Γαργαριστά και σκοτεινά

Δημιουργός: Αστεροτρόπιο (Jeny)

Φωτεινέ δικό σου... με το νικ σου και την υπόσχεση ξανάζησα απ' την αρχή εκείνο το όμορφο βράδυ. Την καλύτερη γεύση την κρατάω ακόμα, εσείς μια μπουκίτσα δυστυχώς.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Πού πάμε;
Στο Σκοτεινό.
Στο Σκοτεινό; Τι είναι αυτό;
Ένα μέρος.
Συγνώμη, σε γλέντι δε θα πηγαίναμε;
Σε γλέντι θα πάμε.
Γι’ αυτό έγινες λαγουτιέρης ρε; Για να πηγαίνεις στα σκοτεινά να τσακώνεις λαγούς και να γλεντάς;;; Τελικά; Πού είναι;
Αμάν. Δίπλα στο Φωτεινό.
Υπάρχει και Φωτεινό;
Ε, αφού υπάρχει Σκοτεινό.
Και είναι δίπλα; Ρε συ μας δουλεύεις;
Σας επεξεργάζομαι. Τρεις τσούπρες που βρεθήκανε ξανά μετά από χρόνια μαζί θέλουνε επεξεργασία!
Καλά. Λέγε εσύ. Άμα είναι δίπλα στο Φωτεινό δε μπορεί να είναι Σκοτεινό.
Καλά τα λες μπρε. Πάμε στο Φωτεινό που ναι δίπλα στο Σκοτεινό.

Τα γέλια μας σκίζανε τα βουνά όπως ο δρόμος εκείνο το σκοτεινό αυγουστιάτικο βράδυ αφήνοντας φιδογυριστά ξέφτια.
Το φεγγάρι βολτάριζε σε άλλη ήπειρο όταν φτάσαμε έξω απ’ το χωριό. Θεοσκότεινο με βουνά που φάνταζαν πελώρια γύρω-γύρω καταλάβαμε πως έτσι το λέγανε το χωριό. Σκοτεινό.
Στη μέση της πλατείας είχε στηθεί το πανηγύρι. Τραπέζια πάγκοι, νάιλον τραπεζομάντιλα και η ορχήστρα είχε ήδη αρχίσει να κουρδίζει τα όργανα. «Ένα, ένα, δύο..»
Η μουσική κατέβαινε μέσα μας γαργαριστά σαν το σπιτικό κρασί που ορμούσε στα λαρύγγια μας. Τ’ άστρα από πάνω μας έστελναν γουργουρητά ευχαρίστησης και σκέφτηκα πως έτσι πρέπει να ξεκινήσει.

Η φωνή του απλώθηκε αλαλιάζοντας βουνά και νεφελώματα.
«άστρα μη με μαλώνετε, άστρα μη με μαλώνετε που τραγουδώ τη νύχτα….».
«Τα χρόνια και τα λόγια τα χαμένα…»
Αργότερα ήρθε η πρώτη έκπληξη με τη μορφή της φίλης μου που το θυμόταν μετά από τόσα χρόνια πως αυτή ήταν η αγαπημένη μαντινάδα των εφηβικών μου χρόνων…
«Μόνο εκείνος π’ αγαπά μπορεί να το πιστέψει πως της αγάπης ο καημός τη σταματά τη σκέψη».
Το καμε παραγγελιά και το χορέψαμε.
Χορός, γέλια κι ευτυχία σκορπίσανε κείνο το βράδυ το Σκοτεινό.
Αισθάνθηκα πλήρης και χάζευα και τη δική του ευτυχία.
Κι εκεί, μετά από ένα μπάλο συνέχισε με σούστα. Κι όλο στο πάθος του ξεχνιότανε κι όσο ξεχνιότανε εμείς δεν είχαμε ανάσα ώσπου σταμάτησα στην άκρη της υπαίθριας πίστας και τον χάζευα. Κρατούσε τη λύρα του με χάρη πάνω στα γόνατά του, τα χέρια του τη χάιδευαν σαν ερωμένη, λατρεμένη, τα μάτια του θεόκλειστα απ’ την ευχαρίστηση και κάτω απ’ το μουστάκι του ένα μειδίαμα απόλυτης έκστασης. Οι ξεθεωμένοι χορευτές προσπαθούσαν να του κάνουν νόημα να σταματήσει κι άλλοι άρχισαν να φωνάζουν «Χαράλαμπε!». Τον λάτρεψα ευθύς (πολλά χρόνια αργότερα του θύμισα εκείνο το βράδυ και μου ‘σκασε ένα φιλί στο μάγουλο, μισό μουστάκι μισό χείλη, εμφανώς γερασμένος μα ασφαλώς γλυκύτατος).
Όταν άρχισε να χαράζει τραγούδησε «το φως του ήλιου με ξυπνά μέσα στην αγκαλιά σου και μου χαλά τα όνειρα που έβλεπα κοντά σου…».
Δάκρυσα.
Στ’ άστρα είπα τον πόνο μου, κι εκείνα μου τον πήραν…
[I]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 07-09-2007