
με άφησε με χρέη για ένα τρίμηνο

Και τώρα ξεχρεώνω ό,τι βούτηξε
δίνη κακιά η τσιγκουνιά με ρούφηξε
και λέω τώρα πια να αλλάξω δρόμο
να μην κοιτώ τους γκόμενους με τρόμο

Μα η ζωή αλλάζει αργά και σπάνια
κι ας έχω κάνει συλλογή από δάνεια
ακόμη έχω το χάλι μου το μαύρο
κι έναν καινούριο Μήτσο ψάχνω νά'βρω.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 04-09-2004