Νόστος δ

Δημιουργός: Ιππαρχος, Δημήτρης

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Την ξύπνησε το φως του παραθύρου
κι ο θόρυβος που ‘ρχόταν απ’ το δρόμο
τη γεύση είχε ακόμα του ονείρου
αργά επανερχότανε στον κόσμο
και φοβισμένη κοίταζε την πόρτα
ποτέ δεν είχε νιώσει τόσο τρόμο
λουσμένη καθώς ήταν στον ιδρώτα
τα χέρια είχε στην καρδιά σφιγμένα

Ο στόλος λέει στο νησί ερχόταν
με όλα τα πανιά του ανοιγμένα
κι οι κωπηλάτες όλοι μ’ ένα στόμα
τραγούδια έλεγαν αγαπημένα
Δεν είχε δέσει το καράβι ακόμα
μα κείνος βγήκε στη στεριά με βιάση
γονάτισε και φίλησε το χώμα
σε κλάματα ζεστά είχε ξεσπάσει
για τούτη τη στιγμή τα συγκρατούσε
που στην πατρίδα τώρα είχε φτάσει
Μα κάτι γνώριμο αναζητούσε
σαν σήκωσε ξανά ψηλά το βλέμμα
δεν είδε αυτά που πεθυμούσε
ο γυρισμός του έμοιαζε με ψέμα.
Ψυχή δεν είδε να τους περιμένει
στου ταξιδιού που έφτασαν το τέρμα.
Πώς λαχταρούσε την αγαπημένη
να τρέξει να βρεθεί στην αγκαλιά του
να τον φιλά γλυκά, ευτυχισμένη
που ξέφυγε απ’ τα χέρια του θανάτου
για να κρατήσει το δικό της χέρι!
Ορμητική και βίαιη η ματιά του
κοιτάζει να την βρει στα γύρω μέρη
που του φαντάζουν άγονα και στείρα
μέσα στα βάθη της ψυχής το ξέρει
-ποτέ δεν τον συμπάθησε η μοίρα-
το σπίτι θα ‘ναι άδειο, ρημαγμένο
Αργά αργά πηγαίνει προς την θύρα
το βήμα του βαρύ, υποταγμένο
στη θεία βούληση των Αθανάτων

Ακόμα το μυαλό της θολωμένο
ακούει τώρα θόρυβο βημάτων
σιγά, διστακτικά η πόρτα ανοίγει
και να! Ω μέγα θαύμα των θαυμάτων
επέστρεψε εκείνος που 'χε φύγει.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 16-06-2008