Και των γονέων (ε)

Δημιουργός: ΠΑΡΑΠΟΙΗΤΗΣ

Το λεξικό μου το κήδεψα , κάποιες λέξεις δεν μεταφράζονται επειδή δεν πρόκειται για λέξεις αλλά πρόκειται για εικόνες με συγκεκριμένο όνομα. Καλησπερομέρα μας.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Φτώχια και των γονέων.
Μόνο ότι έδινε η λίγη μας γη ήταν ο πλούτος.
Μια κρούσα είχα για κάθισμα και το φεγγάρι κι ο ήλιος και τ' άστρα,
ο κόσμος ολάκερος ανάσαινε μέσα από μια φανέστρα ερείπγιο.
Πολλά τα στόματα, δωμάτιο ένα κι οι ανάγκες περίσσευαν,
αγάπη με την σταγόνα κι όποιος προκάμει να δώσει
κι όποιος προκάμει να πάρει.

Σε μια πλίθα μεγάλωσα, για ίσκιο είχα βράχλα,
ανάπνεγαν τα μάτια μου τον καθαρό αγέρα.
Κι ερχόταν ο θάνατος κι έπαιρνε γειτόνους κι αδέλφια.
Κι ερχόταν ο θάνατος κι έπαιρνε τις ζωές.
Κι έσκαβε το τσαπί με αθωότητα ζηλευτή και φύτευε ζωές καινούριες.
Κι ερχόταν ο θάνατος κι έπαιρνε.

Γράμματα έμαθα κάτω από μια λάμπα, βρόμαε το πετρόλιο,
έζεχνε ο καμπινές, βρόμαε η μιζέρια κι ο ήλιος έλαμπε.
Τσι κηδείες βαρούσα για ένα τάλαρο τσι καμπάνες τσ' εκκλησιάς
και με προτιμάγανε απ' όλα τα χαμίνια που τσι βαρούσα πιο πένθιμα απ' όλους.
Το τσιγάρο το έμαθα περίπου στα 15
Αισθήματα δεν έμαθα.

Έμαθα όμως άλλα.
Αγκάθια από παυλόσουκα γεύση από αμπουρδάλες,
άγουρα έκοβα τα τζίτζιφα και τσου λοτούς λιωμένους
μαύρα σκάμνα, σταφύλια φράουλες, νέσπολες, χειμωνικά, σύκα βασιλικά,
γέλια, χαμόγελα, φτώχια.
Σε κάθε τσαπιά φυτέματα ανάβλυζαν.
Κάτω από κάθε έρωτα γεννιόταν ένας καρπός.
Ελιές ψηλές ελιές και λάδι που βόγκαε κάτω από τα λιόστα για να λευτερωθεί,
κυπαρίσσια δάχτυλα θεόρατα, πράσινα δάχτυλα που έδειχναν τον Θεό
και πρόσμεναν τα γογγύλια της βροχής για να ξεπλύνουν το δέος τους.
Σκάψιμο τσι γης τη μέρα και τη νύχτα μας έλεγε η μάνα μας παραμύθια
που ακόμα συλλογιέμαι.

Τον Αλωνάρη τσουκανούσαμε το καλαμπόκι, πετάγονταν τα κουμπάστακα
και οι τρελομάστακες σταματημό δεν είχαν, ξεσπορίζαμε φασούλια και τσικαντί
και ταΐζαμε τα γρούνια λογής λογής καρπούς και φλούδια.
Ξυπόλυτος έτρεχα απάνω στο χωράφι με το κομμένο τριφύλλι,
βρόμιζαν τα πόδια μου, γαργαλιόντουσαν και γέλαγα.
Την γαϊδούρα μας την είχαμε νοματίσει Λουτσίντα. Άτιμο γαϊδούρι.
Ούτε με το στανιό ούτε με παρακαλετά δεν καταλάβαινε.
Άμα ήθελε κουβαλούσε, άμα δεν ήθελε μήτε ο άη Σπυρίδωνας
δεν μπορούσε να την κουμαντάρει.

Δυο δρασκελιές μακριά από την θάλασσα τ' απίκουπα στην άμμο ξάπλωνα,
έζευα τον ήλιο κι ήμουν αιωνιότητες ολάκερες μακριά από την έγνοια.
Από την γίδα τόπινα το γάλα, ζεστό με τον αφρό του κι όλη μέρα έτρεχα,
έτρεχα μες το νησί που μού μπόλιασε τι μακάρι νάξερα
-----------------------------------
Σήμερα φόρεσα γραβάτα χρώμα φωτεινό,
οικογένεια, αμάξι, σπίτι, μοτοσικλέτα,
διακοπές, διήμερα, δάνεια, ψυγείο τιγκαρισμένο,
κώλος τιγκαρισμένος, αγάπες με την σέσουλα,
ένα σωρό μπιχλιμπίδια, κομπλέ δηλαδή.
Τι στο καλό.
Λογικά θα έπρεπε να αισθάνομαι ευτυχία.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 18-07-2008