Ο Ηρακλής

Δημιουργός: dragoste, Τσιλιβαράκος Νικόλας

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[B][U]Ο Ηρακλής[/U](Μελοποίηση : Λαυρέντης Μαχαιρίτσας - Ερμηνεία : Δημήτρης Μπάσης [/B])Β' φωνή : Γλυκερία)

Γέννα και αγάπη, το πρώτο χάδι δεν το ξεχνώ,
ο πρώτος άθλος είναι απ' τη μήτρα να πεταχτώ,
και πάνω εκεί που' χα πιστέψει πως είναι απλό,
να ζήσεις μόνο με τ' όνειρό σου για αρχηγό,
γονείς και φίλοι, οι πρώτοι σκύλοι, να μου ζητούν,
έντεκα ακόμα άθλοι στο χώμα, να μη χαθούν.

Να πάω σχολείο, πρώτο βραβείο και μαθητής
και να σπουδάσω γιατί θ' αγιάσω, μαμάς ευχή,
να μεγαλώσω, να μη ζητάω άλλο λεφτά
και να κοπιάσω, αν θέλω να' χω καλή δουλειά.
Να αγαπήσω μια κοπέλα για παντρειά,
παιδιά να κάνω και ν' ανασάνω, μοιάζουν πολλά;
Να δω εγγόνια και ροζ μπαλόνια, χαζοπαππούς
και να πεθάνω αφού μοιράσω κάτι σ' αυτούς.

Οι προσμονές τους Λερναία Ύδρα κι' εγώ σπαθί,
τους άθλους κάνω, απ' το ατσάλι παίρνω αντοχή.
Δώδεκα είναι, μου είπαν τότε, ήμουν παιδί,
μα μεγαλώνω και τώρα ξέρω, είναι πολλοί.
Μα μεγαλώνω κι' ακόμα ψάχνω τον Ηρακλή.

[U]Κι εγώ να ψάχνω εσένα[/U]

Ένα τσιγάρο ζητά τον αναπτήρα του,
και μια νότα ψάχνει τη μουσική της,
ένα παιδί φτιάχνει το χαρακτήρα του,
και μια δύναμη μετρά την αντοχή της.

(Ρεφρέν)
Κι εγώ ανάμεσα σ' αυτά να ψάχνω εσένα,
κοιτάζω πια τα χέρια μου και είναι λερωμένα,
κι εγώ ξανά στο πουθενά αλλάζω τρένα,
μέσα στις άδειες νύχτες σου κεριά λιωμένα.

Κάποιος αρρώστησε, γυρεύει γισ παυσίπονα,
κάποιος το έσκασε, ψάχνει για καταφύγιο,
κάποιος προδόθηκε, ζητά τώρα τ' αντίποινα
και ένα μάρτυρας ψάχνει για σιωπητήριο.

[U]Ημέρες δέκα[/U]

Στο μείον δέκα η καρδιά,
βαριά τσιγάρα και ποτά,
ζεσταίνουν το κορμί μου,
ημέρες δέκα είσαι αλλού,
ίσως δεν σ' έψαξα παντού,
να κοιμηθείς μαζί μου.

Ημέρες δέκα και πονάς,
και της αγάπης τα φιλιά,
σε πεταμένα ρούχα,
που τώρα πια δεν τα φοράς,
ημέρες δέκα πως περνάς,
ένα αντίο σου' πα.

Γκάζι και φρένο στην καρδιά,
και μια άγνωστη τροχιά,
στις νύχτες με γυρίζει,
και το μυαλού μου ο μοχλός,
μου λέει εγώ πως είμαι αυτός,
που πια δεν σε κοιμίζει.


[U]Τετραγωνικά πενήντα οκτώ[/U]

Τετραγωνικά πενήντα οκτώ,
και αγγίζω πια τα εικοσί οκτώ,
δυό υπνοδωμάτια, το καθιστικό,
οι γνωστοί οι χώροι και γκαράζ μικρό,
σπίτι τόσο τέλειο και ιδανικό.

Σ' έβαλα εκεί μέσα νέα μου ζωή,
μένω στην Αθήνα, άλλη διαδρομή,
δίπλα απ' το τρένο και απ' το μετρό,
μια ανάσα είμαι από το σταθμό,
και νομίζω είναι τόσο ιδανικό.

Έχω δίπλα πάρκο, βόλτα για να βγω,
να' χω κι' ένα σκύλο, να μην ενοχλώ,
γείτονες και φίλους και περαστικούς,
δεν ακούω κουβέντα πια απο αυτούς.

Βγαίνω στο μπαλκόνι θέα για να δω,
βλέπω ένα τοίχο ξεβαμμένο ροζ,
νέα τα όνειρά μου, νέα η γειτονιά,
να μη συναντάω λάθη μου παλιά,
κι όλα είναι τώρα τόσο ιδανικά.

Ήρθε και μια φίλη, μείναμε μαζί,
να' χουμε παρέα μέσα στη σιωπή,
μπλέξαμε κουβάρια, σχέσεις και ζωές,
ζήσαμε για λίγο σ' άλλως γειτονιές
και δεν ήταν όμως τόσο ιδανικές.

Που να βρω άλλο σπίτι τόσο ιδανικό,
να' χει στα δωμάτια κλιματιστικό,
τα μπατζούρια κλέινω ν' απομονωθώ,
και τα καταφέρνω, είναι ιδανικό.
Μένω εδώ για πάντα, είναι πιο σωστό,
να' χω ένα σπίτι τόσο βολικό,
πόρτα ασφαλείας, σύρτης δυνατός,
τη ζωή κλειδώνω να μην είναι εκτός,
και το ξαναλέω είναι ιδανικό.


[U]Τα κορδονάκια[/U]

Η γκρίζα η μοκέτα του σπιτιού μας,
χαράζει διαδρομές του χωρισμού μας,
τα έπιπλα τ' αφήσαμε στη μέση,
ποιά παίρνω εγώ και ποιά εσύ,
έπειτα ούτε λέξη.

Συμβόλαιο γάμου κάναμε, αιώνια η αγάπη,
δειλές υπογραφές μας κλείσανε το μάτι,
για γέλια και για κλάματα τα δυό παρανυφάκια,
πατήσαμε τα πόδια μας, λυμένα κορδονάκια.

Σε άλλα σπίτια μπήκαμε, η ίδια η μοκέτα,
γκρι και χαράζει δυό ζωές σε τεντωμένη τέντα,
νέα συμβόλαια κάναμε, άλλα παρανυφάκια
και δέσαμε για σιγουριά τ' άλυτα κορδονάκια.

Σε νέα διεύθυνση εγώ, αν θέλεις όμως έλα,
χτύπα την πόρτα δυό φορές, έπειτα χαμογέλα,
αν δεν ανοίξω πάει να πει ειμαι στο super market,
βλέπεις πάλι τελειώσανε οι φρέσκιες οι ντομάτες.

Έλα να μπλέξουμε ξανά όλα τα κορδονάκια,
λυμένα κι' άλυτα μαζί, άνοστα αστειάκια,
να έχουμε τριγύρω μας έξι παρανυφάκια,
στη γκρίζα τη μοκέτα μας γλυκά παραμυθάκια.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 07-05-2008