Ο Άρχοντας Των Μαύρων Βουνών

Δημιουργός: sorrowman

Αφιερωμένο...

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Φτάνει πια, δεν αντέχω άλλο λιβάνι…
Ασφυκτιώ, πνίγομαι… Καταραμένε, τρέχα…
Ο δρόμος άδειος… Άδειος απ’ τα πάντα… Ένα γκρίζο κενό… Μια ζέστη και μια θλίψη γεμίζουν το σκοτάδι… Κι εγώ τρέχω…Ανεξέλεγκτα. Τυφλά. Δαιμονισμένα.
Ανεβαίνω τα σκαλιά. Βρέθηκα μέσα. Η Πύλη έκλεισε. Σφραγίστηκε. Εξαφανίστηκε. Έγινε τοίχος. Έγινε τίποτα. Έξω απ’ τη Πύλη είχε κρεμασμένη μια επιγραφή μα δεν ήξερα ανάγνωση…
Καταραμένε, προχώρα…
Ένα ξέφωτο πίσω απ’ τους κίονες που στηρίζανε το κτίσμα κι ένας δρόμος, στρωμένος με φωσφορίζοντα σαλιγκάρια, που οδηγούσε στα Μαύρα Βουνά.
Σταμάτησα να τρέχω, μα περπατούσα γοργά.
Ο δρόμος ζεστός, θλιμμένος, σκοτεινός. Τα πόδια μου ματώνουν καθώς συνθλίβουν σαλιγκάρια και αφήνουν αποτυπώματα κόκκινου φωσφορίζοντος αίματος. Γύρω μου δέντρα με κορμούς πράσινους και φύλλα μαύρα, γεμάτα με κρεμασμένα άσπρα σκουλήκια, κάθε σκουλήκι κι έξι κεφάλια, κάθε κεφάλι κι έξι μάτια…
Ένα φως σαν φεγγάρι με πλησίασε. Αστραπιαία. Έπεσε στο δρόμο και ζωντάνεψε… Μια μορφή μανδύα και δυο μάτια κόκκινου χαμόγελου. Μου έγνεψε να το ακολουθήσω και προχώρησε….
Οι μελωδίες ακούγονταν αχνά από μακριά καθώς η χορωδία έψελνε.
Ξάφνου οι ουρανοί του κτίσματος άνοιξαν κι εκατοντάδες φεγγάρια εμφανιστήκαν. Εκθαμβωτική έναστρη βροχή μ’ ακολουθούσε καθώς ο άνεμος μύρισε… μύρισε σαν οσμή πεθαμένου ξωτικού… Τα φεγγάρια έπεσαν, έγιναν μανδύες και κόκκινα χαμόγελα με κοίταξαν. Με περικύκλωσαν και με οδήγησαν εκεί, στον πυρήνα των Μαύρων Βουνών, στο θρόνο του Άρχοντα. Εκεί, στο κέντρο του κύκλου των κύκλων του κόσμου, με άφησαν. Με χάραξαν και παρατάχθηκαν γύρω μου. Η μελωδία δυνάμωσε, με ζάλισε…
Τα φεγγάρια, τα πνεύματα, οι δαίμονες έλυσαν απ’ τις ζώνες τους τις σάλπιγγες κι άρχισαν να σαλπίζουν…
Τον ερχομό του Άρχοντα…
Η μελωδία εκκωφαντική, οι κίονες δάκρυζαν σκόνη αντοχής, η χορωδία ούρλιαζε, οι φωτιές έφτιαχναν ωκεανούς λάβας, το έδαφος άνοιξε στα δυο, ο θρόνος φωτίστηκε, ο θάνατος μαρμαρωμένο ερπετό σαν σκήπτρο στα χέρια του Άρχοντα που ανέτειλε…
Βλέμμα υποβολής, ανάσα θάλασσας, αύρα Θεού… Ο ίδιος ο Θεός. Καλοσύνη και αγάπη ανέβλυζε το στόμα του, ζωγραφισμένα αερικά τα ίχνη του στο έδαφος καθώς με πλησίαζε… Τα φεγγάρια άφησαν κάτω τις σάλπιγγες, γδύθηκαν απ’ τους μανδύες τους και φάνηκαν τα φτερά τους και τα λευκά ράσα τους. Άγγελοι Κυρίου στοιχισμένοι κυκλικά. Εξακόσιοι εξήντα πέντε κι εγώ. Ο λύκος ο σατανικός ανάμεσα στους αμνούς, που βαρέθηκαν να τρώνε χορτάρι κι έμαθαν να τρώνε σάρκα λύκων.
Κι ο Θεός που με πλησίασε, μ’ ένα φιλί με πρόδωσε και μ’ ένα χτύπημα του σκήπτρου του η γη σείστηκε, το έδαφος υποχώρησε κι εγώ σε πτώση, κάτω, κι άλλο κάτω, πλησιάζοντας μια γη πιο φιλόξενη…

Η Κάθε Λέξη Έχει Την Σημασία Της Και Τον Λόγο Ύπαρξής Της.
Δεν Συμβαίνει Το Ίδιο Με Τους Ανθρώπους.
Μακάρι Να Συνέβαινε Το Ίδιο Με Τον Θεό.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 09-07-2007