Αναδρομή

Δημιουργός: Venceremos

Στη γιαγιά μου, την κυρά Ρίτα και τους συντρόφους της, που πάντα περίμεναν τη λευτεριά... κι ας μην ήρθε τότε ή και ...ποτέ

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Δεν ξημερώνει απόψε.
Ορκίστηκε ο Τιτάνας τον κόσμο να κρατά τ’ ανάποδα.
Σε διαστολή η κόρη δωσίλογους θα καταδώσει,
σε κρεματόριο αποθέτοντας τη θλίψη της.

Σας είδα.
Έχασκε μια θολή ανάμνηση απ’ το χθες, ακάλυπτη απ’ τις ενοχές σας,
ζωγράφιζε σάτυρους θεούς σε βιβλία πρωτοκόλλου.

Πώς ν’ αρχειοθετήσεις την ξεφτίλα;

Ήρθε και φύσηξε άτολμος ο λεβάντες.
Μύρισε αίμα ξεραμένο απ’ τα Γιούρα.
Άκουσα αλυσίδες να σούρνονται βαριά.
Σηκώθηκαν οι βλάσφημοι τα κενοτάφια να συλήσουν
πάλι
πάλι
πάλι.
Αργάααα.

Δε θα ξημερώσει.
Ο ήλιος σε κώμα έπεσε σαράντα χρόνια τώρα.
Οι γιατροί, δε θα ξυπνήσει είπαν και… να τον αποσυνδέσουμε.
Με χέρια δεμένα εμείς, την υπογραφή της μέρας περιμένουμε.
Άφαντη κι αυτή.
Νύχτα δουλεύει, δίχως φως, στης Αλκαμένους τα μπουρδέλα.
Χρόνο δεν έχει να φανεί,
φως δεν έχει ν’ αναστηθεί,
νύχτα δεν έχει να την ανατείλει.

Ούτε το γιασεμί μυρίζει, ούτε το τριαντάφυλλο.
Γλυκό το κάνει η κυρά Ρίτα η Σμυρνιά στον παράδεισο,
έφυγε μια απ’ αυτές τις μέρες που δεν ανάτειλαν ποτέ,
μ’ ένα λεβάντε δαιμονισμένο να ξερνάει λευτεριά από μακριά,
μακριάααα...
μιας πουτάνας μέρας που δεν ξημέρωσε ποτέ λεύτερη,
περιμένοντας με νύχια μπηγμένα στο χώμα
το φως ενός ήλιου σακάτη
να φέξει.
Δεν έφεξε,
ούτε τότε
ούτε ποτέ.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 13-04-2007