Κοινός Θνητός

Δημιουργός: renouli

Καλησπέρα και πάλι και πάλι και πάλι. Να είστε όλοι καλά και πάλι και πάλι και πάλι.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

"Αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων."
Τη νύχτα που έκοβες τα μακρυά μαλλιά μου,
την ώρα εκείνη που ήθελες την όση δυναμή μου,
να ‘σουνα τάχα ατάραχο, άσπλαχνο χέρι;
Να ‘θελες, άραγε, τόσο τον θάνατό μου,
που δεν σου έμεινε καμμία σκέψη σπλαχνική;

Στις ζωντανές όχθες των δρόμων δεν αναπαύομαι,
τραβιέμαι μονάχα στον πάτο τους, άσχημο χέλι,
ελίσσομαι σέρνοντας πέτρες και φύκια.
Θεέ των ποτάμιων πλασμάτων, να μου διδάξεις ένα όνειρο
και να το πεις ανθρώπινο, δεν αφουγκράζομαι πια,
ζω σε παγωμένα βάθη, άσχημο χέλι.

Έφυγες όπως ήρθες, πήρες όσα δεν άφησες.

Στα τυραννισμένα πάρκα των πόλεων δεν ησυχάζω,
κυλιέμαι μονάχα στις νύχτες τους, άθλιος άστεγος,
επιβιώνω τρώγοντας τον πρότερο εαυτό μου.
Άγγελοι των σκοτεινών πάρκων, φέρτε πίσω την καρδιά μου
για να την θάψω με όλες τις τιμές,
μ’ έχει ατιμάσει πια το κρύο, τον άθλιο άστεγο.

Δεν είδες όσα έπρεπε, μονάχα ό,τι δεν σου ‘δειξα.

Είναι τόσο μόνος ο κοινός θνητός
και του αξίζει σίγουρα η θεότης, άσπλαχνο τέχνασμα,
συνηθισμένη υποκρισία που έχει γεμίσει τα κιτάπια μου.
Μη μου πετάς τη βουρκωμένη καλοσύνη σου,
την αντιγράφει το νους μου κι αναμασά τους εφιάλτες του.
Κι απόψε θα προστρέξω στην ταραγμένη βοή της πόλης,
να μην ακούσω το κορμί μου, βροντάει πέφτοντας,
να λησμονήσω την ψυχή μου, ουρλιάζει γιατί καίγεται,
να θυμηθώ τη σάρκινη ελπίδα, να δω το αίμα της.
Να είμαι εκεί και να μην είμαι, σκια μισόκτιστη,
έγειρα, βούλιαξα σε σαθρά θεμέλια.
Κι απόψε θα ακούσω ήχους αδιάφορους να εκδικηθώ τον άνεμο,
όλοι του οι ψίθυροι φταίχτες της συμφοράς μου,
όλα του τ’ αγκαλιάσματα με θάψανε στο χιόνι,
ανάλλωσα την ανάσα μου για να πετάω μάταια.
Να βλέπω πια και να μη βλέπω, ξεστρατισμένο όχι,
μίλησα, χάθηκα και αυτό είναι όλο.
Είναι τόσο αγκάθινο τούτο το πέρασμα
και θέλει αλήθεια προσοχή, θέλει κουράγιο,
το ξέρει ο πονεμένος, βοηθάτε φίλοι να μη χαθεί.
Μην δεις αδιάφορα τον ξένο που αγάπησε,
θέλει έναν ώμο απόψε, μετά θα προχωρήσει.

΄Εγινα λάθος ή ήμουν πάντα; Αυτό αναρρωτήθηκες.

Στο βουλιαγμένο πλοίο που σαπίζει δεν περιγράφομαι,
ζω σε μια υπόσχεση κρυμμένων θησαυρών,
κοίτα και απέφυγε τις σκουριασμένες λάμες μου.
Άνθρωπε ταξιδευτή, εσένα αναζητάω, έχω αφήσει ένα χάρτη,
να σε γελάσουνε τα σχήματα μα εσύ να καταλάβεις,
δεν θα το κάνεις νέο, δεν θα δε πάει μακρυά, το βουλιαγμένο πλοίο.

Στα γκρεμισμένα καλύβια των επαρχιών μου δεν ελπίζω,
είμαι ένα αύριο που αρκέστηκε στο χθες κι είναι το σήμερα λειψό,
ο απόγονός μου καίει στον ήλιο τα φτερά του.
Αγάπη μου λίγη, εσύ δεν φταις, γέλα κι ας μην γνωρίζεις,
τρέξε κι ας μην προφτάσεις, όλα θα γίνουν,
είμαι αλλού, μακρυά από σένα, ένα σημερινό κορμί, λειψό.

"Αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων."
Όταν γκρεμίστηκαν τα πάντα γύρω μας, όταν ματώναμε θαμμένοι,
τη νύχτα που σφαγιάστηκε ο δέσμιος έρωτάς μου,
να έστρεψες, άραγε, το βλέμμα σου σε μένα;
Τάχα να ήθελες να τα αλλάξεις όλα,
ή έζησες, μάτια μου, άκαρδα ως το τέλος;

Δημοσίευση στο stixoi.info: 10-05-2007