Δανία

Δημιουργός: Maria Olsen, Μαρία

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Μάνα γλυκόματη ξανθιά, με τρανωτά τα στήθια
και μπράτσα που αγκαλιάζουνε του φιόρ τα υδροπάτια
νερό καθάριο, των ψαριών η ζήση και των γλάρων
σαν στο λιμάνι μπαίνουνε τα ψαρευτά καράβια

Νερά γαλάζια, τρανευτά κρυστάλλινα καίκια
αναλαμπεί η θάλασσα το ουράνιο σχέδιό της
και γύρω γύρω από το φιορ λόφοι, μα και κοιλάδες
τρέφουν τα άσπρα πρόβατα και τις παχιές γελάδες

Μέσα στα δάση χάνεσαι, και στα ψηλά τα δέντρα
οι σκίουροι κάνουν φωλιά μαζεύοντας φουντούκια
σαν το φθινόπωρο φυσά πιά τις στερνές πνοές του
και ρίχνει φύλλα καφετιά στο χώμα να σαπίσουν

Στου δάσους τη βαθιά καρδιά, μαυρίζουνε τα πεύκα
και στήνουν θρόνο χιονερό με κρύσταλλα στολίδια
και ο χειμώνας βασιλιάς με σκήπτρο από πάγο
προστάζει χιονοθύελλες, τον θόλο να σκεπάσουν

Κι ο ουρανός ο πορφυρός, νύχτα και μέρα τρέχει
με χιόνι κατακάθαρο, λασπώνοντας τις πόλεις
τρίζει το βήμα του παιδιού, καθώς το έλκυθρό του
σέρνει σε λόφο απλερό κυλώντας να κατέβει

Ώσπου η άνοιξη κυρά, στο χώμα να φυσήξει
Βλαστάρια φύτρα ξεπετούν, από το βύζαγμά της
Και τα πουλιά ξαναθαρρούν κι αρχίζουν το κελάιδι
τ’ αγέρινο το χάδι της ζεστό στο μάγουλό τους

Δανία δεύτερη μάνα μου, της ησυχίας φύτρα
Η μικρομάνα του λαού, σπίτι των αγελάδων
Των γουρουνιών και αλόγατων, καμιά φορά κι ανθρώπων
Άμα γυρίσεις για να δείς της πόλης τα σοκάκια

Δανία μου φιλόξενο καταφύγιο της νύχτας
Και της οδύνης ξεχασιά, παρηγοριά της λήθης
Εκεί που πρωτοξέχασα, εκεί ξαναθυμάμαι
Ευχαριστώ που βάλσαμο μεσ’ την ψυχή μου ρίχνεις

Δημοσίευση στο stixoi.info: 12-01-2008