Η σοκολάτα

Δημιουργός: Γιώργος_Κ, Γιώργος Σ. Κόκκινος

...έτσι είναι καλά μου, άλλοι τρώνε τη σοκολάτα κι άλλοι τη λιγουρεύονται...

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[B]Η ΣΟΚΟΛΑΤΑ

Επτά ολόκληρα χρόνια, ταξιδεύοντας χωρίς εισιτήριο, στα απέραντα μονοπάτια του διαδικτύου, προσπαθούσα να ανακαλύψω τη χαμένη μου παιδικότητα.
Το παιδί εκείνο, γεννήθηκε κάποιο μακρινό Σεπτέμβρη και αμέσως κάποιο χέρι του άρπαξε τη σοκολάτα, μέσα από τα τρυφερά του χέρια.
Έψαχνε χρόνια να εντοπίσει το χαμένο γλύκισμα, μέσα σε υπόγειους διαδρόμους της αληθινής κοινωνίας, αλλά και τα πολύπλοκα μονοπάτια της εικονικής πραγματικότητας.
Εντόπισε τελικά ένα στίγμα, κάπου ανάμεσα στο παράλογο και το κατανοητό, το διαστρεβλωμένο και το απολύτως φυσιολογικό, αποκρυπτογραφώντας τις δεδομένες πληροφορίες του περιβάλλοντος.

«Δεσποινίς χαίρεται! Θέλω να σας γαμήσω.»
Αυτή θα ήταν η μία όψη του γλυκίσματος, που λίγοι θα τολμούσαν να την εκφράσουν σε μόλις δύο προτάσεις, ενώ άλλοι θα προτιμούσαν να την κωδικοποιήσουν ποιητικά.
«Σας αγαπούμε δεσποινίς/ μη μας πικραίνεσθε/ και μη χωλαίνετε τους οφθαλμούς σας...»
Είτε με τον ένα, είτε με τον άλλο τρόπο, θα παρέμενε μια διαχωριστική γραμμή, μεταξύ του ερωτικού ενδιαφέροντος και της βίαιης σεξουαλικής ικανοποίησης.

Γνώρισα γυναίκες που κλαίγανε, βάζοντας στη σειρά δεκάδες φατσούλες με δάκρυα.
Χα-χα, πόσο όμορφες ήταν οι φάτσες τους έτσι!
Μα το πρόσωπο δε το είδα ποτέ, κι αν διέκρινα ένα ψήγμα της ψυχής τους, είχε ως αποτέλεσμα να παραμείνω μαγκούφης και στερημένος.

«Τον έδεσα στην καρέκλα, έτσι μου ζήτησε. Αρχικά αρνήθηκα μα επέμενε, δε μ’ αρέσει να χτυπάω άντρες. Τον έδεσα με σχοινιά στην καρέκλα κι άρχισα να τον μαστιγώνω ανελέητα με το μαστίγιο. Εννιά ουρές παρακαλώ, φυλαγμένο στη ντουλάπα μου για special cases! Μέχρι που έβαλε τα κλάματα κι έκλαιγε σα μωρό από τον πόνο, τον έκανα μαύρο στο ξύλο..»

Κι εδώ θα χρειαστώ τη βοήθειά σας για λίγο και την προσοχή σας, γιατί πραγματικά δε γνωρίζω, που τελειώνει η λογική και η αλήθεια, και που αρχίζει το ψέμα και το παράλογο. Έτσι το άκουσα, το μεταφέρω αυτούσιο και παρακαλώ να το σημειώσετε.

Είναι γεγονός, πως μια γυναίκα σκοτώνει πιο εύκολα μια κατσαρίδα ή ένα ποντίκι.
Φαίνεται μάλλον, πως απ’ τη φύση τους τα θηλυκά, αντλούν σωματική και νοητική δύναμη τέτοια, που τις κάνει εξουσιάστριες και δικάζουν με περίσσεια ευκολία τη ζωή ενός τρωκτικού, ενός εντόμου, ή άλλων κοινών ερπετών.
Ένας άντρας, αν έβλεπε ξαφνικά μια κατσαρίδα στο χώρο του, μάλλον θα προτιμούσε το εντομοκτόνο ή την ηλεκτρική σκούπα. Η γυναίκα όμως θα το λιώσει, κάτω από τα πόδια της.

«Εξουσιάστε με Αφέντρα, μαστιγώστε με, λιώστε το κορμί μου από τον πόνο..»
Συνθήματα, κραυγές, πάθος, απελπισία, διαστρέβλωση, παρέκκλιση, κι άλλες τέτοιες ατάκες ανακαλύπτουμε καθημερινά στο διαδίκτυο, μα η ουσία παραμένει μία.
Επιζητούμε την αυτοκάθαρση, μέσα από ένα χέρι ξένο, που κρατάει αιώνια τη χαμένη μας παιδικότητα και δεν εννοεί να μας τη δώσει πίσω.

Θέλουμε να πληρώνουμε, να πονάμε, να πεθαίνουμε, για όλα εκείνα που μας πληγώνουν καθημερινά ολοένα και περισσότερο. Κι αυτό στην επιστήμη της ψυχιατρικής ονομάζεται «μαζοχισμός».

Η κυρία που γνώρισα, απατούσε τον άντρα της με τριαντάρηδες γόηδες, με πέος θεόρατο και στητό, έχοντας προνοήσει να φωτογραφήσουν τον καβάλο τους, έτσι που ο μαρτυριάρης κώλος τους να θυμίζει κάτι από παρθενικό δάσος.
Ελάτε παιδιά, να φτιάξουμε κι εδώ οικόπεδα, να φυτέψουμε πολυκατοικίες με θέα τη θάλασσα, να χτίσουμε μεζονέτες και δίπλα τους, δρόμους ταχείας κυκλοφορίας με διόδια. Εργοστάσια, βιομηχανίες, εμπορικά καταστήματα, νυχτερινά κέντρα, να βάλουμε τσιμέντο και στα βυζιά μας.

«Μου έγλυφε τα παπούτσια» έλεγε
«έπεφτε κατάχαμα σα χαλάκι, κι έγλυφε τις γόβες μου πριν κάνουμε sex!»
Ήταν ένας από τους τριακόσιους επιβήτορες, στην κατά τα άλλα αποξενωμένη Αθήνα του σήμερα, κι αυτή μορφωμένη, της Αγγλικής φιλολογίας.
Γνώρισα κι άλλες, γνώρισα κι άλλους, μα τη χαμένη παιδικότητά μου δε τη βρήκα.

Ύστερα, βγήκα στο μπαλκόνι μου να πάρω ανάσα. Κάπνισα ένα ολόκληρο πακέτο Drum από τα καινούργια, πόνεσε το κεφάλι μου από τις τύψεις και τις ενοχές, πρήστηκαν τα μάτια μου από τη νικοτίνη, κι ύστερα γύρισα να συνεχίσω τις έρευνες.

«Ήμουν Θεσσαλονίκη κι έψαχνα ταξί, μαύρη νύχτα τώρα, σταματάει μια τύπισσα να με πάρει. Στο δρόμο πετάγεται μια γάτα, δεν πάτησε φρένο, άφησε το αμάξι να τσουλήσει με ταχύτητα. Την έλιωσε. Καύλωσα!»

Τελικά η ζωή, εξαρτάται από μια χαμένη σοκολάτα. Μοιάζει με μια χαμένη υπόθεση δικαστηρίου, αγγίζει την παιδική μας αθωότητα και εξουσιάζεται από τις αποφάσεις των άλλων. Δε μ’ αρέσεις, δε σε πάω, σε σκοτώνω, σε μαχαιρώνω, σε πυροβολώ, σε γαμάω, σε ξεσκίζω, σε λιώνω. Έτσι, μέχρι να πεις «σοκολάτα»!

Πάντως γνώρισα και καλούς ανθρώπους. Εκείνοι συνήθως χρησιμοποιούσαν χαμογελαστές φατσούλες. Οι γυναίκες έτρωγαν τα πέη, αχόρταγα, το ένα μετά το άλλο. Που χρόνος να κλάψουν; Οι δε άντρες; Λιγότεροι σε σχέση με την τελευταία απογραφή του πληθυσμού, και μόνοι, ουδεμία σχέση.
Αντιστοιχία, τρεις γυναίκες σε κάθε άντρα. Μια χαρά πέφτει το στατιστικό.
Ποιος στη χάρη μας μάγκες, έξι ζευγάρια μπότες να γλύφουμε ο καθένας μας.

Άνοιξα στο τέλος, το ντουλάπι, να δω αν τελικά έχει μείνει ένα έστω ελάχιστο ψήγμα από σοκολάτα, πίσω από τη ζάχαρη, δίπλα στον καφέ, ανάμεσα στα πατατάκια, μέσα στα μπισκότα, πλάι στα μακαρόνια. Έψαχνα με τις ώρες. Δε βρήκα τίποτα!

Η σοκολάτα για τη σεξουαλικότητα, θεωρείται το πλέον διεγερτικό γλύκισμα, που ξυπνάει τις αισθήσεις και τις ορμόνες του ερωτισμού. Αρκεί να είναι από εκείνες τις πλάκες, της χαμένης παιδικής μας αθωότητας, όπου το έμβρυο βλέπει για πρώτη φορά, μόλις έρχεται στον κόσμο, τα πόδια της μάνας του.
Κι ύστερα μαθαίνει να υποκλίνεται....

«Δεσποινίς μου, επιθυμώ να σας τον ακουμπήσω...!»[/B]

γιώργος_κ

Δημοσίευση στο stixoi.info: 22-02-2007