Ο Λύκος Και Οι Γλάροι

Δημιουργός: sorrowman

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ένας λύκος που λύγισε...
Έκλαψε μα δεν γύρισε...
Το φεγγάρι με αίμα πλημμύρισε...
Έσκυψε και το χώμα μύρισε...
Τα δάκρυα του μίσησε...
Τον ουρανό σαν θεός φίλησε...
Τον θάνατο κατάματα αντίκρυσε...
Πέταξε, φτερούγισε, ρίγησε...

Δώδεκα γλάροι πλέξανε τη νύχτα,
σαν νυχτοπούλια,
σαν παιδιά που βύζαξαν τα στήθη της Σελήνης...

Και έπαιξαν και γέλασαν
και μάτωσαν κι έκλαψαν
και βρόντηξαν κι άστραψαν
μέχρι τον πόνο πέταξαν
τον θάνατο αγκάλιασαν
τη νύχτα εκείνοι έπλεξαν...

Κι ο λύκος κοίταξε ψηλά...
Κοίταξε το φεγγάρι...
Αχ, εκείνο το νόθο φεγγάρι...
Που έπλεξαν οι γλάροι...
Που έσταξε σκοτάδι μέσα στο άδειο σώμα του...
Θυμήθηκε τον κόσμο του,
ότι γεννήθηκε άνθρωπος,
ότι μεγάλωσε μισός
και ότι λίγο καιρό μετά
αφότου ενηλικιώθηκε
εκείνη τη νύχτα,
ναι,
που δώδεκα γλάροι πλέξανε
το νόθο, μα πανέμορφο, φεγγάρι
τότε
που το φεγγάρι έσταξε θάνατο
και η νύχτα βύζαξε τα στήθη της θλίψης
εκείνος λύκος έγινε
μόνος, γενναίος λύκος
κι έτρεξε
και πένθησε,
αναστέναξε
και ούρλιαξε...

Και από τότε κάθε που ξυπνά
δώδεκα γλάροι πετάνε πάνω απ’ τα μάτια του
και πλέκουνε τη νύχτα,
υφαίνουν το φεγγάρι,
το νόθο, μα πανέμορφο, φεγγάρι
που στάζει πάντα θάνατο,
θάνατο και σκοτάδι
και γυμνή επισκέπτρια η θλίψη
του δίνει τον μανδύα της
κι εκείνος τον φοράει
κι ύστερα κάνουν έρωτα
κοιτάζει το φεγγάρι
και ουρλιάζει...

Δημοσίευση στο stixoi.info: 05-12-2007