Κομοτηνή

Δημιουργός: dlackdevil, Παναγιωτης

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Κομοτηνή

Σήμερα ήρθανε ξανά
χρόνια παλιά,αλλοτινά
μέσα στην θύμησή μου
Εικόνες τόσο μακρινές
που δεν σβηστήκανε ποτές
βαθιά απ’την ψυχή μου

Τις αναμνήσεις τις παλιές
από χαμένες εποχές
σήμερα θα σας γράψω
Την πόλη που μεγάλωσα
που γέλασα που μάλωσα
θέλω να περιγράψω

Μια πόλη δυο πολιτισμοί
ιδια ζωή,άλλη θεσμοί
στα πόδια της Ροδόπης
Ρωμιοί και Μωαμεθανοί
ολοι με ίδια προσμονή
στην άκρη της Ευρώπης

Μέσα στον κάθε μαχαλά
τα σπίτια όλα χαμηλά
κάθε γωνιά και ράφι
στην παγωνιέρα τα πιοτά
μουσλούκι έξω απ’τον οντά
και πλύσιμο στην σκάφη

Χαράματα κάθε πρωί
τα καροτσάκια στην γραμμή
πιάνανε μια γωνία
με δράμια είχαν ζυγαριά
μπουγάτσα με αγνά τυριά
δίναν στην πελατεία

Ο ήλιος μία σπιθαμή
κι ο χότζας βγαίνει στο τζαμί
κοιτώντας προς τον νότο
Κιοπέγκια ανεβαίνουνε
Τζεσβέδες περιμένουνε
για τον καφέ τον πρώτο

Την κάθε Τρίτη,ο χαμός
στην πόλη μέσα,αναβρασμός
που είχαμε παζάρι
Κατέβαινε απ’τα χωριά
είτε με ζέστη είτε χιονιά
μπαϊλντισμένο σμάρι

Χωριάτες με τα ζωντανά
Πομάκοι απ’τα ορεινά
να δώσουν η να πάρουν
Τουρκάλες με τον φερετζέ
ολοι τους με το βερεσέ
κοιτούν να σε τουμπάρουν

Πήχτρα από κόσμο η ‘’Ερμού’’
κι αμανέδες του καημού
σχίζαν το καλντερίμι
Ρακί,στραγάλι,παστουρμά
δύο θρησκείες αχταρμά
πολύχρωμο κιλίμι

Απ’τον ‘’Καλκάντζα’’ μαχαλά
κάναν οι γύφτοι μπίρ παρά
μεταφορές στον ώμο
στο χαμαλίκι διαρκώς
απ’τα σφαγεία του ‘’Πος Πος’’
ολημερίς στο δρόμο

Καμήλες με βήμα βαρύ
ακολουθούσαν το φαρί
κι’απ’την περπατησιά τους
εγώ με τ’άλλα τα παιδιά
περνάγαμε όλο χαρά
κάτω απ’το σχοινιά τους

Θυμάμαι τότε την Φατμέ
την φίλη της την Αισέ
και τα’άλλα τα Τουρκάκια
που παίζαμε μαζί κρυφτό
και έψαχνα για να τους βρω
μες στα στενά σακάκια

Στην ‘’Βενιζέλου’’ τις βραδιές
βολτάρανε οι κοπελιές
μ’ένα σακούλι σπόρια
Να ανταλλάξουνε ματιές
μήπως και βγουν οι κολεγιές
με κάποιο απ’τα’ αγόρια

Το ‘’Αττικό’’ το σινεμά
μας έβαζε πολεμικά
εργα πολύ μεγάλα
και στη ‘’Ροδόπη’’ η στο ‘’Ρεξ’’
βλέπαμε και ταινίες σεξ
γουέστερν στου ‘’Ποάλα’’

Τα Σάββατα,τις Κυριακές
και όταν ήτανε γιορτές
γεμίζανε τα κέντρα
Μοσχοβολούσαν τα στενά
απόλαυση τα δειλινά
κάτω από τα δένδρα

Γεμάτη η ‘’Κληματαριά’’
Στα κάρβουνα η σκωταριά
πέρα στον ‘’Αστρινίδη’’
Ούζο ‘’Πουσκούρη’’ στο γυαλί
κι’ένα τσουμ μποξ να σε καλεί
παίζοντας Καζαντζίδη

Στον ‘’Σαλιαμπάλια’’ οι ντιζεζ
με το μαλλί βαμμένο μπεζ
κρατώντας ένα ντέφι
πιάναν ένα τρελό χορό
με της ορχήστρας τον ντόρο
και σκόρπαγαν το κέφι

Η Κυριακή μπαίνει αργά
Αλλά τα βήματα γοργά
Του μπάρμπα Τσιλιγκίρη
Στο φούρνο φτιάνει καρβουνιά
Για να φουρνίσει τα σινιά
Του κάθε νοικοκύρη

Δευτέρα πάλι το πρωί
Στο ΙΚΑ απ’εξω,οχλοβοή
Όλοι γνωστοί και φίλοι
Σειρά κρατούν με διαταγές
Και του Τσιρλιάγκου συνταγές
Στο μέσον της Κονδυλη

Στον ‘’Όλυμπο’’ σ’ένα στενό
οι ξένοι πού’ρθονταν εδώ
κοιμούνταν με ησυχία
Και στο ‘’Αστόρια’’ πολλοί
για να’χουν θέα ποιο καλή
με φάτσα την πλατεία

Όσο για φαγητό καλό
μαγειρεμένο,εκλεκτό
‘’Στ’Αδέλφια’’ πάνε όλοι
Με τα γκαρσόνια τα πολλά
μ’όλου του κόσμου τα καλά
γνωστό σ’όλη την πόλη

Στο ‘’Πάνθεων’’ πίναν καφέ
και στα ‘’Ηλύσια’’ κονέ
με συνεχείς εντάσεις
''Αν κηρυχθούν αι εκλογαί
θ’αρθεί και πάλιν η Ε.Ρ.Ε.
είναι γνωστόν της πάσης''

Τις Κυριακές,τα πρωινά
βγαίναμε βόλτα στα στενά
[χωρίς τα κινητά μας]
Από την Ρέμβη,στο Σταθμό
σε ένα ξέφρενο ρυθμό
με τα ποδήλατά μας

Μετά το φαγητό που λες
ετοιμαζόμασταν ορδές
πάθος και νταηλίκι
Στο γήπεδο το εθνικό
βλέπαμε τον Πανθρακικό
να φέρνει καμιά νίκη

Καθόμασταν στα φελιζόλ
ζητωκραυγάζοντας στα γκολ
χτυπώντας παλαμάκια
Κι’όταν τελείωνε ο αγών
δίναμε πάντα το παρών
στου ‘’Τζίμη’’ τα μπαλάκια

Η σκεπαστή η αγορά
πάνω από τον ‘’Μπουκλουτζά’’
είχε δική της χάρη
Η κάθε μια νοικοκυρά
χασέδες,τσίτια και κουμπιά
εψαχνε για να πάρει

Στο πέρασμα κάποιας βραδιάς
εφούσκωσε ο ‘’Μπουκλουτζάς’’
στους δρόμους βγήκαν όλοι
στο ένα μέτρο τα νερά
μέσα στην λάσπη η αγορά
πλημμύρισε η πόλη

Παιδί μικρό τότε κι’εγώ
με στείλανε με το στανιό
ράφτης να πάω να γίνω
βάτα,βελόνα και κλωστή
μέσα απ’αυτή την φυλακή
τον κόσμο για να ντύνω

Οι ώρες δίχως τελειωμό
ζωή σε περιορισμό
χωρίς καμία ουσία
Έγινα άντρας ξαφνικά
οπου δεν είδα τελικά
τι πάει να πει εφηβεία

Στης Ευδοκίας τον ρυθμό
χορεύαμε μες στο σταθμό
πριν ο συρμός μας πάρει
Οι μάνες κλαίγαν με καημό
λες κι’έφερνε κατακλυσμό
που φεύγαμε φαντάροι

Αυτά μου ήρθαν στο μυαλό
από εκείνον τον καιρό
τώρα που’χω γεράσει
Μια εποχή αλλοτινή
απ’την παλιά Κομοτηνή
που εχει πια περάσει

Τις θύμησές μου τις παλιές
με τις εικόνες τις θολές
και τους παλιούς τους ήχους
πήρα χαρτί κι’ένα στυλό
κι’ειπα αυτό το πρωινό
να σας τους κάνω στίχους







Δημοσίευση στο stixoi.info: 04-03-2007